Sunday, May 31, 2020

David Diop, “Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα”

Όλα τα αίματα είναι μαύρα, όλα τα μάτια γαλάζια, όλοι οι άνθρωποι ζωικά και θεϊκά όντα, όλοι οι πόλεμοι μηχανές τρέλας και παράκρουσης, λυδίες λίθοι των πιο “πολιτισμένων” μας αρχών.

  

Tuesday, May 26, 2020

Colm Tóibín, “Σπίτι με ονόματα”


Μυθιστόρημα βασισμένο σε τραγωδία. Η Ορέστεια ως πλαίσιο και ως πεδίο προσώπων. Η μητροκτονία σε ένα προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα αρχαίας δράσης αλλά διαχρονικής αξίας.


Colm Tóibín
“House of Names”
2017

“Σπίτι με ονόματα”  
μετ. Α. Δημητριάδου
εκδόσεις Ίκαρος
2019


Διάβασα πρόσφατα μια πολύπλευρη παρουσίαση του βιβλίου που λειτούργησε ως κράχτης (περιοδικό Ο Αναγνώστης)
Οι γνωστές αρχαίες τραγωδίες γύρω από τις Μυκήνες κι η απόπειρα ενός Ιρλανδού συγγραφέα να τις μετατρέψει σε μυθιστόρημα. Αλήθεια, ποια η διαφορά στο πνεύμα του δράματος και του μυθιστορήματος;

> Γεννημένος στην Ιρλανδία το 1955, ο Κολμ Τόιμπιν (ή Τομπίν;) θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της γενιάς του. Μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και προσφάτως ποιητής, άνθρωπος του πάθους και δεξιοτέχνης του λόγου, λιτός και ακριβής, ασυμβίβαστος και ταυτόχρονα τόσο ευαίσθητος απέναντι στις ανθρώπινες αδυναμίες, μας μεταφέρει με την πεζογραφία και τις αφηγήσεις του την ουσία της ζωής χτίζοντας δυνατούς και ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
Μεγάλωσε σε οικογένεια ιδιαιτέρως πολιτικοποιημένη, δεδομένου ότι ο παππούς του και ένας θείος του ήταν μέλη του
IΡA και σε ένα σπίτι όπου, όπως έχει πει ο ίδιος, "επικρατούσε σιωπή". Στα 17 του γοητεύτηκε από τον Χεμινγουέι και, μέσω αυτού, από την Ισπανία όπου εγκαταστάθηκε για μερικά χρόνια. Εκεί έγραψε και το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Ο Νότος". Επιστρέφοντας στην Ιρλανδία ασχολήθηκε και με τη δημοσιογραφία.
Κυριότερα έργα του είναι: "
The South", 1990, Irish Times/Aer Lingus Literature Prize, "The Heather Blazing", 1992, Εncore Award, "Homage to Barcelona" (δοκίμιο), 1990, "Bad Blood: A Walk Along the Irish Border" (περιηγητικό δοκίμιο), 1994, "The Sing of the Cross: Travels in Catholic Europe" (περιηγητικό δοκίμιο), 1994, "The Story of the Night", 1996 (ελλ. έκδ. "Λίγο πριν την αυγή", εκδ. Φυτράκη, 1998), "The Blackwater Lightship", 1999, "The Master", 2004 ("Ο δάσκαλος", μυθιστόρημα αφιερωμένο στον Χένρι Τζέιμς, ελλ. έκδ. Ωκεανίδα, 2007, βραβεία IMPAC International Dublin Literary Award, Stonewall Book Award, Lambda Literary Award και βραχεία λίστα υποψηφιοτήτων για το Booker), "Brooklyn", 2009, Costa Book Award, "The Empty Family", 2010, "The Testament of Mary", 2012, κ.ά. Tο 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ε.Μ. Forster της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών. To 2007 εκλέχθηκε μέλος της βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας Λογοτεχνίας.


Αφηγείται αρχικά η Κλυταιμνήστρα. Ως μητέρα εκφράζει τον πόνο της μάνας που ο άντρας της ο Αγαμέμνων σκότωσε ύπουλα και μπαμπέσικα την Ιφιγένεια, ενώ είχε πει ότι πρόκειται να την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Επικράτησε η ιδιότητα του αρχιστράτηγου και όχι του πατέρα. Έτσι, και σ’ αυτήν επικράτησε η ιδιότητα της μητέρας και όχι της συζύγου και οργάνωσε τη δολοφονία του. Ο αριβίστας Αίγισθος βρίσκεται στο πλάι της και μάλιστα ετοίμασε την απαγωγή των παιδιών επιφανών Μυκηναίων.

Έπειτα παίρνει τον λόγο για πολλές σελίδες ο Ορέστης και συνεχίζει απ’ τη δική του σκοπιά την υπόθεση. Εδώ δεν έχουμε τα τραγικά διλήμματα όπως πριν αλλά την αφήγηση της περιπέτειάς του, καθώς είχε απαχθεί από άνδρες του Αίγισθου αλλά δραπέτευσε. Τρίτη παίρνει τον λόγο η Ηλέκτρα, που βρίσκεται στο παλάτι και ζει τις αντιδράσεις των υπηκόων, τόσο αυτών που έχουν χάσει τα παιδιά τους όσο και γενικότερα μιας πόλης που μετά τον θάνατο του βασιλιά Αγαμέμνονα είναι σε αναβρασμό. Ξανά τον λόγο παίρνει ο Ορέστης σε μια σκυταλοδρομία αφηγήσεων που συνεχίζουν την ιστορία ακώλυτα, ειδικά όταν επιστρέφει στις Μυκήνες και συναντά τη νέα κατάσταση, μέχρι τον φόνο της μάνας του. Κλείνει πάλι η Κλυταιμνήστρα…

Αυτό που κρατά ο Τομπίν από την αρχαιότητα είναι, πέρα από το πλαίσιο (καλή απόδοση του κλίματος, αλλά είναι αρχαία ονόματα αυτά που διάλεξε; π.χ. Ντίνος, Ραΐς, Κόβων;), η τραγικότητα: τα πρόσωπα δηλαδή διχάζονται ανάμεσα σε δύο εύλογες αποφάσεις, που έχουν δίκιο κι δυο, κι αυτή η εσωτερική σύγκρουση προκαλεί τριγμούς, “αμαρτίες” κι αναγκαστικά λάθη. Απ’ την άλλη, το μυθιστόρημα, όπως το βλέπω να πραγματώνεται στον Ιρλανδό μυθιστοριογράφο, ορθώνει ξεχωριστές προσωπικότητες κι όχι τυποποιημένες περσόνες, όπως το έπος ή η τραγωδία. Έτσι, ενώ τα θέματα κι ο περίγυρος είναι αρχαϊκά, ο προβληματισμός είναι σύγχρονος: η μητρική αγάπη, το χρέος, η προδοσία, η εκδίκηση, μητροκτονία…

Στο κείμενο κυριαρχούν τρεις χαρακτήρες-αφηγητές. Η Κλυταιμνήστρα, η Ηλέκτρα κι ο Ορέστης. Βλέπουμε, κάτι που δεν είναι πολύ άσχετο με τους αρχαίους μύθους, ότι η γυναίκα είναι εξίσου δραστήρια, υπεύθυνη και αποφασιστική με τον άντρα (βλ. και Αντιγόνη). Η Κλυταιμνήστρα παίρνει στα χέρια της την εκδίκηση απέναντι στον παιδοκτόνο Αγαμέμνονα, η Ηλέκτρα παρακινεί ενεργά τον Ορέστη να δολοφονήσει τη μητέρα τους.

Θα ήθελα να υπάρχει μεγαλύτερη ένταση στο έργο, μεγαλύτερη έκρηξη στις συγκρούσεις και στον ψυχισμό των ηρώων.
Πάπισσα Ιωάννα

Thursday, May 21, 2020

Κωνσταντία Σωτηρίου, “Πικρία χώρα”

Μια νουβέλα γραμμένη σαν μοιρολόι. Όχι με τη μορφή μοιρολογιού, αλλά με τους τόνους του είδους, με την κραυγή του είδους…



Κωνσταντία Σωτηρίου
“Πικρία χώρα”
εκδόσεις Πατάκη
2019


Ιδιαίτερη φωνή η Σωτηρίου. Κύπρια. Με σπουδές στον τουρκικό πολιτισμό. Γράφει μια τριλογία για την κυπριακή τραγωδία και χτίζει σταδιακά το προφίλ της. Μετά το “Η Αϊσέ πάει διακοπές” και το “Φωνές από χώμα” είπαμε να δούμε τι λέει αυτή η “εξωχώρια” συγγραφέας.

> Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εργάζεται ως λειτουργός τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το μυθιστόρημά της "Η Αϊσέ πάει διακοπές" βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature, ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και στη βραχεία λίστα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του περιοδικού 'Ο Αναγνώστης' και του περιοδικού 'Κλεψύδρα'.
Αναδείχθηκε νικήτρια του λογοτεχνικού Βραβείου της Κοινοπολιτείας 2019 της περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά, για το διήγημά της "Έθιμα θανάτου" που αποτελεί μέρος της "Πικρίας χώρας".

Η ιστορία, αν έχει μεγάλη σημασία, αφορά στην Ασπασούλα (Σπασούλλα) που ψυχομαχά προχωρώντας προς τον άλλο κόσμο. Δίπλα της φίλες και γειτόνισσες, που την ξεπροβοδίζουν, όχι με μια γραμμική, μονόδρομη πορεία αλλά με αποσπάσματα λόγων και σιωπών, ελλαδικών και κυπριακών ελληνικών, παραμυθιών και μοιρολογιών, θρύλων και μύθων, που παρά το μεταφυσικό τους πλαίσιο αφορούν στην κυπριακή τραγωδία του 1974. Όλα αυτά τα θραύσματα αντανακλούν τον πόνο των μανάδων όσων αγνοούνται από τότε, με κάποιον Γιωργάκη που είναι μονίμως στο στόμα τους.

Παράξενο βιβλίο. Προκαλεί αμηχανία και δεν προσεγγίζεται εύκολα με λόγια. Η λογική δεν έχει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την προσέγγιση. Πιο πολύ ρόλο αναλαμβάνει το συναίσθημα. Κάθε σελίδα είναι ναρκοθετημένη με σύμβολα και λοξές ματιές. Πολλά δεν τα καταλαβαίνω. Αυτό οφείλεται φυσικά στην αποσπασματικότητα που τεμαχίζει το βιβλίο και αποσυντονίζει την ανάγνωση. Οφείλεται όμως και στα κυπριακά συμφραζόμενα που δεν μου είναι γνωστά, καθώς ένα πολιτισμικό υπόβαθρο υπολανθάνει κάτω από την επιφάνεια της γραφής. Έτσι, στοιχεία της κυπριακής κουλτούρας, της μυθολογίας που συνοδεύει την τραγωδία, υπονοούνται και όποιος δεν τα ξέρει αδυνατεί να πλησιάσει τον παλμό της νουβέλας.


Όλο το έργο προχωρά με τους τόνους του μοιρολογιού. Ελληνικά, κυπριακά, τούρκικα, παραμύθια και διάλογοι οδηγούν σε μια κορύφωση της έντασης μέσα από τον διπλό θρήνο. Απ’ τη μια, αναθυμούνται τον Γιωργάκη, τον γιο της Ασπασούλας, που πέθανε άδικα και θάφτηκε μπρούμυτα, χαμένος, αδικημένος και αγνοούμενος μέχρι τώρα. Απ’ την άλλη, η επικείμενη κοίμηση της Σπασούλας αναδεικνύει τη σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν.

Επαναλαμβάνω ότι δεν μπορώ να κρατήσω μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στο βιβλίο. Αφενός, θαυμάζω το πολύχρωμο ψηφιδωτό της κατασκευής και το θρηνητικό ποτ-πουρί, αλλά αφετέρου με αποσυντονίζει η αποσπασματικότητα και η ασυνέχεια που κάνει όλα τα μικρά να φαίνονται μόνα τους.

Πάπισσα Ιωάννα 

Sunday, May 17, 2020

Πάνος Αμυράς, “Τα λύτρα”


Οι ιδιωτικές κινήσεις-φιλοδοξίες μέσα στην Κατοχή και η ανάγκη να διαφυλαχθούν οι Εβραίοι της Αθήνας κινεί τα νήματα του μυθιστορήματος. Κι ενώ σκόρπια φύλλα πετάνε δεξιά κι αριστερά, τελικά όλα δένουν σε ένα αρμονικό όλο.



Πάνος Αμυράς
“Τα λύτρα”
εκδόσεις Διόπτρα
2019


Μετά τον “Λιμό” που διάβασα παλιότερα, ήθελα ένα ανάλογο ανάγνωσμα, που να συνδυάζει αστυνομικό γρίφο και ατμόσφαιρα εποχής.

>Ο Πάνος Αμυράς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην ΑΣΟΕΕ αλλά γρήγορα στράφηκε στη δημοσιογραφία. Ξεκίνησε την καριέρα του από την οικονομική εφημερίδα Εξπρές. Το 1994 εντάχθηκε στο δημοσιογραφικό δυναμικό του Ελεύθερου Τύπου, ενώ από το 2011 έχει αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας. Έχει εργαστεί στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ (Α΄ Πρόγραμμα) και στον ραδιοφωνικό σταθμό City FM. Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.

Ο ίδιος ήρωας ο αστυνόμος Πέτρος Αγραφιώτης, που πλέον έχει χάσει τη θέση του, αναγκάζεται για λόγους πατριωτικούς να προσχωρήσει στην Ειδική Ασφάλεια, μια υπηρεσία ανάμεσα σε πολλές άλλες που συνεργάζεται με τον Κατακτητή. Αναγκάζεται λοιπόν να ρίξει τα μούτρα του και να ανέχεται τους δωσίλογους, τους αρχομανείς, τους τιποτένιους Έλληνες και τους ίδιους τους Γερμανούς.

Βασικό θέμα προς διερεύνηση είναι η απαγωγή της μικρής Χάιντρουν, της κόρης υψηλόβαθμου διπλωμάτη, μαζί με τον γιο του κηπουρού της. Η κινητοποίηση των επίσημων γερμανικών αρχών αλλά και, παράλληλα, των παρακρατικών δυνάμεων φέρνει στο προσκήνιο τη διάθεση των κατακτητών να συγκεντρώσουν και να στείλουν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως τους Εβραίους. Η απαγωγή της μικρής Γερμανίδας εμφανίζεται ως η παράπλευρη επίπτωση μιας αντίπραξης σ’ αυτό το πογκρόμ.

Ο Αμυράς απλώνει την αφήγησή του σε διάφορες μικροϊστορίες, που δεν συγκλίνουν στην αρχή στο επιθυμητό κέντρο: από την Αποστολίδου που δουλεύει στην Γκεστάπο αλλά δίνει μυστικά της στην ελληνική Αντίσταση, στη γυναίκα του Αγραφιώτη που βρίσκεται στο Buchenwald, τα καζίνο της Αθήνας και οι μαυραγορίτες, οι εσωτερικές έριδες των Γερμανών. Οι ιστορίες δημιουργούν έξοχα την ατμόσφαιρα κι ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι έψαξε αρκετά, διάβασε, φαντάζομαι, πολύ, αναζήτησε τον καθημερινό μικρόκοσμο για να μπορέσει να πείσει για την αλήθεια των σκηνικών του. Σε πολλά νιώθω έκπληξη, αλλά σε τίποτα επιφύλαξη. Και απρόσμενα(!) οι σκόρπιες κατευθύνσεις αποκτούν νόημα όταν ο Αγραφιώτης επιχειρεί να κάνει το τελευταίο ριψοκίνδυνο βήμα για τη λύση…

Το βασικό παρα-θέμα που αναδεικνύεται μέσα από το αστυνομικό αίνιγμα και τις κοίτες των ποικίλων παραποτάμων είναι τα αλληλοφαγώματα των Ελλήνων εν μέσω Κατοχής. Συνεργάτες των Γερμανών, χαμερπή ανθρωπάκια που ζητάνε εξουσία, ρουφιάνοι, αλληλοκαρφώματα, διπλοί ρόλοι, ιδιοτελή κίνητρα, μικρά και μεγάλα μυστικά, άνθρωποι που φαίνονται κόσμιοι αλλά είναι δόλιοι αλλά και άλλοι που φαίνονται πουλημένοι αν και διακρίνονται από υψηλό αίσθημα φιλοπατρίας, βασανιστές και βασανιζόμενοι, προσωπικές φιλοδοξίες αλλά και ηρωικά πρότυπα.

Το μυθιστόρημα ξεκίνησε με δυνατά λεκτικά χρώματα, αλλά γρήγορα γύρισε σε μια πιο επίπεδη αφήγηση. Διατήρησε ωστόσο τις δυναμικές περιγραφές του, το ατμοσφαιρικό κλίμα του και τις ισχυρές δόσεις κατοχικής ζωής. Κι ενώ έδειχνε ότι θα μπορούσε να σηκώσει την αδρεναλίνη για το μυστήριο, ούτε τις νοητικές μου κεραίες για να το λύσω, το τέλος μαζεύει πολλά σε μια συγκλίνουσα λύση. Έμεινε μάλλον στην επιδίωξη να φανούν οι εμφύλιες διαμάχες πριν από τον εμφύλιο και οι προδότες δίπλα στους πατριώτες, ίσως με έναν παλιομοδίτικο τόνο, κι όχι να κορυφώσει λογοτεχνικά τη στάθμη του. Ωραίο ως ανάγνωσμα, ξέρω αν είναι εφάμιλλο του “Λιμού”.

In2life, 29/4/2020 
 Πάπισσα Ιωάννα


Wednesday, May 13, 2020

Jaume Cabré, “Η σκιά του ευνούχου”


Η ιστορία μιας οικογένειας δύο αιώνων σαν παρωδία βασιλικής γενιάς, τρεις φίλοι που συναντιούνται και χωρίζουν στον απόηχο της ιστορίας, ένα σπίτι που ξεπουλήθηκε κι έγινε εστιατόριο…


Jaume Cabré
“L’ombra de l’ eunuc”
1996

“Η σκιά του ευνούχου”  
μετ. Ε. Σοφός
εκδόσεις Πόλις
2019


Το πολυσυζητημένο και πολυπροβεβλημένο “Confiteor” και οι πολλαπλές κριτικές, παρουσιάσεις, γνώμες για “το μυθιστόρημα του 21ου αιώνα” με απώθησαν από το να το αγοράσω. Πολλές φορές το μπούχτισμα από την υπερπροβολή οδηγεί σε μια υποσυνείδητη απώθηση. Τώρα όμως που κυκλοφόρησε ένα άλλο του έργο, παλιότερο απ’ ό,τι βλέπω (1996), είπα να δοκιμάσω την τύχη μου, έστω κι αν μέχρι τώρα δεν διαφημίστηκε επαρκώς. 


> Ο Ζάουμε Καμπρέ (Jaume Cabre) γεννήθηκε το 1947 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε καταλανική φιλολογία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Είναι επίσης μέλος του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών. Εδώ και χρόνια συνδυάζει επαγγελματικά την εκπαίδευση και τη συγγραφή. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια.
Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων το 1974 και το πρώτο του μυθιστόρημα το 1978, ακολούθησαν πολλά μυθιστορήματα, σενάρια ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, νουβέλες, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα και δοκίμια. Ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα του ο Καμπρέ, έχει τιμηθεί επανειλημμένα στην Ισπανία και το εξωτερικό με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Βραβείο κριτικών και το Prix Mediterranee. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Για το "Οι φωνές του ποταμού Παμάνο" τιμήθηκε το 2005 με το Βραβείο Καταλανών Κριτικών. Για το "Confiteor" έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Κριτικών Serra d’Or 2012, το βραβείο M. Angels Anglada 2012, το βραβείο La tormenta en un Vaso 2012, το βραβείο Crexells 2012, το βραβείο Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα του 2013.


Το πρώτο πράγμα που με τράβηξε εξαρχής στο βιβλίο είναι ο μαγικός τρόπος, τον οποίο διαθέτει μόνο ένας μάστορας της γραφής, ο μαγικός τρόπος να εντάσσει στην αφήγηση πρόσωπα και σκηνές, μισοφωτισμένα που περιμένουν περισσότερο φως. Ο αφηγητής, ονόματι Miguel Gensana έχει μόλις κηδέψει τον φίλο του Bolos και δειπνεί με τη Julia, που ζητά πληροφορίες για να γράψει ένα άρθρο για τον Bolos. Το πιο παράξενο είναι ότι τον οδήγησε σε ένα εστιατόριο λίγο έξω από την Barcelona, τον οδήγησε άθελά της σε ένα σπίτι που ανήκε στην οικογένειά του και χάθηκε από χρέη. Ο ήρωάς μας ανασυνθέτει σταδιακά την οικογενειακή ιστορία που ξεκινά στο τέλος του 18ου αιώνα, δυο αιώνες κι εφτά γενιές Gensana.

Μου αρέσει που ο αφηγητής μιλά για τον εαυτό του μια σε πρώτο πρόσωπο και μια σε τρίτο, σαν να παίρνει αποστάσεις όχι μόνο από το παρελθόν αλλά κι από τον εαυτό του. Μου αρέσει που στους προγόνους του τους δίνει προσωνύμια και αριθμούς (ο Α΄, ο Β΄ κ.ο.κ.), ανάγοντάς τους σε αξιότιμους άρχοντες, αν και δεν ήταν, εμμέσως σατιρίζοντας τις γενεαλογίες και υπονομεύοντας την πίστη στην αρχοντική καταγωγή, όσο κι αν επαίρεται μερικές φορές γι’ αυτήν. Μου αρέσει επίσης που οι τρεις φίλοι διάλεξαν διαφορετικό δρόμο, ο Rivera μοναχός, ο Bolos βουλευτής κι ο Gensana… ο Gensana τι; Φιλόλογος και πολιτικός ακτιβιστής, μάλλον. Κι αυτοί οι τρεις δρόμοι καλύπτονται από μια ελαφρά ομίχλη μυστηρίου, που αργά σκορπίζεται όσο προχωρά το μυθιστόρημα.

Η εξαρχής διαφαινόμενη τέχνη του Cabré αποδεικνύεται σε όλο το κείμενο. Εναλλαγή χρονικών επιπέδων, από τη συζήτηση του Miguel με τη Julia στο εστιατόριο-πρώην σπίτι του μέχρι τις πολιτικές του περιπέτειες σε μια αναρχική ομάδα κι απ’ τις συζητήσεις με το θείο Maurisi, που ήταν καλλιτεχνική φύση και ομοφυλόφιλος και γι’ αυτό παρείσακτος στην οικογένεια Gensana, με το θείο που τα τελευταία χρόνια του ήταν έγκλειστος στο φρενοκομείο, μέχρι τη γυναίκα του Miguel ονόματι Jemma. Χωρίς να γίνεται χαοτική αυτή η λαβυρινθώδης αφήγηση απλώνεται σε επίπεδα, πρόσωπα, διακλαδώσεις, αποκαλύπτει μυστικά, αναθεωρεί συγγένειες, επανακαθορίζει την αλήθεια…

Αυτή η πολύπλοκη saga οδηγεί σε μια εσωτερική ανακατανομή των ρόλων και των συγγενειών, αλλά μου φαίνεται ότι δεν απλώνεται παραέξω. Διαβάζω για το “Confiteor” ότι έχει την ίδια πολυπλοκότητα, αλλά επιπλέον έχει και πολιτικές πτυχές, που συνδέουν την οικογένεια-άτομο με τη χώρα. Εδώ, το ευρύτερο πλαίσιο είναι σχετικά περιορισμένο, ενώ θίγεται ο εξοβελισμός του ομοφυλόφιλου κι όποιου δεν συμβαδίζει με την επιχειρηματική ανάπτυξη.


Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, May 09, 2020

Fabio Stassi, “Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή”


Η γλώσσα, η λογοτεχνία και η μνήμη μπορεί να γίνουν το υποκείμενο πάνω στο οποίο θα πατήσει ο έρωτας και η προσπάθεια να διατηρηθεί ακόμα και μετά τον θάνατο. Όχι δεν είναι μελό.


Fabio Stassi
“Ogni coincidenza ha un’ anima”
2018

“Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή”
μτφ. Δ. Δότση
εκδ. Ίκαρος
2019


“Η χαμένη αναγνώστρια” ήταν πρόπερσι μια αποκάλυψη κι έτσι εύκολα αγόρασα το τελευταίο βιβλίο του Stassi, μόλις το είδα στον πάγκο του βιβλιοπωλείου. Τα βιβλία που μιλάνε για βιβλία είναι δέλεαρ για κάθε βιβλιόφιλο blog που σέβεται τον εαυτό του!

> Ο Φάμπιο Στάσι (Ρώμη, 1962) είναι συγγραφέας, υπεύθυνος ιταλικής λογοτεχνίας σε γνωστό εκδοτικό οίκο της Ιταλίας και ταυτόχρονα εργάζεται σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ρώμης. Πρωτοεμφανίστηκε στον συγγραφικό χώρο το 2006. Έχει γράψει επτά μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και βιβλία για παιδιά. Το 2013 γνώρισε μεγάλη επιτυχία χάρη στο μυθιστόρημά του "Ο τελευταίος χορός του Σαρλό", το οποίο μεταφράστηκε σε 19 χώρες, ενώ στην Ιταλία τιμήθηκε με έξι βραβεία μεταξύ των οποίων και το Premio Campiello. Το 2016 "Η χαμένη αναγνώστρια" κέρδισε το βραβείο Scerbanenco για το καλύτερο νουάρ μυθιστόρημα της χρονιάς.

Ο ίδιος πρωταγωνιστής, ο Vince Corso, που είναι βιβλιοθεραπευτής (δίνει συμβουλές ψυχολογικής φύσεως και συνταγογραφεί βιβλία για κάθε περίπτωση), αναλαμβάνει μια ιδιότυπη αποστολή. Η εξηντάχρονη Giovanna Baldini θέλει να βοηθήσει τον αδερφό της, που πάσχει από Alzheimer, και προσπαθεί να εντοπίσει από ποιο βιβλίο αυτός επαναλαμβάνει μέσα στην αμνησία του μεμονωμένες φράσεις. Και το αναθέτει στον βιβλιοφάγο Vince

Το βασικό ερώτημα, που κινεί εν είδει μυστηρίου το έργο, προχωρά σκόπιμα νωχελικά, καθώς ο βιβλιοντετέκτιβ όσο το σκέφτεται, συναντά άλλους ανθρώπους, βλέπει άλλους πελάτες, συζητά γι’ αυτό και για άλλα θέματα με τους γύρω του, περπατά τη Ρώμη… Μαζί του ο αναγνώστης μπαινοβγαίνει στο μυστήριο, ακούει για βιβλία, άλλα σχετικά κι άλλα άσχετα, και συλλαμβάνει τη λογοτεχνία ως προβληματισμό αλλά και ως μνήμη απέναντι στη λήθη της ζωής. Ακόμα περισσότερο συνδέει τη μνήμη-αμνησία με τη γραφή και τη γλώσσα και, όπως προχωρά από τη μνήμη στη λήθη, έτσι αναπλέει κι από τη γλώσσα στην αγλωσσία με σταθμό το πώς δημιουργήθηκε η πρώτη γλώσσα, πριν ακόμα κι απ’ τη Βαβέλ. Ο Ιταλός Fabio Stassi συναντά έτσι τον Έλληνα Βασίλη Αλεξάκη, καθώς κι οι δυο περιφέρονται στις πόλεις τους (Ρώμη – Αθήνα, Παρίσι), για να ανακαλύψουν τι βαθύτερο συνδέει τον άνθρωπο με τη γλώσσα και τη γραφή, ή πώς ο λόγος αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Το έργο πήρε σε κάποια στροφή χαρακτηριστικά μυθιστορήματος βιβλιοθηκών, συνέχισε ως μυστηρίου και κατέληξε μια συγκινητική ιστορία ανθρώπινων σχέσεων. Σε κάποια φάση αναπήδησα συνεπαρμένος, κάπου τελμάτωσα στις παρεκκλίσεις και στις ενδιάμεσες ιστορίες βιβλιοθεραπείας, αλλά τελικά κρατώ το σύνολο που συνδυάζει βιβλίο, μνήμη και γλώσσα με επίστρωμα παντοτινού έρωτα.

In2life, 8/4/2020
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, May 05, 2020

Ξένια Κουναλάκη, “Οξυγόνο”


Προ-ιντερνετική και μετα-ιντερνετική γενιά που συγκρούονται και διαλέγονται, που ζουν και φλερτάρουν για να πιστοποιήσουν ότι ζουν, που προσπαθούν να βολέψουν αναμνήσεις και βιώματα…



Ξένια Κουναλάκη
“Οξυγόνο”
εκδόσεις Πόλις
2019

Από τα δημοσιογραφικά άρθρα της για τη διεθνή πολιτική πέρασε απόλυτα ομαλά στα μισολογοτεχνικά-μισοημερολογικά-μισοδοκιμιακά κείμενα του “Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές” και τώρα προσπαθεί να αλώσει τη μυθιστορηματική πόλη.


>Η Ξένια Κουναλάκη γεννήθηκε το 1971 στο Αμβούργο της Γερμανίας. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι αρχισυντάκτρια διεθνών ειδήσεων και τακτική αρθρογράφος στην "Καθημερινή".

Μια συντροφιά έξι (και μερικών που δεν παρίσταντο) νέων πηγαίνουν εκδρομή στην Τήλο, όπου σκοτώνεται ο Νικόλας. Το σοκ το φανταζόμαστε αλλά δεν το διαβάζουμε (και σωστά), ώστε να μείνει η αύρα εκείνης της προ εικοσαετίας εμπειρίας μετέωρη. Κι έπειτα από δυο δεκαετίες, όταν πλέον όλοι αυτοί είναι σαραντάρηδες και, όταν έχουν κάποιοι από αυτούς παιδιά εκεί γύρω στα 20, το παρελθόν αντιτίθεται και διαλέγεται με το παρόν.

Όλο το βιβλίο είναι η πολύδρομη πορεία των μεγάλων και των νέων προς την Τήλο όπου θα πραγματοποιηθεί το μνημόσυνο εις μνήμην του Νικόλα. Οι μεγάλοι ζουν τις στάσιμες, φθαρμένες ζωές τους, είτε απατούν τη γυναίκα τους, είτε υπομένουν στωικά την απιστία του άντρα τους, είτε επιθυμούν διακαώς ένα παιδί και τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις να βρουν σπερματοζωάρια. Κι οι νέοι φλερτάρουν, οιστρηλατούνται από τις ορμόνες τους, χειρίζονται τα δίκτυα και γενικά την ψηφιακή τεχνολογία, ψάχνουν τον κόσμο και τους μεγάλους… 

Το ζητούμενο είναι αν μια ετερόκλιτη συλλογή σκηνών, μικρά διηγήματα φυγόκεντρων τάσεων, ενδεικτικά του χάσματος των γενεών ή μάλλον της διαφοράς οπτικής, αν λοιπόν όλη αυτή η πανσπερμία επεισοδίων και προσώπων συστήνει ποιοτική λογοτεχνία.

Απ’ τη μια δηλαδή το θέμα της αλλαγής από τα 20 στα 40, του συμβιβασμού, των τελματώσεων, της φθοράς που κάνει τον μποέμ συντηρούκλα και παράλληλα των νέων που είναι πάντα αντικομφορμιστές, πορεύονται με τη μόδα της εποχής, ερωτεύονται ή απλώς επιθυμούν κορμιά, λοξοκοιτάνε με έρωτα ή με μίσος τους μεγάλους… Οι προθέσεις της Κουναλάκη είναι εμφανείς, θεωρώ, και απλώνονται σε μικρά σκηνικά που αποτυπώνουν τη σημερινή Ελλάδα. Απ’ την άλλη, η μυθιστορηματική οικονομία είναι ανεπαρκής, αφού λείπουν οι σκηνές του τότε, πλην της εναρκτήριας, και το σήμερα δίνεται με μικρά δρομάκια από τα οποία το καθένα προχωρά προς μια άλλη κατεύθυνση.

Με άλλα λόγια είναι μυθιστορηματική σύνθεση αυτό ή αποδεχόμαστε ότι το σύγχρονο μυθιστόρημα δεν θέλει ή δεν μπορεί να συνθέσει; Αυτό το αμάλγαμα ιδεών και κυρίως μικροεπεισοδίων, χωρίς να φαίνεται η συγγραφική μπαγκέτα, είναι μια νέα πεζογραφία ή μια αποτυχημένη παλιά;

Βγάζω το καπέλο στην Κουναλάκη που προσπάθησε και εν πολλοίς το πέτυχε να αποδώσει τη νοοτροπία της νέας γενιάς, με το κινητό στο χέρι, με τα μηνύματα και την αργκό τους, με τις υπερβολές και τα τατουάζ, μια μετα-ιντερνετική γενιά που δεν σκέφτεται και δεν δρα όπως οι προηγούμενες. Μέχρι εκεί. Αλλά από την άλλη η κορύφωση που δεν έρχεται ούτε στο τέλος και η ακατάστατη σπορά επεισοδίων γύρω από τα πρόσωπα της μυθοπλασίας αποδυναμώνουν το συνολικό αποτέλεσμα. Η κακή δομή, η σκόρπια αφήγηση, οι πολλές επίπεδες σκηνές και οι συχνά απλώς εκκωφαντικοί διάλογοι δεν ευνοούν το λογοτεχνικό αποτέλεσμα.
Πάπισσα Ιωάννα