Πώς ένας κλοσάρ μπορεί να αναστήσει τον χαμένο εαυτό-του και να κυνηγήσει γκόμενες, εταιρίες, νονούς της νύχτας; Είναι ένα στοίχημα του συγγραφέα που αποβαίνει κερδοφόρο, καθώς ανανεώνει την οπτική γωνία του ερασιτέχνη ντετέκτιβ.
Μπίρα μαύρη:Βασίλης Δανέλλης
“Μαύρη μπίρα”
εκδόσεις Καστανιώτη
2011
Μ’ αρέσουν οι συγγραφείς που ξέρουν πώς να απλώσουν την μπουγάδα-τους, πώς δηλαδή να αναπτύξουν σταδιακά το θέμα-τους παρουσιάζοντας κάθε φορά λίγα στοιχεία, όσα ακριβώς χρειάζονται ώστε να μπορεί να φανεί με συγκεκριμένο ρυθμό το πανόραμα της ιστορίας-τους. Ειδικά ένας νέος συγγραφέας, για τον οποίο το μυθιστόρημα είναι πρωτόγνωρος στίβος, εκπλήσσει θετικά όταν μπορεί να βάλει τα ασπρόρουχα δίπλα στα πουκάμισα και τα φουστάνια δίπλα στα παντελόνια με τάξη, οργάνωση και κλιμακωτή επέκταση σε όλο το μήκος του σκοινιού.
Ο Δανέλλης καταφέρνει να συνθέσει το νουάρ πρόσωπο της Αθήνας όχι αντιγράφοντας το αμερικάνικο πρότυπο των σκοτεινών πόλεων και του υποκόσμου αλλά συνθέτοντας την εικόνα της πρωτεύουσας από κάτω. Ο αφανής (αντι)ήρωάς-του είναι ένας κλοσάρ μουσικός, που έχει εγκαταλείψει την πλούσια μεσοαστική οικογένειά-του και ζει με ολιγάρκεια, χωρίς κινητό, πολυτέλειες και περιττά υλικά αγαθά. Με κέντρο, λοιπόν, έναν τέτοιο αντισυμβατικό τύπο σκιαγραφείται το ισόγειο και τα υπόγεια της Αθήνας που εκτείνονται από τους ανθρώπους του δρόμου ως τους μεροκαματιάρηδες οικοδόμους που ξυπνάνε αξημέρωτα για να κυνηγήσουν τον άρτο τον επιούσιο, και από τους μετανάστες που κατηγορούν το άσπλαχνο κράτος μέχρι τους μικροαστούς νοικοκύρηδες που καταριούνται δικαίως και αδίκως τους “εισβολείς” ξένους. Ο ελληνικός μικρόκοσμος, στα όρια του περιθωρίου αλλά και έξω από το οργανωμένο έγκλημα, είναι μια δημιουργική κυψέλη ιδεών και σκηνικών, αντιπροσωπευτικών χαρακτήρων και καθημερινών περιστατικών που εφόσον αξιοποιηθούν σωστά, όπως εδώ, μπορούν να μετατραπούν σε μήτρα κοινωνικών σχολίων και έμμεσων προβληματισμών για την άλλη πλευρά του φεγγαριού, το οποίο ήδη ξέρουμε ότι δεν είναι τόσο λαμπρό.
Ο θάνατος ενός ζογκλέρ του δρόμου, γεμάτου τατουάζ, φέρνει τον πρωταγωνιστή, που λέγεται Ανδρέας, στο δρόμο της διαλεύκανσης του εγκλήματος, πιο πολύ σαν προσωπικό στοίχημα παρά σαν διάθεση απονομής δικαιοσύνης, πιο πολύ ως νοηματοδότηση της ανούσιας ζωής-του παρά ως αποκατάσταση μιας κάποιας ηθικής τάξης. Έτσι, βαθμιδωτά προχωρά από το ένα στοιχείο στο άλλο και καταλήγει με αλληλουχία επεισοδίων στο τέλος. Δεν αποφεύγει τα κλισέ, όπως η μοιραία ερωμένη για την οποία σφάζονται παλικάρια (αν και της δίνει και τη διάσταση της ανυπεράσπιστης ή αθώας γυναίκας) ή το καθιερωμένο για τέτοιους είδους κείμενα ξύλο που τρώει ο Ανδρέας και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που χειραγωγούν ανθρώπους και συνειδήσεις.
Η γλώσσα-του είναι στρωτή χωρίς καλλιλογίες αλλά πειστική που δεν ξεπέφτει σε ρητορισμούς ή σε επίπεδη ρηχότητα. Αποτυπώνει την προφορική άμεση σκέψη ενός ανθρώπου που κάποια παιδεία ο οποίος πλέον μιλά τη γλώσσα του περιθωρίου χωρίς να έχει γίνει ο ίδιος παράνομος και αντικοινωνικός. Ο νεαρός συγγραφέας μπήκε στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας με νέα φύλλα και με καλές συστάσεις, μπήκε με φρέσκο αίμα και με δουλεμένο σε βάθος τον τρόπο που θα λειτουργεί.
Παρεμπιπτόντως, θα ήθελα να δούμε ένα νέο αξιακό σύστημα που φέρνουν μυθιστορήματα κυρίως της αστυνομικής λογοτεχνίας: αυτό της εκδίκησης. Όταν η έρευνα προχωρήσει, η λύση δεν δίνεται με την καθιερωμένη σύλληψη και δικαστική καταδίκη του δράστη, αλλά με αυτοδικία. Το έκανε ο Μάρκαρης στο “Παλιά πολύ παλιά”, το χρησιμοποίησε ο Θέμελης στο “Η συνωμοσία των ονείρων”, το επαναλαμβάνει κι ο Δανέλλης. Τι δείχνει μια τέτοια μετακίνηση από την πίστη στις αρχές και στην επίσημη δικαιοσύνη στην ιδιωτική ανάληψη πρωτοβουλιών; Δείχνει καταρχάς πως αρχίζουμε ως κοινωνία να μην εμπιστευόμαστε τον νόμο, είτε επειδή τα δικαστήρια κωλυσιεργούν ατελεύτητα είτε επειδή υπάρχει κι εκεί διαφθορά και σήψη. Παράλληλα, όμως δείχνει και μια ηθική κατάπτωση, καθώς η κοινωνία επιστρέφει σε μορφές δικαίου που είχαν περάσει δυστυχώς όχι ανεπιστρεπτί, απ’ ό,τι φαίνεται. Επιβάλλουμε τον νόμο, γιατί το υπάρχον σύστημα δεν μας καλύπτει και πιστεύουμε πλέον ξανά στην προσωπική-μας εκτίμηση που εξωδίκως επιβάλλει ό,τι δεν μπορεί να επιβάλλουν οι επίσημοι θεσμοί. Με ανησυχεί μια τέτοια προοπτική…
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος