Friday, September 30, 2016

“Ας πέσουμε” του Δημήτρη Καπετανάκη

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-4. Ο τίτλος πολύσημος, το σκάκι, η Ύδρα, ο κοσμοπολιτισμός, ο ερωτισμός, οι ποικίλες σχέσεις σε διαπροσωπικό και οικονομικό επίπεδο, το κλίμα μιας μικρής κοινωνίας, οι δρόμοι του νησιού και οι δρόμου του εγκλήματος.


Café mascarpa:

Δημήτρης Καπετανάκης
“Ας πέσουμε”
εκδόσεις Εστία
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή ένας ανώνυμος φίλος ζήτησε τη γνώμη-μου, μιας και, όπως παρατήρησε, είχα διαβάσει τα δύο προηγούμενα έργα του Καπετανάκη κι έτσι θα ήθελε να γράψω δυο λόγια.

Καθώς το διάβαζα:
          Ήδη από τις πρώτες σελίδες είχα την αίσθηση ότι διαβάζω δύο έργα σε ένα. Εξηγούμαι. Η όλη ατμόσφαιρα, το κλίμα, ο χώρος, οι κινήσεις, ο κοσμοπολιτισμός μου θύμιζε δεκαετία του ’60. Κι όσο το σκεπτόμουν, τόσο έβλεπα ένα καλούπι Γιάννη Μαρή, με ονόματα και πλούτο, με εύπορους που τριγυρίζουν ράθυμα όσο και επιθετικά τα δρομάκια της Ύδρας (ποιο έργο, αλήθεια, του Μαρή διαδραματίζεται στο νησί;), με καλοντυμένους καλοκαιρινούς τύπους να ποζάρουν στο σκηνικό και να δρουν παράλληλα σε δεύτερα επίπεδα.
          Κι αυτό το καλούπι, γεμίζεται από τον Καπετανάκη με νέες ιδέες που εν μέρει το ανανεώνουν. Το σκάκι, που δεν θα έλεγα βέβαια ότι είναι ξένο με το κλίμα που προδιέγραψα, αλλά και όλες οι πτυχές της παθογένειας που οδήγησαν στο έγκλημα. Και φυσικά ο τεχνολογικός εξοπλισμός που έκανε δυνατό ένα έγκλημα μέσα σε κλειστό χώρο, όπως αυτό της δολοφονίας του ζεύγους της πλούσιας οικογένειας Πάλλα και δύο φίλων-τους. Στο νέο πνεύμα εντάσσω και τα αίτια που οδήγησαν στους φόνους, έξω από τις στενά διμερείς σχέσεις, έξω από το ιδιωτικό αλλά και έξω από το συνηθισμένο κοινωνικό, που μέχρι τώρα ήθελε την παραβατικότητα να απορρέει από οικονομικά ή πολιτικά αίτια.
          Μου άρεσε λοιπόν αυτό το στήσιμο, το πλαίσιο, το σκηνικό, αλλά και το υπόβαθρο που στηρίζει την επιφάνεια. Δεν μου άρεσε η εξιδανίκευση όλων των τύπων, από τον πανέξυπνο πρωταγωνιστή που παίζει σκάκι έως την πανέμορφη φίλη-του που δουλεύει για την αστυνομία. Δεν μου άρεσε και ο ερωτισμός που είναι τόσο βαρύς μέσα στο βιβλίο (όχι πορνογραφικός βέβαια) που το φτηναίνει. Κι αυτό γιατί όλα αυτά είναι προσωπικές επιλογές του συγγραφέα και όχι απορρέουσες αναγκαιότητες από την πλοκή. 

          Μπαίνω στο προκείμενο. Οι πλούσιοι Πάλλα αντιδιαστέλλονται με τους πλούσιους Μποργκομπά, των οποίων εξαφανίζεται το παιδί μαζί με μια άλλη κοπέλα. Έχουμε επομένως δύο διερευνήσιμους δρόμους, τις εξαφανίσεις και τις δολοφονίες. Η αστυνομία κινείται προς διάφορες κατευθύνσεις, ενώ παράλληλα ο σκακιστής πρωταγωνιστής δια-βαίνει μέσα στους κατοίκους, στους ξένους, στους καλλιτέχνες, στα παιδιά, στους πλούσιους που παραθερίζουν κι έτσι πιάνει τον σφυγμό μιας μικρής κοινωνίας που πάλλεται. Οι υποψίες και οι σκέψεις εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα σε ένα πεδίο που αλλάζει διαρκώς, σαν παρτίδα σκάκι, με πολλές προοπτικές και επιλογές. 


Αφού το διάβασα:
          Ο Καπετανάκης ξέρει να κρατά γερά τα πιόνια-του και να χαράζει δρόμους και ατραπούς. Ομολογώ ότι το τέλος με απογοήτευσε ως προς τον τρόπο με τον οποίο διαπράχθηκε το έγκλημα (λίγο ακραίο, λίγο απίστευτο), αλλά με έπεισε για την ευρύτερη δέσμη αιτιών, την ατμόσφαιρα που οδήγησε τους ενόχους στο έγκλημα, πέρα από τα παραδοσιακά κλισέ.

[Οι εικόνες που κοσμούν το κείμενό-μου, εκτός από τη φωτογραφία κορυφής που είναι δική-μου, ελήφθησαν από:  www.pinterest.com,  www.ebay.co.uk,  oliviasstyle.blogspot.com  και  www.star.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 27, 2016

“Όσα δεν σου είπα ποτέ” της Celeste Ng

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-3. Μια Ασιάτισσα στην Αμερική, που, μολονότι γεννήθηκε εκεί, βίωνε πάντα την επιφυλακτικότητα και την έμμεσα ρατσιστική συμπεριφορά. Κατά συγγραφέα και η ηρωίδα, που πεθαίνει, πυροδοτώντας την έρευνα.


Αμερικάνικος με άρωμα μπανάνα:

Celeste Ng
“Everything I never told you”
Νέα Υόρκη
2014

 
“Όσα δεν σου είπα ποτέ”
μετ. Μ. Μακρόπουλος
εκδόσεις Μεταίχμιο
2016

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; επειδή εμπιστεύομαι τον μεταφραστή Μιχάλη Μακρόπουλο. Από τότε που διάβασα τον “Ποταμό της μνήμης” του Ρίτσαρντ Πάουερς σε μετάφραση δική-του, πίστεψα στις επιλογές-του, πίστεψα ότι ξέρει τι σημαίνει καλή αμερικάνικη λογοτεχνία. Αν λοιπόν και τώρα δεν διαψευστώ, θα πειστώ απόλυτα για ό,τι μεταφράζει.  

Καθώς το διάβαζα:
           Τυπικά είναι ένα αστυνομικό: ξεκινά μάλιστα με τη φράση “Η Λίντια είναι νεκρή. Αλλά ακόμα δεν το ξέρουν”. Κι όντως μερικές σελίδες μετά η εξαφανισμένη δεκαεξάχρονη Λίντια βρίσκεται νεκρή στη λίμνη προς πένθος ολόκληρης της οικογένειάς-της, η οποία είναι διαφυλετική με πατέρα Κινέζο πανεπιστημιακό και μητέρα Αμερικανίδα. Ο Τζέιμς και η Μέριλιν έκαναν τρία παιδιά, τον μεγάλο Νέιθ(αν), τη Λίντια και τη μικρή Χάνα.
          Το πρώτο που παρατήρησα είναι η πολυεστιακή κάμερα που κινείται από πρόσωπο σε πρόσωπο και αποκαλύπτει τις ενδόμυχες σκέψεις-του. Ο Νέιθ λ.χ. ξέρει τα πάρε-δώσε της αδελφής-του με τον αλήτη Τζακ, αλλά ντρέπεται να πει τι ξέρει και δεν έκανε τίποτα, η μικρή Χάνα είδε τη Λίντια να φεύγει μέσα στη νύχτα, αλλά κι αυτή διστάζει να μιλήσει. Ώσπου βρίσκεται το πτώμα και όλοι ανακατατάσσονται στο οικογενειακό πεδίο, όπου ήδη υπήρχε προηγούμενο εξαφάνισης, της Μέριλιν, ενώ ο Τζέιμς μεγάλωσε με τον φόβο της ασιατικής-του καταγωγής, που τον έκανε εύκολο θύμα υπολανθάνοντος ρατσισμού.
          Το αστυνομικό είδος γρήγορα μετατρέπεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη σε κοινωνικό. Ο πατέρας μετά τον θάνατο το ρίχνει στη δουλειά, η μητέρα στις αναμνήσεις, ο Νέιθ σαν το λιοντάρι στο κλουβί δεν μπορεί να ησυχάσει. Ο θάνατος της Λίντια ήταν η πέτρα που ξεκίνησε κύκλους μέσα στη στάσιμη λίμνη: μέσω αναδρομών αναπλάθεται το παρελθόν των μελών της οικογένειας, τα αδιέξοδα και τις ανασφάλειές-τους. Η Μέριλιν είχε όνειρα, επιστημονικά και επαγγελματικά, αλλά εγκλωβίστηκε στην οικογένεια και δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεσμευτεί. Μια ευτυχής ! οικογένεια αποδεικνύεται ότι κρύβει πολλά μικρά βάσανα, ικανά κάποια στιγμή να αναποδογυρίσουν τη βάρκα της ηρεμίας-της.
          Σταδιακά, το παζλ συντίθεται κομμάτι κομμάτι. Η Λίντια ασφυκτιούσε σε ένα σπίτι όπου κατά βάση η μητέρα της μετέφερε σ’ αυτήν την προσωπική-της επιθυμία για σπουδές (γιατρός). Η μικρή αντιδρούσε παίρνοντας χαμηλούς βαθμούς π.χ. στη Φυσική και κάνοντας παρέα όχι με τα κορίτσια, όπως της υποδείκνυε ο πατέρας-της, αλλά με τον Τζακ, τον ξεβγαλμένο συμμαθητή-της. Η ασφυξία της μητέρας μεταφέρθηκε στην κόρη, ο πατέρας προσπαθεί κι αυτός να ξεφύγει από την οικογενειακή θηλιά, ο Νέιθ θέλει να γίνει αστροναύτης αλλά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά κι έτσι κι αυτός νιώθει το σπίτι πνιγηρό.
          Το αστυνομικής υφής αίνιγμα «ποιος σκότωσε τη Λίντια;» αφαιρεί όλα τα ρούχα-του (αστυνομικός, έρευνα, ύποπτοι κ.ο.κ.) και ενδύεται τον μανδύα της κοινωνικής ανατομίας, με ψυχολογικά προφίλ, διαπροσωπικές σχέσεις, ατμόσφαιρα πνιγμού…
           


Αφού το διάβασα:
          Δεν το θυμάμαι έντονα, αλλά ταυτόχρονα έμεινε η γεύση της ψυχολογίας και της κοινωνικής ανάδειξης θεμάτων όπως της οικογένειας και της ουσιαστικής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων.

[Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από:  weheartit.com,  cutie4,  www.veraiconapublishers.com,  reappropriate.com  και  the-toast.net]

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, September 24, 2016

“Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο” του Malcolm MacKay

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-2. Η σκληρή λογική του σκοτσέζικου υποκόσμου κάνει τη λογοτεχνία να παρακολουθεί τον ψυχισμό των ηρώων και να χτίζει αυτονόητους πύργους, πύργους με τετράγωνους συλλογισμούς και οξείες γωνίες.


Scottish Coffee:

Malcolm MacKay
“How a Gunman Says Goodbye”
2013

 
“Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο”
μετ. Α. Τριμπέρη
εκδόσεις Πόλις
2016

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Αυτό που με κάνει να διαβάζω (“Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ” το 2014) και να ξαναδιαβάζω τον Σκοτσέζο συγγραφέα δεν είναι η αστυνομική πλοκή και η νουάρ ατμόσφαιρα, δεν είναι η Σκωτία και ο υπόκοσμός-της, δεν είναι η νύχτα και το παρασκήνιο του οργανωμένου εγκλήματος, δεν είναι οι γλαφυρές περιγραφές και οι κοφτοί διάλογοι, δεν είναι η στρωτή αφήγηση και η απρόσκοπτη ανάγνωση, δεν είναι η βία και το συμφέρον που κάνουν τον άνθρωπο στυγνό και αδίστακτο… Δεν είναι όλα αυτά που σε αντικειμενικές συνθήκες θα καταξίωναν το μυθιστόρημα, δεύτερο μέρος μιας τριλογίας hard noir και σκληρού πόκερ. Είναι και κάτι ακόμα, που το περιμένεις.

Καθώς το διάβαζα:
Ναι, ο MacKay πετυχαίνει όντως όλα τα παραπάνω, ξέρει να αφηγείται ισορροπημένα, φέρνει τον αναγνώστη στο σκοτεινό παρασκήνιο του σκοτσέζικου υποκόσμου με πληρωμένους εκτελεστές και μεγαλομαφιόζους, με ντίλερ ναρκωτικών και μπράβους, με σιωπηλούς οδηγούς και μεροκαματιάρηδες νυκτόβιους. Ο κόσμος του συγγραφέα είναι εξ αρχής ρεαλιστικά και ωμά φτιαγμένος, ώστε να μην αφήνει περιθώρια για αυταπάτες, αφού το οικονομικό διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο για να μείνουν ζωντανοί όσοι στέκονται, θέλοντας και μη, εμπόδιο στα μεγάλα σχέδια των νονών της νύχτας.
Το πιο πρωτότυπο και ιδιαίτερο της γραφής του MacKay είναι αυτός ο “ψυχολογικός ρεαλισμός” που διέπει όλα τα κεφάλαια. Τα πράγματα παρουσιάζονται από τη σκοπιά όλων των συμμετεχόντων στη δράση, αλλά όχι ακραία υποκειμενικά και παρορμητικά, μα με την ύψιστη αληθοφάνεια που στηρίζεται στην αυτονόητη σκοπιά με την οποία ο καθένας σκέφτεται. Σχεδόν όλοι σαν σκακιστές υπολογίζουν ψυχρά τα δεδομένα, εκτιμούν κινήσεις και λόγια, ξέρουν πολύ καλά τι συμβαίνει στο πεδίο της δράσης-τους και εκλαμβάνουν καθετί με τη μέγιστη “αντικειμενικότητα”. Έτσι, δεν υπάρχουν περιθώρια για κουτσές… εκτιμήσεις, για απρόβλεπτες κινήσεις, για μια παρτίδα που δεν σέβεται τους άρρητους νόμους του υποκόσμου, της επιφυλακτικότητας και της δεδομένης πορείας των πραγμάτων.

Έγραφα πριν από περίπου έναν χρόνο για το προηγούμενο έργο του MacKay που μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Τριμπέρη: “Η στάση [των χαρακτήρων] παρουσιάζεται σαν το αυτονόητο αποτέλεσμα του ρόλου-τους: με άλλα λόγια ό,τι κάνουν και ό,τι σκέφτονται, σκοπεύουν, αισθάνονται, πράττουν είναι το φυσικό επακόλουθο της θέσης-τους πάνω στη σκακιέρα των νυχτερινών εργασιών, του υποκόσμου και της λογικής-του. Καθένας, από τον θύτη που είναι συνεχώς στο προσκήνιο μέχρι το υποψήφιο θύμα που παρακολουθείται διακριτικά, λειτουργεί βάσει των άγραφων νόμων, οι οποίοι φανερώνονται καθώς φανερώνεται και ο ρόλος του καθενός. Από το ειδικό, τα πρόσωπα, μέχρι το γενικό, ο σκοτεινός κόσμος μιας παράλληλης πόλης, κι από τα επιμέρους στο σύνολο”.
Στο “Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο” ο Φρανκ Μακλίοντ, το πρώτο όνομα στον χώρο των εκτελεστών, γυρίζει μετά από έναν τραυματισμό και αναλαμβάνει μια νέα δουλειά για τον Τζέιμσον, αλλά αποτυγχάνει. Το αφεντικό-του στέλνει τον Κάλουμ να τον σώσει και τελικά όντως τον γλιτώνει από τα χέρια της αντίπαλης μαφίας. Ο Κάλουμ, ήρωας και του προηγούμενου μυθιστορήματος, είναι το ανερχόμενο αστέρι που παρότι νέος κερδίζει σε φήμη για τον προσεκτικό τρόπο με τον οποίο ενεργεί. Το ζητούμενο πλέον είναι πώς θα τηρηθούν οι ισορροπίες καθώς ο Τζέιμσον είναι σχεδόν πεπεισμένος ότι ο Φρανκ έχει ξοφλήσει αλλά δεν θέλει να τον πετάξει στο περιθώριο, ενώ ακόμα δεν εμπιστεύεται απόλυτα τον Κάλουμ.

Αφού το διάβασα:
Αν ο Κάλουμ ήταν ο κεντρικός χαρακτήρας στο “Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ”, εδώ είναι ο Φρανκ ΜακΛίοντ. Εκεί ο ψυχισμός και ο στυγνός τρόπος σκέψης του Κάλουμ έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο, εδώ ο ψυχισμός ενός πενηνταπεντάρη εκτελεστή που τίθεται στο περιθώριο κερδίζει την πρωτοκαθεδρία και μας αναγκάζει να παρακολουθούμε όχι την ψυχολογία ενός αρπακτικού σε ενέδρα αλλά ενός παροπλισμένου που κινδυνεύει. Και το τέλος έρχεται φυσικά, σαν αρχαία τραγωδία…

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 5/7/2016. Εδώ εικονοστολίζεται με υλικό που βρήκα στα:  www.dailyrecord.co.uk,  crazygrunch.skyrock.com,  iconsoffright.com,  tribune.com.pk  και  encodefilm.blogspot.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 20, 2016

“Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών” του Δημήτρη Μαμαλούκα

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-1. Πώς δένει η τρομοκρατία του 1979 με το σήμερα, πώς η πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, πώς τα αγνοημένα πρόσωπα μιας διεθνούς φήμης οργάνωσης με την πορεία-τους μέσα στον χρόνο;


Cappuccino με σαντιγί:

Δημήτρης Μαμαλούκας
“Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών”
εκδόσεις Κέδρος
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο Μαμαλούκας είναι εγγύηση για τη γερή αστυνομική-του πλοκή και τις σφιχτοδεμένες ιστορίες-του. Επιπλέον, τώρα ένα έργο με πολιτικό πρόσημο, βγαλμένο από τις ταραγμένες δεκαετίες της αριστερής τρομοκρατίας στην Ιταλία είναι σίγουρα ένα δέλεαρ για μια καλή ανάγνωση.

Καθώς το διάβαζα:
          Το θέμα της τρομοκρατίας, είναι αλήθεια, δεν έχει απασχολήσει σε βάθος και εύρος την ελληνική λογοτεχνία. Πρόσφατα εκδόθηκε μάλιστα μια μελέτη της Βασιλικής Πέτσα, όπου αναλύονται οι εμφανίσεις της τρομοκρατίας στην ελληνική και στην ιταλική πεζογραφία και αναδεικνύονται οι τρόποι με τους οποίους έχει περάσει το φαινόμενο στον κόσμο αλλά και στους συγγραφείς. Αυτή η ένωση ελληνικών και ιταλικών περιπτώσεων συναντάται σε έναν Έλληνα πεζογράφο που γράφει όμως για τις ιταλικές τρομοκρατικές οργανώσεις.
          Πώς μπορεί κανείς να πραγματευθεί ένα θέμα με τεράστιο δημοσιογραφικό και πολιτικό ενδιαφέρον, όπως τη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών και πιο συγκεκριμένα τη δολοφονία του επιχειρηματία Τζανπιέρο Ντε Σάντις στις 20 Μαρτίου 1979 από τον πυρήνα “Φραντσέσκο Λορούσο” της εν λόγω οργάνωσης;
          Ο Μαμαλούκας, αν και ξεκινά με την εξιστόρηση του φόνου, συνεχίζει στα 2007, όταν εξαφανίζεται ο φοιτητής Αλεσάντρο Φοντάνα, που έγραφε την πτυχιακή-του με θέμα τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο άτυπος ντετέκτιβ Γκάμπι με βοηθό τον ελληνοϊταλό αφηγητή ονόματι Νικόλα Μιλάνο. Έτσι, μόνο μια μικρή αναφορά στο θέμα της μελέτης-του προϊδεάζει για το πολιτικό διακύβευμα του έργου και το παρασκήνιο της εξαφάνισης. Η σύνδεση σύγχρονης υπόθεσης με το ιστορικό παρελθόν είναι μια πολλά υποσχόμενη βάση να χτιστεί ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα.
          Ο συγγραφέας δεν παύει να χρησιμοποιεί τα μοτίβα-μανιέρες-του (Ιταλία, ωραίες ποθητές γυναίκες και ερωτιάρηδες άνδρες, ακριβά μοντέλα αυτοκινήτων, βιβλιοφιλία), αλλά αυτά δεν αφήνονται να κυριαρχήσουν: η Ιταλία συνδέεται με την ακροαριστερή τρομοκρατία, οι γυναίκες δεν αποβαίνουν μοιραίες, τα αυτοκίνητα δεν περιγράφονται σε έκταση. Κι από εκεί και πέρα η αφήγηση καθηλώνει τον αναγνώστη, ο οποίος ξενυχτά, όπως εγώ έκανα μια νύχτα για να τελειώσω το βιβλίο. Στρωτή γραφή που δεν προσκρούει σε κενά, σκηνές ζωντανές, αλληλουχία νοημάτων και γεγονότων, από τη μέση και μετά ραγδαίες καμπές και αιφνίδιες εξελίξεις. Έτσι, ο Μαμαλούκας αποδεικνύει ότι παραμένει ένας ικανότατος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, της λογοτεχνίας εκείνης που στηρίζεται στο μυστήριο και στην ταχύτητα των ανατροπών, ένας επιδέξιος χειριστής της αφήγησης, όπου όλα πρέπει να μοντάρονται σαν μηχανισμός ρολογιού.
          Το κείμενο μοιάζει λίγο με την “Απαγωγή του εκδότη”: πάλι μπλεγμένος ένας συγγραφέας και πάλι μια σπηλιά προσφέρει υποτίθεται βέβαιο θάνατο. Φυσικά, και ευτυχώς, το υπόλοιπο στήσιμο είναι διαφορετικό, εξίσου έξυπνο, που αποζημιώνει όποιον ψάχνει μια καλογραμμένη σπουδή ενός αινίγματος και μια ατμόσφαιρα θρίλερ, ειδικά όταν ο Νικόλα Μιλάνο προσπαθεί μέσα στην παραζάλη-του να σωθεί στην καταβόθρα όπου τον έριξε ο δολοφόνος.
          Το γεγονός βέβαια ότι η ταχύτητα υπερτερεί της γλώσσας και της στοχαστικής αφήγησης οδηγεί σε μια διάκριση που κάνει το ίδιο το βιβλίο σε δύο μάλιστα σημεία: αυτήν μεταξύ της λογοτεχνικής και της “αστυνομικής” αξίας ενός μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας, θαρρώ, εννοεί ότι ένα πράγμα είναι η αισθητική ποιότητα κι άλλο η περιπετειώδης και μυστηριώδης υφή, αν και θα ήταν καλό αυτά τα δύο να συνδυάζονται. Τα περισσότερα κείμενα του Μαμαλούκα διακρίνονται έντονα από την “αστυνομική” αξία-τους, με σασπένς και δράση, με ανατροπές και πολύ γερή πλοκή, αλλά υστερούν σ’ αυτό τα βαθύτερο υπόστρωμα που θα τα εκτόξευε σε κάτι άλλο. Αυτό ίσως το πέτυχε σε ένα βιβλίο-του που δεν είναι αστυνομικό, στο “Ένα κορίτσι που το λένε Φίνι”, το οποίο θεωρώ ότι είναι το καλύτερό-του, αφού η όλη ένταση μετουσιώνεται σε λογοτεχνική μαγεία.

Αφού το διάβασα:
          “Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών” είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα, όπου η δουλειά του συγγραφέα αποζημιώνει τον αδηφάγο αναγνώστη. Αστυνομικό μυστήριο, σκηνές θρίλερ, αγωνία, εναλλαγές στην κάμερα, αφηγηματική φόρα, ποικιλία οπτικών γωνιών, γενικότερα κινηματογραφική γραφή που τρέχει στην κατηφόρα μέχρι τέλους. Η πολύ εύστοχη και πετυχημένη στην πράξη επιλογή να παρουσιαστούν τα άγνωστα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών με μυθιστορηματικό τρόπο και να εξιχνιαστεί η δράση-τους, μετά από είκοσι χρόνια, δίνει τη συνταγή για ένα θεσπέσιο ανάγνωσμα.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στην In2life στις 6/9/2016 και εδώ στολίζεται με εικόνες από:  en.wikipedia.org,  it.wikipedia.org,  movieplayer.it,  www.clickatlife.gr,  www.cavelocator.com  και www.jpolidori1.altervista.org]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 19, 2016

Μ’ ένα αστυνομικό ξεχνιέμαι…



1.     Σεζ-λονγκ θαλάσσης και ελαφρύ αεράκι. Ήσυχη ώρα μετά το μπάνιο, ανέμελη, ειδυλλιακή, με έναν ρεμβασμό στο βλέμμα και διάθεση να μην κάνω τίποτα. Στα χέρια-μου ένα αστυνομικό μυθιστόρημα,

“Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών” του Δημήτρη Μαμαλούκα

για να απασχολώ ράθυμα τον νου-μου.

2.     Μεσημιανός υπνάκος στον καναπέ, μετά το φαγητό, στομάχι σε εγρήγορση, μυαλό σε αποβλάκωση, ώρες νεκρές που θέλεις να τις αφήσεις να σε νανουρίσουν. Στα χέρια-μου ένα χαλαρό ανάγνωσμα, το

“Όσα δεν σου είπα ποτέ” της Celeste Ng

3.     Καρέκλα σκηνοθέτη στη βεράντα, σκιά, καλοκαιρινό απόγευμα, ώρα για ψυχαγωγία, διασκέδαση αλλά και σκέψη, πνευματική εγρήγορση αλλά και διάθεση για ταχύτητα και καλπασμό. Στο τραπεζάκι δίπλα στο ποτήρι του φραπέ, το

“Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο” του Malcolm MacKay


4.     Πολύ χουζουρέψαμε, καιρός να ανέβει λίγο η αδρεναλίνη, να δούμε τη ζωή στη δύσκολη ώρα-της, να παίξουμε με τα νοητικά παιχνίδια και την νησιώτικη ατμόσφαιρα. Στα χέρια-μου το

“Ας πέσουμε” του Δημήτρη Καπετανάκη

5.     Ταξίδι με το ΚΤΕΛ, ώρες χαμένες σε τοπία γνώριμα, ρυθμικό πάνω κάτω των τροχών, οι άλλοι ψιλοκοιμούνται ή παίζουν με το κινητό-τους κι εγώ να κρατώ το

Οι χαρισματικοί του Marcus Sakey

για να βλέπω δίπλα στο κατασκοπικό στόρι και μια προβληματική με διλήμματα και σκέψεις.

        6.     Αεροπλάνο με την ασφυξία του κλειστοφοβικού χώρου να σε πνίγει, με τη διαδρομή να σε βαραίνει, αναζητάς μια ελληνική φωνή ανάμεσα σε ξένους. Στα χέρια-μου το

“Στο πίσω κάθισμα” της Ευτυχίας Γιαννάκη

ευχάριστη έκπληξη που δεν την είχα διακρίνει από πριν, αλλά διαβάζοντάς-την την ξεχώρισα για το στιβαρό γράψιμό-της.

Σκηνές από ένα καλοκαίρι στο οποίο γυρίστηκαν μερικά δυνατά (ράθυμα) πλάνα με βιβλία και ξεκούραση, πλάνα τα οποία θα προβληθούν Προσεχώς!


Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, September 15, 2016

“Έχων σώας τας φρένας” του Αργύρη Χιόνη

Ο συγγραφέας προειδοποιεί: “τρελές ιστορίες”, ανάμεσα στην ορθοφροσύνη και την παραφροσύνη, που αφήνει κληρονομιά στα έπιπλα, νοιάζεται για τη γάτα-του, σκέφτεται σαν γυναίκα τη σόμπα-του.



Ελληνικός γλυκός:

Αργύρης Χιόνης
“Έχων σώας τας φρένας”
εκδόσεις Κίχλη
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; επειδή ο Χιόνης είναι ένα όνομα στη διηγηματογραφία που έχει μείνει στον νου-μου ως κάτι άξιο, ως κάτι μεγάλο, αλλά και επειδή η προηγούμενη συλλογή-του με τίτλο “Το οριζόντιο ύψος” μου είχε αφήσει προ μερικών ετών πολύ καλές εντυπώσεις.

Καθώς το διάβαζα:
          Η πρώτη εντύπωση, καθώς μπήκα στα διηγήματα της συλλογής, ήταν σφιγμένη. Ένα χαλαρό τέμπο, πολύ υποδόριο χιούμορ, μια σκανδαλιά σε κάθε παράγραφο, μια λοξή ματιά που κλείνει το μάτι στο παραμύθι, στον μύθο κ.ο.κ. Τα δύο πρώτα διηγήματα με άφησαν αμφίθυμο, αμήχανο, με την εύκολη γραφή και το παιχνιδιάρικο ύφος. Στο τρίτο κείμενο είδα πίσω από το μειδίαμα του συγγραφέα τη βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία, που κρύβεται πίσω από το σεντόνι της θυμηδίας.
          Έτσι, αναγνώρισα δύο επίπεδα που κινούνται παράλληλα αλλά σε πολλά σημεία διασταυρώνονται.
          Από τη μία, είναι αυτό το ευτράπελο ύφος, που χαλαρώνει την ανάγνωση, που την κατεβάζει σε παιγνιώδη επίπεδα. Ένας “γεράκος”, πριν από τον θάνατό-του, σκαρώνει σκανταλιές, παίζει με την αφήγηση, κάνει γκριμάτσες στη ζωή και στον θάνατο, χαμογελά στα σοβαρά, για να διασκεδάσει το βάρος-τους, λιμάρει τα λόγια για να μη δείχνουν το τραγικό, τον φόνο, την προδοσία, κινείται στην Ιστορία και στον μύθο, φτιάχνει λογοτεχνικούς θρύλους, αλωνίζει διακειμενικά παρωδώντας, παίζοντας, γελώντας…  Στα διηγήματα του Χιόνη βρίσκουμε την παρωδία άλλων κειμενικών ειδών, το χιούμορ, μερικές φορές σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό, την ανατροπή κ.ο.κ.
          Από την άλλη, φαντάζομαι –πεισμένος και από το οπισθόφυλλο- ότι πολλά από τα θέματά-του είναι βαριά, αφού αναφέρονται στον θάνατο, στην παντοδυναμία του έρωτα, την εξαιτίας του γήρατος εξασθένισης του σώματος, της αγωνίας για την απώλεια του γενετήσιου ενστίκτου, την αφαίρεση της ζωής, τη συμβίωση με κάποιο ζώο κ.ο.κ. Κατά δήλωση του συγγραφέα, όλα αυτά δεν πέπτονται εύκολα και γι’ αυτό δεν τα πραγματεύτηκε με το σοβαρό ύφος που θα μπορούσε.

Αφού το διάβασα:
          Καταρχάς, μου φαίνεται ότι ο συνδυασμός του ευτράπελου και παρωδιακού με τα σοβαρά, βαριά θέματα δεν απέδωσε απόλυτα τους αναμενόμενους καρπούς. Τα θέματα δεν αποφορτίστηκαν από το φορτίο-τους αλλά εξαερώθηκαν σε κωμικές εκδοχές της ζωής, χωρίς το βάρος ενός πιο  μεστού προβληματισμού. Προτιμώ να βλέπω στα κείμενα όλο το σκανδαλιάρικο ύφος και τρόπο του Χιόνη, που θέλησε να παίξει με τα είδη των κειμένων, με τις συνταγές, με τα στερεότυπα, να μεταμοντερνίσει –χωρίς να έχει κάτι εναντίον του μεταμοντερνισμού!- παρά να γράψει με το σοβαρό ύφος με το οποίο τον γνώρισα. Νομίζω ότι, επειδή είχα προϊδεαστεί για τη σύζευξη σοβαρού θέματος με ανάλαφρη μορφή, δεν αφέθηκα να χαρώ το χιόνιο παιγνίδισμα.
          Σταδιακά κι όσο καθίζει η ανάγνωση, συνειδητοποιώ ότι η γραφή του Χιόνη είναι αυτό το ευτράπελο, χωρίς δεύτερες συνάψεις. Συνειδητοποιώ τη δύναμη του διηγήματος: μπορεί να περάσει απλά ό,τι φιδοσέρνεται στην ψυχή του συγγραφέα και να το αποδώσει λοξά, πλάγια, τεθλασμένα, υπόγεια και υποδόρια, συγκινητικά πίσω από τα χαμόγελα και την τρέλα. Συνειδητοποιώ ότι το ζώο που εμφανίζεται συχνά στα διηγήματα του κατά βάση ποιητή είναι ένα μυθοπλαστικό υποκατάστατο, που αξίζει να διαβαστεί ως συμ-πρωταγωνιστής. [Μόλις διάβασα και την κριτική της Μαρούτσου, που πλησιάζει με πολύ σεβασμό τον Χιόνη].  
          Τέλος, η έκδοση, αν και προέρχεται από τα χέρια της εκδότριας της «Κίχλης» Κριτσέλη, ικανότατης, σχολαστικής με την καλή έννοια, προσεκτικής και επιμελούς, εδώ έφτασε σε έναν κυκεώνα, που μπερδεύει τον αναγνώστη. Κείμενα, σημειώσεις, κόντρα σημειώσεις, ημιτελή κείμενα, επίμετρο, νέες σημειώσεις τέλους… Θα προτιμούσα μια δομή που να μπορεί να την παρακολουθεί ο αναγνώστης –π.χ. κάποιες σημειώσεις θα ήταν καλύτερο να είναι υποσημειώσεις.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι παρμένες από:  www.iefimerida.gr,  www.lifo.gr,  www.newsbeast.gr,  pasavant.blogspot.com  και  mikroimegaloi.gr]

          Εις μνήμην Μάρης Θεοδοσοπούλου
και Παντελή Καλιότσου
Πατριάρχης Φώτιος   

Sunday, September 11, 2016

“Νεαρό άσπρο ελάφι” του Χρήστου Χωμενίδη

Δύο τρόπους έχει ο Χωμενίδης να προσεγγίζει την πραγματικότητα, ή να την πλάθει: με τον ειρωνικό τρόπο της ανατροπής και με τον πολιτικό τρόπο της ερμηνείας. Συχνά τα κάνει και τα δύο.


Καπουτσίνο με σαντιγί:

Χρήστος Χωμενίδης
“Νεαρό άσπρο ελάφι”
εκδόσεις Πατάκη
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο Χωμενίδης είναι ένας εξαιρετικός παραμυθάς, ένας χειμαρρώδης αφηγητής, ένας μαέστρος της μυθιστορηματικής ροής. Κι όταν αυτό μπει στην υπηρεσία μιας σοβαρής αντιμετώπισης του θέματός-του, τότε κάνει θαύματα, μικρά και μεγάλα. Όταν όμως το αφήσει ασύδοτο να ξεχύνεται χωρίς φρένο, γίνεται ευτελές και ανούσιο. Τι θα δούμε λοιπόν;

Καθώς το διάβαζα:
          Το νέο-του μυθιστόρημα ξεκινά, αφήνοντας μεγάλες προσδοκίες. Ο παροπλισμένος συγγραφέας Μηνάς Αβλάμης ζει νωχελικά στην Κέρκυρα, μακριά από τη βαβούρα της πρωτεύουσας και τις δημόσιες σχέσεις της πρότερης συγγραφικής-του ζωής. Ώσπου δέχεται μια απροσδόκητη πρόσκληση να παρευρεθεί στην Κυδωνία, πόλη της Μακεδονίας, όπου διοργανώνεται μια τιμητική βραδιά (και άλλα πολλά) προς τιμή-του. Αφήνει θέλοντας και μη την ερωμένη-του Θάλεια, γυναίκα του δικηγόρου Κουτούζη, ο οποίος έχει σε κλινική στα Γιάννινα μια παραπληγική κόρη, και πετάει για την Κυδωνία. Ως εδώ το δέσιμο της αφήγησης, τα γεγονότα και οι χαρακτήρες προοιωνίζονται μια δυνατή πλοκή, που θα συναρμόσει το συγγραφιλίκι με την ράθυμη ζωή και μερικές τραγωδίες με ήπιο βλέμμα.
          Μόλις όμως αφήσουμε την Κέρκυρα και τα Γιάννινα και βρεθούμε στην Κυδωνία, αρχίζει ένας κυκεώνας τραγελαφικών σκηνών: από τον πλούσιο δήμαρχο Παύλο Παύλου του Παύλου, που σαν κοάλα περιφέρεται νεοπλουτίστικα και ελέγχει τη ζωή στην πόλη, μέχρι τους πλείστους κατοίκους-της, άνδρες και γυναίκες, που βλέπουν τον Αβλάμη με θαυμασμό. Από αυτό το σημείο και εξής ο Χωμενίδης ξαναβάζει τα παπούτσια που φορούσε στον “Κόσμο στα μέτρα-του” και ξαναθυμάται ό,τι είχε ξεχάσει στη “Νίκη”: συνεχής τραγικοκωμωδία, μικρά και μεγάλα παράδοξα, ένα υποδόριο χιούμορ που συχνά βγαίνει στην επιφάνεια και ανατρέπει ό,τι έχει χτιστεί μέχρι τότε, χαρακτήρες-καρικατούρες, κίτρινα κοστούμια και κιτς σκηνικά… Ο συγγραφέας, εκούσια φαντάζομαι, αφήνεται στο ρεύμα της ατιθάσευτης σάτιρας, της σπουδαιογελοίας κριτικής, των φαρσικών επεισοδίων, αφήνοντας τον αναγνώστη να αντιληφθεί το “γιατί”.
          Κι αυτό το “γιατί”, όσο και αν παίρνει απάντηση, υποβαθμίζεται με τον τρόπο γραφής στον οποίο παρασύρεται ο πεζογράφος.
          Το “γιατί” φαίνεται να εξηγείται από τη διάθεση του Χωμενίδη να καταδείξει την απίστευτη απαξίωση που τρέφει η ελληνική κοινωνία για τους διανοούμενούς-της. Τους σοβαρούς τους υποβαθμίζει και τους ασόβαρους τους επιζητεί σαν γλάστρες στα σόου-της, σαν φλούδες σοκολάτας στην τούρτα-της, σαν αξιοσέβαστο γελωτοποιό στα πάρτι-της. Το βιβλίο γίνεται έτσι ένα αξεσουάρ που τους θέτει στο κέντρο, με τις ιστορίες που περιέχονται σ’ αυτό ή με ιστορίες που συνοδεύουν τον δημιουργό-του εν είδει πιπεράτου καρυκεύματος. Η εξουσία χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία σαν ακριβό γουναρικό.
Ή μήπως ο Χωμενίδης εστιάζει στον άνθρωπο-τίποτα που γίνεται κάτι, μέσω αμφιλεγόμενων τρόπων συγγραφής και management και κατόπιν εισπράττει τα επίχειρα της “δόξας”-του; Αυτός που “στο πανελλήνιο πανηγύρι της ματαιοδοξίας, αυτός δεν ήταν παρά ένας ευσυνείδητος οπερατέρ” γράφει βιογραφίες για τα κονομήσει, ενώ παράλληλα γράφει και λογοτεχνία! Αυτός, ενώ φαινομενικά δεν θέλει πλέον πολλά πολλά με τη δημοσιότητα, στην ουσία καλοκοιτάζει τις τιμές, τις ωραίες γυναίκες που τον θαυμάζουν και τους προβολείς της κοινωνίας που είναι ριγμένοι πάνω-του.
Ασχέτως ερμηνείας, ο Χωμενίδης γράφει μια υπερβολή, τραβηγμένη όπου μπορεί από τα μαλλιά, παραγεμισμένη με ευτράπελα και ξεχειλωμένα συμβάντα, παραφουσκωμένη ώστε να μην μπορεί να χωρέσει στη συνείδησή-μας. Παραδείγματος χάριν, ο αναγγελθείς θάνατος του Αβλάμη είναι το αποκορύφωμα, αναληθοφανής και αιωρούμενος, ακραίος αφηγηματικά και καρτουνίστικος, γελοιογραφικά αποδοσμένος και σκηνοθετημένος σαν σε αμερικάνικη κομεντί. Κι εκεί συρράπτονται τα διάφορα επεισόδια της ζωής του Αβλάμη με τους πρωταγωνιστές-τους να ξαναβρίσκονται στο τιμητικό δείπνο, εκεί συρράπτονται αλήθειες και ψέματα, αναμνήσεις και προδοσίες. Η εκδίκηση απέναντι σε έναν συγγραφέα που ζει εις βάρος των άλλων και που γράφει … “επί πτωμάτων” μετουσιώνεται σε μια ευμεγέθη φάρσα!

Αφού το διάβασα:
Τελικά, ο Χωμενίδης πετά τον συγγραφέα-ήρωά-του στο κλουβί με τα λιοντάρια κι, αφού τον αφήνει να τον γελοιοποιήσουν, τον κρεμά στην εκδίκησή-τους για τη μετριότητά-του. Και το κάνει αυτό επειδή τον θεωρεί δραπέτη της ζωής, αφού τη χρησιμοποιεί, όπως και τους ανθρώπους-της, για να δημιουργήσει, ενώ ποτέ δεν ανέλαβε μέχρι τέλους τις ευθύνες-του. Η ιδέα μοιάζει δυνατή, αλλά, όταν τη περιλούζει με ένα σωρό κιτς μπιχλιμπίδια, χάνει κάθε γεύση, χάνει κάθε ουσία. 

[Οι εικόνες της ανάρτησης αντλήθηκαν από:  www.thenervousbreakdown.com,   www.tigerwires.com,  disney.wikia.com,   everything.plus,  www.salon.com,  www.newsbomb.gr,  lolanaenaallo.blogspot.com  και www.gettyimages.com]

Εις μνήμην Μάρης Θεοδοσοπούλου
και Παντελή Καλιότσου







Πατριάρχης Φώτιος