Τι λέει η αλβανική
λογοτεχνία για μας; Είναι μια τριτοκοσμική γραφή ή σχετίζεται με την ευρωπαϊκή
εξέλιξη; Δίνει βαλκανικό στίγμα ή μένει προσκολλημένη σε εσωτερικά θέματα; Ismail
Kadare, Ben Blushi, Fatos Kongoli, Besnik Mustafaj, Kosta Koço, Virion Graci,
Helena Gushi-Kadaré, Dritëro Agolli, Meshat Tozaj: τα ονόματα των αλβανών
συγγραφέων δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά στη χώρα-μας, εκτός ίσως από τον Φάτος
Κόνγκολι και φυσικά τον Ισμαήλ Κανταρέ.
Kafe shqiptare:
Ισμαήλ Κανταρέ
Ισμαήλ Κανταρέ
“Το
μοιραίο δείπνο”
μετ.
Τ. Κώτσιας
εκδόσεις
Μεταίχμιο
2011
Αν
κάποιος διαβάσει το μυθιστόρημα χωρίς να καταλάβει εγκαίρως την υπόγεια
ειρωνεία και το ποιόν και ποσόν των κωμικών καταστάσεων μέσα σε ένα σοβαροφανές
έργο, τότε θα πρέπει να ξανασκεφτεί τι δεν κατάλαβε καθώς διάβαζε. Γιατί το
σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή θα το καταλάβει και τότε θα ανατρέξει προς τα
πίσω για να δει σημεία και λοξές ματιές. Αυτές οι τελευταίες είναι σε τελική
ανάλυση που κρίνουν και την αναγνωστική πρόσληψη.
Ο γιατρός
Γκαραμέτο προσφέρει εν μέσω γερμανικής κατοχής δείπνο στον διοικητή των
κατοχικών στρατευμένων, ο οποίος έτυχε να είναι και συμφοιτητής-του, όταν
σπούδαζαν μαζί στο Μόναχο (αν δεν κάνω λάθος). Αυτό το δείπνο αποτέλεσε
σκάνδαλο, αφού το αποτέλεσμά-του ήταν η απελευθέρωση δεκάδων αιχμαλώτων ύστερα
από αίτηση του γιατρού. Η συζήτηση που διεξήχθηκε, όση έντεχνα παρατίθεται από
τον Κανταρέ, δείχνει τη δύναμη της στρατιωτικής εξουσίας αλλά και τη δύναμη της
επιστημονικής και κυρίως το κύρος μιας μορφής που δεν διστάζει ούτε να
τραπεζώσει τον εχθρό ούτε να μην τον κοιτάξει κατάματα και να του ζητήσει κάτι
τόσο υπερβολικό για τους όρους της σχέσης-τους.
Κανείς
δεν ξέρει δηλαδή ποιος είναι από πάνω και ποιος είναι από κάτω, ποιος έχει το
πάνω χέρι και ποιος ακούει από κατώτερη θέση. Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι
κομμουνιστές, μετά το πέρας του πολέμου, συλλαμβάνουν τον γιατρό, όχι για λάθη
σε εγχειρήσεις-του, αλλά για εκείνο το ύποπτο δείπνο. Ο αστυνομικός ανακριτής
μπροστά στον αλυσοδεμένο Γκουραμέτο νιώθει την ίδια κατωτερότητα και αμηχανία
σαν να απειλείται ο ίδιος αλλά και ο ρόλος-του, γιατί όχι και το καθεστώς που
με ολοκληρωτικό τρόπο προσπαθεί να επιβάλει την πυγμή-του και να πατάξει κάθε
αντίθετη γνώμη.
Κι εκεί
που έχεις καταλάβει το αλληγορικό παιχνίδι, ο Κανταρέ κάνει μια εκπληκτική
στροφή αποκαλύπτοντας ότι ο γερμανός συνταγματάρχης που εμφανίστηκε ως
συμφοιτητής του Γκαταμέτο δεν ήταν ο ίδιος. Η αφηγηματική μαεστρία του αλβανού
συγγραφέα ανακατεύει την τράπουλα και ξαναθέτει, αιφνιδιάζοντας και τον
αναγνώστη, τους όρους των συμβολισμών του μυθιστορήματος.
Πώς η εξουσία προσπαθεί να επιβάλει τις θέσεις-της, πώς
κατασκοπεύει και πώς εξιχνιάζει μυστήρια, πώς φοβάται εντέλει τα μυστήρια και
ειδικά όσα κρύβουν –ή πιστεύει ότι κρύβουν- συνωμοσιολογικές πρακτικές που
ενδέχεται να απειλήσουν το καθεστώς. Ταυτόχρονα, όμως, εμπλέκονται οι
ψυχολογικοί παράγοντες που εδράζονται στις παραδόσεις, στην αλβανική νοοτροπία,
στους ενδόμυχους φόβους κάθε ανθρώπου αλλά και στη δύναμή-του να μείνει
σθεναρός και ακλόνητος. Το έργο πραγματεύεται την πολιτική ιστορία της Αλβανίας
αλλά φυσικά τα μηνύματά-του εξαπλώνονται σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς αλλά και
σε κάθε ψυχή που μόνο με την παρουσία-της υπονομεύει την εξουσία.
Ο Κανταρέ μπορεί να είναι εθνικιστής –και σε άλλα-του
έργα το εκδηλώνει απερίφραστα-, μπορεί να προέρχεται από μια λογοτεχνία που δεν
έχει δρέψει δάφνες, αλλά ο ίδιος είναι μια ισχυρή αφηγηματική φωνή, πάντα στα
ρετιρέ της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, πάντα ακούγεται και διαβάζεται χωρίς να
διαψεύδει τις προσδοκίες των αναγνωστών.
Πατριάρχης Φώτιος