Εξελίσσονται οι συγγραφείς; Από έργο σε έργο μαθαίνουν τον εαυτό-τους και κλιμακωτά ωριμάζουν; Ή αντίθετα εμμένουν σε μια μανιερίστικη γραφή, διαμορφωμένη εν πρώτοις και απαράλλακτη εν πολλοίς στα υπόλοιπα κείμενά-τους;
“Η αρρώστια των βουνών”
εκδόσεις Πατάκη
2009
Με το τελευταίο βιβλίο της Κολλιάκου ανακάλυψα ποια σχέση έλξης και άπωσης με κρατάει κοντά-της/μακριά-της. Ξεκίνησα πάλι αυτή τη συλλογή από νουβέλες έχοντας γενικά καλή γνώμη για τη συγγραφέα, αλλά και μια διάθεση να κρατηθώ μακριά από ένα ακόμα έργο της. Μια δόση ανίας, μια δόση αργής δράσης και πολλής (γυναικείας) ψυχολογίας, μια στατικότητα που με αποθάρρυνε και με αποθαρρύνει ακόμα. Τελικά τι με κέρδισε; Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Νουβέλα νο. 1 «Νούφαρο»: διήγημα για προθέρμανση με τον φιλοξενούμενο φίλο να ξεφυλλίζει κρυφά το ημερολόγιο της οικοδέσποινας.
Νουβέλα νο. 2 «Λωτός»: νουβέλα με άξονα την προετοιμασία της αφηγήτριας να γεννήσει. Στην ιστορία περιπλέκονται οι γονείς που παρεμβαίνουν, ο δικός-της που παρευρίσκεται και υπομένει και περισσότερο η φίλη-της στην ομάδα ανώδυνου τοκετού που δεν έχει σύζυγο, αλλά μια γυναίκα παρτενέρ. Πολύ δουλεμένο έργο με επίκεντρο την ψυχολογία της μέλλουσας μητέρας, ειδικά όταν πρόκειται για λεσβία που αποφάσισε να τεκνοποιήσει.
Νουβέλα νο. 3 «Η θλίψη είναι σουηδική»: δυο ζευγάρια με ένα παιδί το καθένα. Μια κοινή εκδρομή και η αντίθεση μεταξύ τους ενός που θέλει ένα ακόμα παιδί και δεν μπορεί και του άλλου που μπορεί και δεν θέλει. Οι διασταυρούμενες σχέσεις εγκυμονούν πολλές μύχιες εντάσεις.
Νουβέλα νο. 4 «Η αρρώστια των βουνών»: μια επίσκεψη στον οδοντίατρο φέρνει στο προσκήνιο των σκέψεων της αφηγήτριας τη διδασκαλία δημιουργικής γραφής και τον μαθητή-της Μάρκο, το διήγημά του για την Ινδία, το μπλέξιμο ανάμεσα στον ερώμενο συνάδελφο και τον λιμπιζόμενο φοιτητή…
Δύο πράγματα με απωθούν σε τέτοιου είδους γραφές:
Πρώτον, η αυτοβιογραφική παρτιτούρα που διέπει διάφορα έργα με κάνουν πολύ επιφυλακτικό στο κατά πόσο μπορεί η συγγραφέας να ξεφύγει από τον κλειστό-της χώρο, όπως συμβαίνει σε κάθε άνθρωπο, και να πάψει να αντιγράφει, να μετασχηματίζει, να διασκευάζει στιγμιότυπα της ζωής-της. Έχω την εντύπωση (κι ελπίζω να μην χαρακτηριστώ σεξιστής) ότι οι γυναίκες επιλέγουν ή αναγκάζονται από την ιδιοσυγκρασία-τους να επιλέξουν να γράψουν για γεγονότα ή συναισθήματα της ατομικής, οικογενειακής, βιωμένης ζωής-τους.
Δεύτερον, είναι πάλι αποθαρρυντικό αυτό που ονομάζω «γραφή σημειωτόν», εφόσον σε κάθε-της κείμενο η δράση είναι αργή έως αδιάφορη και η ψυχολογία των προσώπων, οι σκέψεις-τους, η οπτική-τους στα συμβάντα κυριαρχούν. Είναι μια εσωτερική γραφή που κάνει κύκλους, φέρνει και ξαναφέρνει στο προσκήνιο τα ίδια πράγματα, σαν την ψυχολογία της γυναίκας που δεν αρέσκεται στην πλοκή αλλά στην ατμόσφαιρα, τον εσωτερικό ειρμό της ψυχής-της. Βάζω μέσα και τον εσωτερικό μονόλογο, στοιχείο αγγλοσαξονικό που το βλέπω σε πολλές συγγραφείς που γαλουχήθηκαν στη Γηραιά Αλβιόνα, όπως η Κολλιάκου, η Μαντόγλου, η Γιαννακάκη, η Δημητρακάκη κ.ο.κ.
Τελικά όμως τι είναι αυτό που με πείθει για την αξία της πεζογράφου; Το παράδειγμα της τελευταίας και μεγαλύτερης νουβέλας θα δείξει τι εννοώ. Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο κείμενο, στο οποίο η “βασική” ιστορία εξελίσσεται στο οδοντιατρείο, όπου γίνονται εργασίες σε δόντια και ούλα. Παράλληλα, η αφηγήτρια-ηρωίδα ανιστορεί τη συνάντησή-της με τον Μάρκο, φοιτητή-της στο μάθημα δημιουργικής γραφής, ο οποίος έχει καταθέσει ένα διήγημα με τίτλο “Η αρρώστια των βουνών” (τριπλός εγκιβωτισμός), το οποίο αναφέρεται σε ένα μυθοπλαστικό ταξίδι στην Ινδία. Η σύντομη αυτή περίληψη της ιστορίας έγινε για να δείξω πόσο διαφορετικά επίπεδα δράσης συνδυάζονται και εναλλάσσονται, πόσο ποικίλες διαθέσεις και σκέψεις αλληλοδιαπλέκονται μέσα στο κυκλικό σχήμα της εξέλιξης της νουβέλας.
Η Κολλιάκου καταφέρνει να πλάσει ένα κείμενο κισσό, όπου κάθε πλευρά του αναρριχάται ελισσόμενη πάνω στην άλλη κι όλες μαζί ανεβαίνουν σταδιακά μέχρι το τέλος. Αυτή η πολυβόστρυχη κατασκευή δυσκολεύει την ανάγνωση, αλλά ταυτόχρονα την κάνει πιο εσωτερική (πέρα από την εξωτερική δραματικότητα). Γι’ αυτό για άλλη μια φορά έκλεισα το βιβλίο της με αμφίθυμη διάθεση, πιστεύοντας ωστόσο πως ο λίθος μπορεί να μην ταιριάζει απόλυτα στο δακτυλίδι-μου, αλλά είναι πολύτιμος.
Πατριάρχης Φώτιος