Monday, November 28, 2011

“Μαύρη μπίρα” του Βασίλη Δανέλλη

Πώς ένας κλοσάρ μπορεί να αναστήσει τον χαμένο εαυτό-του και να κυνηγήσει γκόμενες, εταιρίες, νονούς της νύχτας; Είναι ένα στοίχημα του συγγραφέα που αποβαίνει κερδοφόρο, καθώς ανανεώνει την οπτική γωνία του ερασιτέχνη ντετέκτιβ.
Μπίρα μαύρη:
Βασίλης Δανέλλης
“Μαύρη μπίρα”
εκδόσεις Καστανιώτη
2011

            Μ’ αρέσουν οι συγγραφείς που ξέρουν πώς να απλώσουν την μπουγάδα-τους, πώς δηλαδή να αναπτύξουν σταδιακά το θέμα-τους παρουσιάζοντας κάθε φορά λίγα στοιχεία, όσα ακριβώς χρειάζονται ώστε να μπορεί να φανεί με συγκεκριμένο ρυθμό το πανόραμα της ιστορίας-τους. Ειδικά ένας νέος συγγραφέας, για τον οποίο το μυθιστόρημα είναι πρωτόγνωρος στίβος, εκπλήσσει θετικά όταν μπορεί να βάλει τα ασπρόρουχα δίπλα στα πουκάμισα και τα φουστάνια δίπλα στα παντελόνια με τάξη, οργάνωση και κλιμακωτή επέκταση σε όλο το μήκος του σκοινιού.
            Ο Δανέλλης καταφέρνει να συνθέσει το νουάρ πρόσωπο της Αθήνας όχι αντιγράφοντας το αμερικάνικο πρότυπο των σκοτεινών πόλεων και του υποκόσμου αλλά συνθέτοντας την εικόνα της πρωτεύουσας από κάτω. Ο αφανής (αντι)ήρωάς-του είναι ένας κλοσάρ μουσικός, που έχει εγκαταλείψει την πλούσια μεσοαστική οικογένειά-του και ζει με ολιγάρκεια, χωρίς κινητό, πολυτέλειες και περιττά υλικά αγαθά. Με κέντρο, λοιπόν, έναν τέτοιο αντισυμβατικό τύπο σκιαγραφείται το ισόγειο και τα υπόγεια της Αθήνας που εκτείνονται από τους ανθρώπους του δρόμου ως τους μεροκαματιάρηδες οικοδόμους που ξυπνάνε αξημέρωτα για να κυνηγήσουν τον άρτο τον επιούσιο, και από τους μετανάστες που κατηγορούν το άσπλαχνο κράτος μέχρι τους μικροαστούς νοικοκύρηδες που καταριούνται δικαίως και αδίκως τους “εισβολείς” ξένους. Ο ελληνικός μικρόκοσμος, στα όρια του περιθωρίου αλλά και έξω από το οργανωμένο έγκλημα, είναι μια δημιουργική κυψέλη ιδεών και σκηνικών, αντιπροσωπευτικών χαρακτήρων και καθημερινών περιστατικών που εφόσον αξιοποιηθούν σωστά, όπως εδώ, μπορούν να μετατραπούν σε μήτρα κοινωνικών σχολίων και έμμεσων προβληματισμών για την άλλη πλευρά του φεγγαριού, το οποίο ήδη ξέρουμε ότι δεν είναι τόσο λαμπρό.
            Ο θάνατος ενός ζογκλέρ του δρόμου, γεμάτου τατουάζ, φέρνει τον πρωταγωνιστή, που λέγεται Ανδρέας, στο δρόμο της διαλεύκανσης του εγκλήματος, πιο πολύ σαν προσωπικό στοίχημα παρά σαν διάθεση απονομής δικαιοσύνης, πιο πολύ ως νοηματοδότηση της ανούσιας ζωής-του παρά ως αποκατάσταση μιας κάποιας ηθικής τάξης. Έτσι, βαθμιδωτά προχωρά από το ένα στοιχείο στο άλλο και καταλήγει με αλληλουχία επεισοδίων στο τέλος. Δεν αποφεύγει τα κλισέ, όπως η μοιραία ερωμένη για την οποία σφάζονται παλικάρια (αν και της δίνει και τη διάσταση της ανυπεράσπιστης ή αθώας γυναίκας) ή το καθιερωμένο για τέτοιους είδους κείμενα ξύλο που τρώει ο Ανδρέας και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που χειραγωγούν ανθρώπους και συνειδήσεις.
            Η γλώσσα-του είναι στρωτή χωρίς καλλιλογίες αλλά πειστική που δεν ξεπέφτει σε ρητορισμούς ή σε επίπεδη ρηχότητα. Αποτυπώνει την προφορική άμεση σκέψη ενός ανθρώπου που κάποια παιδεία ο οποίος πλέον μιλά τη γλώσσα του περιθωρίου χωρίς να έχει γίνει ο ίδιος παράνομος και αντικοινωνικός. Ο νεαρός συγγραφέας μπήκε στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας με νέα φύλλα και με καλές συστάσεις, μπήκε με φρέσκο αίμα και με δουλεμένο σε βάθος τον τρόπο που θα λειτουργεί. 
            Παρεμπιπτόντως, θα ήθελα να δούμε ένα νέο αξιακό σύστημα που φέρνουν μυθιστορήματα κυρίως της αστυνομικής λογοτεχνίας: αυτό της εκδίκησης. Όταν η έρευνα προχωρήσει, η λύση δεν δίνεται με την καθιερωμένη σύλληψη και δικαστική καταδίκη του δράστη, αλλά με αυτοδικία. Το έκανε ο Μάρκαρης στο “Παλιά πολύ παλιά”, το χρησιμοποίησε ο Θέμελης στο “Η συνωμοσία των ονείρων”, το επαναλαμβάνει κι ο Δανέλλης. Τι δείχνει μια τέτοια μετακίνηση από την πίστη στις αρχές και στην επίσημη δικαιοσύνη στην ιδιωτική ανάληψη πρωτοβουλιών; Δείχνει καταρχάς πως αρχίζουμε ως κοινωνία να μην εμπιστευόμαστε τον νόμο, είτε επειδή τα δικαστήρια κωλυσιεργούν ατελεύτητα είτε επειδή υπάρχει κι εκεί διαφθορά και σήψη. Παράλληλα, όμως δείχνει και μια ηθική κατάπτωση, καθώς η κοινωνία επιστρέφει σε μορφές δικαίου που είχαν περάσει δυστυχώς όχι ανεπιστρεπτί, απ’ ό,τι φαίνεται. Επιβάλλουμε τον νόμο, γιατί το υπάρχον σύστημα δεν μας καλύπτει και πιστεύουμε πλέον ξανά στην προσωπική-μας εκτίμηση που εξωδίκως επιβάλλει ό,τι δεν μπορεί να επιβάλλουν οι επίσημοι θεσμοί. Με ανησυχεί μια τέτοια προοπτική…
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 25, 2011

“Ο Όλυμπος των αποκλήρων” του Γιασμίνα Χάντρα

Η κοινωνία είναι ευτυχία και η περιθωριοποίηση κατάρα ή η κοινωνική ζωή είναι ζούγκλα και η έξοδος από αυτήν γενναία απόφαση αλλά και αρχή μακαριότητας; Τίποτα δεν είναι αυτονόητο στη σύγχρονη εποχή όπου ο άνθρωπος έχει εγκλωβιστεί στο κυνήγι του πλούτου και ξεχνά την ελευθερία της ολιγάρκειας.

Αραβικός καφές:
Yasmina Khadra
“L’ Olympe d’ Infortunes”
Paris 2010
Γιασμίνα Χάντρα
“Ο Όλυμπος των αποκλήρων”
μετ. Γ. Στρίγκος
εκδόσεις Καστανιώτη
2011

            Ο Χάντρα, αλγερινός συγγραφέας, νομίζω γαλλόφωνος, που ξεκίνησε να γράφει με γυναικείο ψευδώνυμο, είναι μια σταθερή αξία στον χώρο, όχι μόνο με τα πεζά-του έργα αλλά και τα θεατρικά-του. Τον αγάπησα από το προηγούμενο μυθιστόρημά-του “Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα”, ενώ άλλα έργα-του όπως το “Μοριτούρι” , “Τα χελιδόνια της Καμπούλ” ή  "Το τρομοκρατικό χτύπημα" θεωρούνται ακόμα καλύτερα.
            Το συγκεκριμένο κείμενο δεν διακρίνεται από την κινηματογραφική-του πλοκή, την έντονη δράση ή την καθηλωτική-του υπόθεση. Όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, “Ο Όλυμπος των απόκληρων είναι μια αλάνα που βρίσκεται ανάμεσα στη θάλασσα και σε μια χωματερή. Ο Ας ο Μονόφθαλμος, ο χαζούλης Τζούνιορ, ο Πασάς και οι μέθυσοι αυλικοί του, όλοι τόσο συγκινητικοί όσο και σκοτεινοί, έχουν δομήσει εκεί τη δική τους κοινωνία, που τη διέπουν άλλοι κανόνες και άλλα δεδομένα. Ως την ημέρα που, από το πουθενά, θα εμφανιστεί κάποιος ανάμεσά τους –μια παράξενη μορφή, επιβλητική, συμβολική, βιβλική σχεδόν– που φαίνεται να γνωρίζει τα πάντα για τον καθένα τους και που με τα λεγόμενά του θα ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα του ιδιόμορφου αυτού μικρόκοσμου”.
            Πιο πολύ, όπως ίσως μπορεί κανείς να καταλάβει, εμφανίζεται μια τοιχογραφία ενός κόσμου που διαφέρει από τον συνηθισμένο και ζει με τις δικές-του ανάγκες και επιθυμίες. Αυτοί οι άνθρωποι βρέθηκαν προφανώς εκεί άκοντες αλλά έχουν προσαρμοστεί σ’ αυτήν τη ζωή και λειτουργούν με το σήμερα και όχι το αύριο, είναι ακτήμονες χωρίς έγνοιες και χωρίς κομφόρ, κινούνται ανέμελοι χωρίς υλικά αγαθά αλλά και χωρίς τα στοιχειώδη μέσα για να επιβιώσουν (ο θάνατος του Χαρούν αποδεικνύει τον ζωώδη τους βίο). Τελικά, είναι ευτυχείς ή δυστυχείς:
            Από τη μία, είναι ελεύθεροι και αντισυμβατικοί. Έχουν αποδεσμευτεί από την ύλη και πλησιάζουν τη μακαριότητα των ζώων, αφού ύψιστη επιδίωξή-τους είναι η εφήμερη επιβίωση και η ηρεμία της καθημερινότητας. Δεν χρειάζονται τον ηλεκτρισμό αφού έχουν το φεγγάρι, δεν τους νοιάζει που δεν έχουν τηλεόραση, αφού ο κόσμος είναι διεφθαρμένος και δεν θέλουν τη σήψη-του μέσα στην παράγκα-τους κ.ο.κ. Με αυτή την οπτική γωνία έχουν απαλλαγεί από τις παθογένειες της κοινωνίας, την ιδιοκτησία, τον πλούτο, τις εγωιστικές φιλοδοξίες και απολαμβάνουν τη φύση και την απλότητα. Η ολιγάρκεια είναι η ευτυχία-τους. 
            Από την άλλη, είναι ζωικοί και μοιρολάτρες. Ζουν κάτω από το επίπεδο του ανθρώπου, χωρίς ουσιαστικές επιδιώξεις και ανώτερες βλέψεις, φυτοζωούν μέσα στην απλυσιά και την ποταπότητα, υποσιτίζονται και πεθαίνουν μόνοι και απόκληροι. Παράλληλα, έχουν συμβιβαστεί με τη μοίρα-τους, δεν θέλουν να την αντιμετωπίσουν, βλέπουν τη ζωή όπως έλθει και δεν αγωνίζονται ούτε κατ’ ελάχιστον να αλλάξουν το status quo της μιζέριας και της σκουπιδοδίαιτης ζωής-τους. Τελματωμένοι και απαθείς δεν νοιάζονται να αφυπνιστούν, αλλά παθητικά ψοφοδεείς υποτάσσονται άβουλοι στη μοιραία έλευση των καλών και των κακών.
            Η πάλλευκη μορφή που θα έλθει, βγαλμένη από έναν άλλο κόσμο, ούτε καν από τον κόσμο των υπόλοιπων ανθρώπων, μοιάζει μεταφερμένη από ένα βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, ονόματι Μπεν Άνταμ. Εν μέρει μοιάζει ασύμβατη με τον ρεαλισμό του μυθιστορήματος, αν και πρόδρομοί-της θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι μαύρες φιγούρες που ήλθαν να πάρουν την ψυχή του Χαρούν. Θα λειτουργήσει εν τέλει ως αντικατοπτρισμός που θα κάνει τους απόκληρους να δουν τον εαυτό-τους στον καθρέφτη; Μπορούν οι κλοσάρ να ξαναπάρουν τη μοίρα στα χέρια-τους;
Ο Χάντρα θέλησε μέσα από τη συγκίνηση της ατμόσφαιρας και μέσα από αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο να μιλήσει αλληγορικά. Το μήνυμά-του έγκειται στην ιδέα του πόσο ζούγκλα είναι εντέλει η κοινωνία και πόσο ευτυχείς μπορούν να μείνουν όσοι την απαρνηθούν έστω και με ισχυρά τιμήματα. Ο προβληματισμός είναι ορατός, αν και αφηγηματικά βρήκα πολλά προβλήματα, κυρίως με την ουρανοκατέβατη εμφάνιση του Μπεν Άνταμ που φαίνεται τόσο ανοικονόμητη, όπως και την αλλαγή του Ας, ο οποίος παρακίνησε τον κηδεμονευόμενό-του Τζούνιορ να πάει στην πόλη και να δοκιμάσει την τύχη-του. Η 180ο μεταστροφή-του δεν δικαιολογείται ψυχολογικά, δεν εξηγείται με βάση εσωτερικούς κραδασμούς και διαμάχες, δεν προλαβαίνει να φανεί στα μάτια του αναγνώστη.
            Δεν θέλω να κλείσω παρακάμπτοντας την ποιητικότητα της γραφής μέσα στην ωμότητα. Ο Χάντρα, μολονότι μιλά με σαφή περιγράμματα, δεν αφήνει τη γλώσσα να υποταχθεί στην πραγματικότητα, αλλά σποραδικά χρωματίζει το γκρίζο της αφήγησης με εξαίσια δείγματα μεταφορικού εικονοποιητικού λόγου: “Η ακτή μοιάζει να ‘χει κλειστεί στον εαυτό της και η λιτανεία των κυμάτων έχει κάτι το ανησυχητικό. Θα ‘λεγε κανείς πως η θάλασσα απέκτησε ξαφνικά συνείδηση και τώρα θρηνεί για τα χιλιάδες ναυάγια που έχει προκαλέσει”.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 22, 2011

“Υπόσχεση γάμου” του Γιώργου Συμπάρδη

Αν η κριτική εξαίρει ένα έργο, ενώ εσύ δεν μπορείς να δεις την αξία-του, τότε ή α) πρέπει να διαβάσεις πολύ ακόμα για να αποκτήσεις υγιή κριτήρια (το πιθανότερο), ή β) η κριτική είναι κι αυτή υποσυνείδητα μέρος μιας ασθενούσας λογοτεχνίας που εκθειάζει το μέτριο λόγω αξιολογικής αμβλυωπίας ή γ) ο μικρόκοσμος της ελληνικής λογοτεχνίας δεν αφήνει την κριτική να ξεφύγει από ενσυνείδητες αγκυλώσεις.
Φρέντο:
Γιώργος Συμπάρδης
“Υπόσχεση γάμου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Πότε ένα βιβλίο αξίζει; Πότε μπορεί κανείς να πει ότι διάβασε κάτι και ψυχ-αγωγήθηκε; Πότε πιστεύει ο αναγνώστης στην αξία του έργου, στη ποιότητά-του που το κάνει άξιο σύστασης σε άλλους, που το κάνει να μένει στην κρισάρα του καιρού, λίγο ή πολύ διαχρονικό, ικανό να σταθεί παραπάνω χρόνο από το έτος κατά το οποίο κυκλοφόρησε και να διαβαστεί ίσως από τις μελλοντικές γενιές;
            Η απάντηση είναι εύκολη και δύσκολη μαζί, εύκολη, γιατί πολλά κανείς μπορεί να πει (πλοκή, γλώσσα, χαρακτήρες, αναλογία μορφής και περιεχομένου, ρηξικέλευθες ιδέες, μορφικές καινοτομίες, κοινωνικές συλλήψεις κ.ο.κ.) και δύσκολη, γιατί όλα αυτά φαίνονται συχνά εργαστηριακά, ψυχρά, αδύναμα εν ολίγοις να δώσουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Το μεγάλο έργο πρέπει να προκαλεί και μικρές ή μεγάλες αναταράξεις.
            Ο Συμπάρδης έκανε αίσθηση το 1998, όταν εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο-του “Ο άχρηστος Δημήτρης”, κι από τότε έμεινε στην αφάνεια περιμένοντας 13 χρόνια για να ξαναβγάλει τη δουλειά-του στη δημοσιότητα. Το προηγούμενο έργο μου φάνηκε μια κακή απομίμηση του δίδυμου αφεντικό – Ζορμπάς στο γνωστό έργο του Καζαντζάκη. Ύφος πλαδαρό, επιμονή σε λεπτομέρειες που απλώς παρουσιάζουν τα αυτονόητα, υπόθεση συγκολλητική με πολλά στιγμιότυπα χαλαρά συνδεδεμένα.
            Τι κομίζει τώρα εις την τέχνη; Είναι ένα όνομα που μπορεί να καταξιωθεί με ένα δεύτερο καλό βιβλίο, όπως η κριτική πιστεύει και για τα δύο-του έργα, ή είναι κι αυτός μια υπερτιμημένη μετοχή στο λιβάδι των ισχνών αγελάδων;
            Μέσα στην ιστορία τεσσάρων (και περισσότερων) απλών ανθρώπων που ζουν την καθημερινή ζωή-τους τι ενδιαφέρον μπορεί να προκύψει, τόσο ως προβληματισμός όσο και ως αισθητική πρόταση; Πίσω από τη ρηχή επιφάνεια περιστατικών και προσώπων, εμφανίζονται καταρχάς πολλές ρυτίδες που δείχνουν την αλλόκοτη όψη της συνηθισμένης ζωής των ατόμων. Ο Ζαχαρίας είναι ασφαλιστής, 42 χρονών άγαμος (μικρά παράξενα: έκανε παρέα σε έναν ετοιμοθάνατο φίλο-του στο νοσοκομείο και φαίνεται τόσο αφελής που εύκολα καταπίνει τις μικρές αγένειες των άλλων). Η Όλγα, παντρεμένη με δύο παιδιά, είναι νοσοκόμα, την οποία εγκαταλείπει ο άνδρας-της για μια άλλη (μικρά παράξενα: ο πεθερός-της τη γουστάρει κι αυτή βρίσκεται εγκλωβισμένη οικονομικά και συναισθηματικά). Η Βιβή εργάζεται κι αυτή στο νοσοκομείο και αναζητεί γαμπρό για να παντρευτεί (μικρά παράξενα: παρασύρεται και ανακουφίζει τη στύση ενός μικρού καθυστερημένου, ενώ και σε άλλες περιπτώσεις εκτονώνει τον ερωτισμό-της με ανάλογες κινήσεις). Η Αλέκα προϊσταμένη στο νοσοκομείο ζει τη συμβατική της ζωή με τον άνδρα-της και τα παιδιά-της, ώσπου αποκαλύπτεται πως κι αυτός ο γάμος κρύβει την εξάρτηση του άνδρα-της από τον τζόγο. Η κατάσταση εξελίσσεται όταν ο Ζαχαρίας σχετίζεται με τη Βιβή…
            Όταν συνειδητοποίησα πως το κείμενο κινείται σε δύο επίπεδα, το ένα ρηχό και ανούσιο, στηριγμένο στο μικρο/μεσο-αστικό τοπίο του βιβλίου, και το άλλο ήπια ανατρεπτικό και σε μικρές δόσεις παράδοξο, έδωσα στο μυθιστόρημα παράταση, ώστε να δω πώς (και αν) η συμπλοκή αυτών των δύο επιπέδων μπορεί να καταλήξει σε μια απογειωτική ώθηση. Το αποτέλεσμα; Θα ήθελα να ήξερα αν το έργο αυτό γραφόταν από μια μπεστσελερίστρια, που με ανάλογα υλικά πλάθει τον καθημερινό βίο των οικογενειακών σχέσεων και των ερωτικών ατυχιών, πώς θα πιάναμε στα χέρια-μας το βιβλίο.
            Και καθώς σκεπτόμουν όλα αυτά, έπιασα στη www.biblionet.gr να δω τι γράφτηκε από την επίσημη κριτική για το έργο. Θαμπώθηκα με τον τρόπο που οι επαγγελματίες του είδους αντιμετώπισαν τον Συμπάρδη, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είχαν εξυμνήσει και το προηγούμενο έργο-του το 1998. Η Κοτζιά μάλιστα δήλωσε πως πρόκειται για έναν από τους πέντε καλύτερους έλληνες μυθιστοριογράφους της μεταδικτατορικής περιόδου (!), γεγονός που με εξέπληξε όταν το διάβασα και εξακολουθεί να με εκπλήσσει.
Στις 30.4.2011 η Κοτζιά εξηγεί την άποψή-της λέγοντας πως “η «Υπόσχεση γάμου» είναι ένα πυκνότατα υφασμένο χρονικό χειρονομιών, κινήσεων, εντυπώσεων και υποθέσεων. Είναι μια πιστή καταγραφή επιθυμιών, προσδοκιών, πρωτοβουλιών και διαψεύσεων. Είναι μια έντεχνη αφήγηση μετακινήσεων, αμφιβολιών, συγκαλύψεων και αντιδράσεων” και συνεχίζει “Ο εξαιρετικά πολυάριθμος όγκος των μικρών πληροφοριών με τις οποίες ο συγγραφέας μας φέρνει αντιμέτωπους, μοιάζει να αποτελεί την επιβεβλημένη προϋπόθεση για να πραγματοποιήσει μια αποκωδικοποίηση του DNA των ανθρωπίνων σχέσεων - πληροφορίες με τις οποίες δεν πλήττουμε ποτέ γιατί ολοένα ψάχνουμε να ανακαλύψουμε τι βρίσκεται από πίσω, κι από δίπλα κι από κάτω”.
            Ο Ξυδάκης από την άλλη διευκρινίζει ότι “αυτή η πεζολογία, η αβάσταχτη και βασανιστική, είναι η μεγάλη αρετή του βιβλίου: το κουβάρι των ταπεινών βίων διαρκώς ξετυλίγεται και διαρκώς μπερδεύεται, οι άνθρωποι διαγράφονται όλο και διαυγέστερα, και η τόση διαύγεια, ο τόσος ρεαλισμός, απολήγει στο παράδοξο, στο αλλόκοτο. Η ζωή είναι αλλόκοτη. Τόσο πιο αλλόκοτη όσο πιο απλή”, ενώ την ίδια μέρα ο Χατζηβασιλείου σημειώνει στο Βήμα: “Μέσα από έναν εντελώς αδιακόσμητο και αποδραματοποιημένο ρεαλισμό και βασισμένος σε μια σταθερά κυκλική αφήγηση, που εναλλάσσει τις ιστορίες των προσώπων της με τη μέθοδο της σκυτάλης (εκεί που τελειώνει ένα επεισόδιο από την ιστορία του ενός ξεκινάει μια σκηνή από την ιστορία του άλλου, στο εσωτερικό μιας αδιάσπαστης ροής), ο Συμπάρδης γράφει ένα μυθιστόρημα όχι για το έκκεντρο και το αίολο των εξατομικευμένων πραγμάτων, όπως στον Αχρηστο Δημήτρη, αλλά για την αντινομική σχέση ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι» της μικροαστικής καθημερινότητας”.
Από την παράσταση
του Εθνικού
βασισμένη στο
"Τρίτο στεφάνι"
            Σταμάτησα να διαβάζω κριτικές για το έργο το καλοκαίρι. Πείστηκα ότι όλοι θέλχτηκαν από την αποτύπωση του μικροαστικού, την ολότητα ενός ακρωτηριασμένου χαρακτήρα και την απόδοση πολλών άλλων μικροαστικών νοοτροπιών και κινήσεων, αλλά κανείς δεν μίλησε για τη ράθυμη φλυαρία του έργου που θέλει να πνίξει τον αναγνώστη με την ελληνική μιζέρια και που κολυμπά στα μουντά νερά της ακινησίας. Στο έργο δεν αναζητούνται τα αίτια της νεοελληνικής πραγματικότητας αλλά ο συγγραφέας μόνο μένει στην απεικόνιση αυτής της στασιμότητας. Είναι σαφώς καλύτερο από τον “Άχρηστο Δημήτρη”, αλλά όσο αναπλάθουμε τον προβληματισμό της δεκαετίας του ’60, τόσο μένουμε προσκολλημένοι σε παρωχημένες πτυχές της ζωής, πτυχές που όσο κι εξακολουθούν να υπάρχουν, δεν προσφέρει κάτι να τις ξανασυζητάμε αν δεν αλλάξουμε το πρίσμα με το οποίο τις παρακολουθούμε. Δηλαδή τι κερδίζουμε ξαναδιαβάζοντας την αισθητική και την ιδεολογία παλιότερων εποχών; Τι στην ουσία ξαναβλέπουμε που δεν το είδαμε σε αποτυπώσεις όπως του Ταχτσή και του Κουμανταρέα;
            Ξαναγυρίζω στο αρχικό-μου ερώτημα; Αν ο Συμπάρδης μάς σερβίρει την όψη της νεοελληνικής πραγματικότητας από μια σκοπιά που δεν την έχουμε ξαναδεί, τότε το έργο-του αξίζει. Αν μας εξηγεί το τέλμα και τη σήψη, τότε το μυθιστόρημά-του αναδεικνύεται σε μοχλό προβληματισμού. Αν καινοτομεί μορφικά και αυτή η κυκλική μορφή (με την εμμονή στη λεπτομέρεια) έχει να επιδείξει μια αισθητική πρωτοπορία, τότε θα προσυπέγραφα τον χαρακτηρισμό της Κοτζιά. Αν όμως όλα αυτά είναι κούφια λόγια, τότε το βιβλίο αυτό δεν θα το κρατήσω καν στη βιβλιοθήκη-μου.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, November 20, 2011

Χυμός μάνγκο: Γιατί διαβάζουμε ξένη λογοτεχνία

Το Βιβλιοκαφέ συνήθως διαβάζει ελληνική λογοτεχνία και προσπαθεί να είναι ενήμερο για την εγχώρια πεζογραφία, είτε πρόκειται για το διήγημα είτε για το μυθιστόρημα. Κι αυτό γιατί πιστεύει πως το στίγμα της ανάγνωσης ξεκινά από τη γλώσσα και την κουλτούρα μέσα στην οποία ζούμε, από τις οποίες επηρεαζόμαστε και μέσω των οποίων προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω-μας (βλ. τη μικρή ανάρτησή-μας προ τετραετίας, 8.1.2008, και τον ανάλογο προβληματισμό της Κοτζιά στο άρθρο της 20ής.11.2005).
        Από την άλλη, δεν παραγνωρίζω τα ξενόγλωσσα βιβλία που σε πλήθος μεταφράσεων καλύπτουν εν μέρει ή εν πολλοίς την παραγωγή που κυκλοφορεί σε όλη τη γη, με προεξάρχουσες την αγγλόφωνη, τη γαλλόφωνη, την ισπανόφωνη κ.ο.κ. λογοτεχνία. Όλο και περισσότερο συνειδητοποιώ ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει συγκρίσεις και να αξιολογεί, να έχει αυτοσυνειδησία και εθνική (λογοτεχνική) αυτογνωσία, να αντιλαμβάνεται τη στάθμη των καλλιτεχνικών-μας εγχειρημάτων και να κατανοεί την προβληματική που αρθρώνεται σε όλο τον κόσμο (άρα και το ποιόν με το οποίο η δική-μας παραγωγή παρακολουθεί τις εξελίξεις), αν δεν προσπαθεί να δει τι θεωρείται κορυφαία λογοτεχνία σε διεθνές επίπεδο.
πηγή: guardian.co.uk

        Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ευτυχείς που σοβαροί εκδοτικοί οίκοι και πάμπολλοι μεταφραστές, πολλές φορές μεταφράζοντας κατευθείαν ακόμα κι από περιφερειακές γλώσσες, φέρνουν στο ελληνικό κοινό κλασικά αλλά και σύγχρονα έργα, άλλοτε σε μεγάλη κι άλλοτε σε ελάχιστη χρονική απόσταση. Ο Έλληνας μπορεί να διαβάσει έργα των Νομπελιστών, ακόμα κι αν ήταν ως τη βράβευσή-τους αφανείς, αλλά και των βραβευθέντων λ.χ. με Booker ή με Goncourt, των μπεστ-σέλερ στην Αμερική αλλά και των καλών συγγραφέων της Αφρικής και της Ασίας... Πολλοί σκάουτερ, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο του ποδοσφαίρου, διαβάζουν πλέον τον ξενόγλωσσο τύπο και τις κριτικές οι οποίες κοσκινίζουν την παραγωγή ανά χώρα, διαβάζουν και τα ίδια τα βιβλία, και συχνά σπεύδουν να τα εκδώσουν στα ελληνικά. Επομένως, δεν είμαστε αποκομμένοι από το παγκόσμιο σκηνικό και κανείς δεν μπορεί να προφασιστεί αδυναμία προσέγγισης της διεθνούς παραγωγής, όσο κι αν υπάρχουν ακόμα κενά.
Meissonier Jean
Louis Ernest
"The Reader in White"
        Ξαναγυρίζω στο κέντρο της ανάρτησής-μου που έγκειται στο γιατί (παράλληλα με την ελληνική) σκόπιμο είναι να διαβάζουμε και την ξένη λογοτεχνία.
Πρώτα απ’ όλα το επίπεδο της ελληνικής φυσικά είναι χαμηλότερο από τα σπουδαία έργα των μεγάλων λογοτεχνιών. Έτσι, αν κάποιος ερχόταν από τον Άρη και μπορούσε να διαβάσει όλες τις γλώσσες, θα έβρισκε ελάχιστα ελληνικά λογοτεχνήματα άξια λόγου και βεβαίως θα συγκέντρωνε πολλά αμερικανικά, γαλλικά, ρώσικα, αραβικά, ισπανικά αλλά και πορτογαλικά, ιαπωνικά, τούρκικα κ.ο.κ. που θα άξιζε να διαβάσει. 
Όπως έλεγε και ο Χάρολντ Μπλουμ, επειδή ζούμε λίγα χρόνια, δεν μπορούμε να διαβάσουμε τα πάντα και γι’ αυτό πρέπει να καταρτίσουμε τον Κανόνα των καλύτερων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας και να εντρυφήσουμε τουλάχιστον σ’ αυτά. Διαβάζω στον ελεύθερο χρόνο-μου σημαίνει απολαμβάνω κείμενα που έχουν υψηλή ποιότητα και επομένως δεν μπορώ παρά να αναζητήσω (με μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας) αυτήν την ποιότητα στις μεγάλες λογοτεχνίες με παράδοση στο μυθιστόρημα και καταξιωμένες πέννες.
        Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι το διεθνές σκηνικό αλλάζει (σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό κ.ο.κ. επίπεδο) και, παράλληλα, η τέχνη και ειδικότερα η λογοτεχνία, άλλοτε καλύτερα κι άλλοτε όχι, αποτυπώνει και ερμηνεύει τη ζωή-μας μέσα σ’ αυτό το νέο πλαίσιο. Έτσι, όποιος διαβάζει την παγκόσμια λογοτεχνία (μαζί με όσα εισπράττει από τον τύπο, το διαδίκτυο, τα ταξίδια κ.ο.κ.), μπορεί καλύτερα να εισέλθει στο βαθύτερο νόημα των πραγμάτων, όπως το συλλαμβάνουν οι συγγραφικές συνειδήσεις ανά τον κόσμο. Τα καλύτερα έργα διακρίνονται πέρα από τις αισθητικές-τους πρωτοπορίες και από τη δύναμη της σκέψης των δημιουργών-τους, σκέψη που μπορεί να καθοδηγήσει το μυαλό-μας σε ευρύτερες από τον ελληνικό μικρόκοσμο συλλήψεις της ανθρώπινης ζωής.
Pieter van den Bos
"Old Woman
Reading Book"
        Τρίτον αλλά εξίσου σημαντικό είναι η δυνατότητα σύγκρισης, που υπαινίχθηκα παραπάνω. Οι αισθητικές τάσεις και οι νέες τεχνοτροπίες εξελίσσονται φυσικά πιο γρήγορα στο εξωτερικό, όπου συντελούνται και οι αλλαγές. Η ελληνική λογοτεχνία ακολουθεί αργά ή γρήγορα, αλλά το μέτρο σύγκρισης είναι σχεδόν πάντα το αισθητικό γίγνεσθαι όπως αυτό εξελίσσεται στις ξένες λογοτεχνίες. Συνεπώς, για να μπορούμε να κρίνουμε και να αξιολογούμε, να εκτιμούμε και να απαξιώνουμε, να καταλαβαίνουμε το ύψος ή το βάθος της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής, πρέπει έστω και σποραδικά να γνωρίζουμε τι συμβαίνει αλλού. Η εγχώρια παραγωγή δεν κρίνεται μόνο στη μεταξύ των ελληνικών έργων σχέση αλλά κυρίως στο κοντράρισμά-της με τη διεθνή λογοτεχνία. Εφόσον δεν θέλουμε να είμαστε πια επαρχία (όσο κι αν στην πράξη ακόμα είμαστε), δεν μπορούμε να ταμπουρωνόμαστε μέσα στα γλωσσικά-μας κάστρα, αλλά οφείλουμε να ανοιχτούμε και να διεκδικήσουμε δάφνες στον ωκεανό της παγκόσμιας πεζογραφίας. Η ανάγνωση ξένων βιβλίων ενισχύει τα κριτήριά-μας για την ανάγνωση και αξιολόγηση των ντόπιων έργων.
        Τα Βιβλιοκαφέ εξακολουθεί να διαβάζει ως επί το πλείστον ελληνικά έργα, αλλά αφενός η μείωση του αριθμού-τους και αφετέρου η ανάγκη να μένουμε ενημερωμένοι για τις διεθνείς εξελίξεις μας ωθεί και σε άνοιγμα –που όσο πάει μεγαλώνει- στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 18, 2011

“Οι δύο αδελφές από την Πράγα” του Ζερόμ Γκαρσέν

Θυμηθείτε τον Κούντερα και τη μετακίνησή-του από την Τσεχία στη Γαλλία. Βάλτε στο μπολ αρκετή αυτοαναφορικότητα και λίγες κουταλιές κριτικής στο σύστημα συγγραφέα-ατζέντη-εκδότη και θα δείτε τη συνταγή του γάλλου σεφ στο πιάτο-σας.
Γαλλικός με γάλα:
Jérôme Garcin
Les Sœurs de Prague
Gallimard
2007
Ζερόμ Γκαρσέν
Οι δύο αδελφές από την Πράγα”
μετ.  Ρ. Παπαδάκη
εκδόσεις Πόλις
                             2011

            Είναι στη μόδα στην Ευρώπη τα λογοτεχνήματα που θα τα ονόμαζα βιβλιαναφορικά. Πρόκειται για μυθιστορήματα που έχουν ως βασικό-τους θέμα το βιβλίο, τον συγγραφέα, το εκδοτικό σύστημα, τους κριτικούς, το βιβλιοπωλείο ως χώρο προώθησης και ως κυψέλη ανάγνωσης, τις σχέσεις όλων των εμπλεκομένων με τη βιβλιοπαραγωγή. Θυμίζω από την πρόσφατη σοδειά μερικά έργα που τα παρουσίασα στο Βιβλιοκαφέ: το έργο της Laurence Cossé “Στο καλό μυθιστόρημα” (11/4/2011), το διασκεδαστικό βιβλιαράκι του Alan Bennett “Το βασίλειό μου για ένα βιβλίο” (13/1/2010), το αδιάφορο μυθιστόρημα του Paul Desalmand “Ένα βιβλίο για πέταμα” (9/3/2008), χωρίς να αναφέρω άλλα έργα που αφορούν τη βιβλιοθήκη και την ανάγνωση.
            Το παρόν βιβλίο του γάλλου συγγραφέα θέτει στο κέντρο-του την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα όχι ενός συγγραφέα ή κριτικού αλλά μίας ατζέντισσας. Ο αφηγητής είναι συγγραφέας που ξεχώρισε κάπως με το έργο-του «Ο ψύχραιμος» και δέχθηκε αφού το σκέφτηκε την πρόταση της ισχυρής ατζέντισσας των Παρισίων Κλάρα Γκότβαλντ να τον αναλάβει. Αρχίζει έτσι να συχνάζει στους κύκλους-της και ειδικά μετά την έλευση στη Γαλλία της αδελφής-της Χίλντα, συνειδητοποιεί την προσωπικότητά-της αλλά και το παρελθόν-της στη κομουνιστοκρατούμενη Πράγα, ώσπου να φύγει στην ελεύθερη Δύση και να αναρριχηθεί με πυγμή, αποφασιστικότητα, διπλωματία, δημόσιες σχέσεις, γοητεία κ.ο.κ. στον χώρο του βιβλίου αλλά και του κινηματογράφου. Η Κλάρα Γκότβαλντ κατάφερε να μετατρέψει τον αριβισμό-της σε εμπράγματη αναγνώριση και σε ένα δίκτυο που έλεγχε όλη τη πνευματική ζωή του Παρισιού.
            Το κείμενο ξεκινά με τις σκέψεις του συγγραφέα-αφηγητή για τη σχέση-του με την ατζέντισσά-του και τον ρόλο-της στη συγγραφική-του πορεία. Συνεχίζει με αναφορές στη νοοτροπία του εκπατρισμένου και την πολιτική ατμόσφαιρα στην Πράγα, στοιχεία που παραπέμπουν ευθέως στον Μίλαν Κούντερα και στο ταξίδι-του από την τσέχικη ταυτότητα στη γαλλική. Έπειτα, ξαναγυρίζουμε στο εκδοτικό σύστημα με διάστικτες διακειμενικές νύξεις και με σκηνές ερωτισμού, καλοπέρασης, διανοουμενίστικης ευζωίας, ένα είδος φιλελευθερισμού των πνευματικών ανθρώπων που καταντά έκλυτος βίος. Και πάνω σ’ αυτό καταρρέει ο πύργος των αδελφών Γκότβαλντ και αρχίζει η ήρεμη ζωή του αποσυρμένου από την τύρβη συγγραφέα…
            Τα μηνύματα του μυθιστορήματος αφορούν, απ’ όσο κατάλαβα, τον ψεύτικο κόσμο στον οποίο κινούνται όλοι οι περί το βιβλίο και τη σήψη πάνω στην οποία χτίζουν τις καριέρες-τους. Παρά τις ατμοσφαιρικές σκηνές, τις αυτοαναφορικές σκέψεις και την σκιαγράφηση της κραταιής Κλάρα ως δολοπλόκου αλλά και ως ηγέτιδας, ως μαέστρου συγγραφικών οργάνων αλλά και ως προαγωγού, ως φιλικής αλλά και ως δυναστικής παρουσίας, το έργο αγγίζει ελάχιστα όσους δεν παροικούν στην Ιερουσαλήμ. Η κορύφωση και η πτώση, η άνοδος και η κάθοδος, η δέση και η λύση τελικά δεν άφησαν πολλά στο κόσκινο με το οποίο διαβάζω τα βιβλία. Ίσως ο βασικός λόγος είναι ότι ο Γκαρσέν προτίμησε να περιοριστεί σε μια ήρεμη εξέλιξη, που να λέει ίσως πολλά σε όσους τα ζουν, αλλά δεν μεταφέρει το βάρος της υποκρισίας και της αδιέξοδης τραγικότητας τέτοιων ανθρώπων σε όσους δεν βρίσκονται στο παρασκήνιο.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 15, 2011

“Το όνειρο του Κέλτη” του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Μετα-αποικιοκρατική λογοτεχνία όχι σε συσκευασία καταγγελίας και εύκολου αντιδραστικού λόγου, αλλά παρουσιασμένη σε μικρό κουτί με ακριβά έλαια, όπου η μυθοπλαστική αφήγηση κερδίζει τον αναγνώστη και του μεταφέρει με καλλιτεχνική ποιότητα την πολιτική σκέψη άλλων λαών.
Καφές με ρούμι:
Mario Vargas Llosa
“El sueño del celta”
2010
Μάριο Βάργκας Λιόσα
“Το όνειρο του Κέλτη”
μετ. Μ. Μπονάτσου
εκδόσεις Καστανιώτη
2011

            Μερικές φορές περιμένεις πολλά από ένα όνομα σαν αυτό του Γιόσα, με διεθνή αναγνώριση και βραβείο Νόμπελ, και τελικά αποζημιώνεσαι στο ακέραιο. Διαβάζοντας τον “Άνθρωπο που έλεγε ιστορίες” πριν από λίγο καιρό, είχα νιώσει την αποκάλυψη μιας μεγάλης πέννας, που ξέρει να χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία τη γλώσσα αλλά και τις σκηνές, την ιστορία αλλά και την ατμόσφαιρα. Τώρα επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά η πεποίθηση αυτή.
            Στην αρχή φαίνεται μια αδιάφορη ιστορία. Μια ιστορία μετα-αποικιακού τύπου που θα δείξει για άλλη μια φορά την ιμπεριαλιστική και απάνθρωπη πολιτική των Ευρωπαίων έναντι των φυλών της Αφρικής και της Αμερικής! Μια ιστορία η οποία πιο πολύ εμμένει στα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στο Κονγκό παρά στη μυθοπλαστική ζωή του κεντρικού χαρακτήρα Ρότζερ Κέισμεντ. Γρήγορα όμως ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το συνολικό σχέδιο του μυθιστορήματος και εκτιμά την ποιότητα της συγγραφής-του.
            Πρώτ’ απ’ όλα η πλοκή, χωρίς να γίνεται δαιδαλώδης, έχει δουλευτεί βάσει πλάνου, το οποίο ξετυλίγεται σταδιακά με σαφή περιγράμματα. 1916: ο Ιρλανδός Ρότζερ βρίσκεται στη φυλακή (για άγνωστους στον αναγνώστη λόγους) και γίνεται προσπάθεια από διακεκριμένα άτομα να γλιτώσει τη θανατική ποινή. Με μια μεγάλη αναδρομή αντιλαμβανόμαστε την ιστορία-του, από τη στιγμή που φεύγει από τη Βρετανία για να ζήσει την περιπέτεια στο Κονγκό αλλά και με τα φιλόδοξα όνειρα να συμμετέχει στον εκπολιτισμό της Αφρικής. Εκεί συνειδητοποιεί ότι τα μεγάλα λόγια του βασιλιά Λεοπόλδου του Βελγίου είναι κούφια, αφού οι Ευρωπαίοι εκμεταλλεύονται τους ντόπιους αναγκάζοντάς-τους να δουλεύουν για να παραγάγουν όσα προβλέπονται και, αν αυτοί δεν τα καταφέρουν, τους τιμωρούν με σαδιστικές μεθόδους. Γυρίζοντας στην Ευρώπη συντάσσει μια έκθεση για όσα συμβαίνουν και χαρίζει στο πρόσωπό-του κύρος και αναγνώριση για την ανθρωπιστική-του καταγγελτική στάση. Σε δεύτερη φάση αποστέλλεται ως πρόξενος της Μ. Βρετανίας στο Περού για να διερευνήσει τις καταγγελίες ότι οι Ευρωπαίοι συμπεριφέρονται με τον ίδιο απάνθρωπο τρόπο στις φυλές του Αμαζονίου. Η αλήθεια είναι εξίσου οδυνηρή…
            Ενώ λοιπόν παρακολουθούμε τη ζωή-του από τα παιδικά-του χρόνια ως το Κονγκό και την Αμαζονία, βρισκόμαστε (ως προς το παρόν) αντιμέτωποι και με μια ζωογόνο εκκρεμότητα που επιφυλάσσει θάνατο ή γλιτωμό. Η αφήγηση εναλλάσσεται με εύστοχο τρόπο ανάμεσα στο σήμερα και στο άλλοτε, χωρίς πολλά πηγαινέλα αλλά με ολοκληρωμένες ενότητες που δίνουν ολοκληρωμένη την εικόνα του τότε και του τώρα. Επιπλέον, το γιατί είναι στη φυλακή και τι μέλλει γενέσθαι αποκαλύπτεται σε δόσεις, με βασικό άξονα την ενεργό συμμετοχή-του σε προσπάθειες να απελευθερωθεί η Ιρλανδία, την οποία βλέπει ο Κέισμεντ ως μία κτήση κι αυτή (ανάλογη με αυτές στις υπανάπτυκτες χώρες) που δέχεται την εκμετάλλευση της Βρετανίας και στην ουσία υπόκειται σε αποικιοκρατικό καθεστώς. Ασχέτως αν η κατηγορία για συγκεκριμένες αντεθνικές ενέργειες δεν ευσταθούν, όλη η περιπέτεια σε Αφρική και Αμερική τον έκανε να συνειδητοποιήσει τις έννοιες πατρίδα και κατοχή, εκμετάλλευση και ούτω καθεξής μέσα στην πολιτισμένη Ευρώπη.
            Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα αρθρώνει πολιτικό λόγο με βασικό άξονα την εκμετάλλευση των ιθαγενών από τις μεγάλες Δυνάμεις. Βλέπει το χρήμα ως παράγοντα διαφθοράς που δεν μετατρέπει τον άνθρωπο σε κτήνος, θεωρεί την απληστία μέσο εξαχρείωσης, απλώνει στις σελίδες-του αδίστακτους στρατιωτικούς, κυνικούς στρατιώτες, νηφάλιους αλλά αδιάφορους άρχοντες, ρεαλιστές μέσα στη νιρβάνα-τους πρέσβεις, παθητικούς ιθαγενείς κ.ο.κ. Παραδόξως, δεν κατηγορεί τους κληρικούς που τους παρουσιάζει να προσφέρουν γνήσια ανθρωπιστικό έργο και να αμύνονται των δικαιωμάτων των ντόπιων. Ο μόνος τρόπος αλλαγής είναι, κατά τη γνώμη του ήρωά-του, η επανάσταση, αφού νόμιμες και νομικές διεργασίες δεν θα είχαν αποτέλεσμα.
            Η μετα-αποικιακή λογοτεχνία γενικά δούλεψε και δουλεύει ακόμα θέματα όπως ο ιμπεριαλισμός, η οικονομική εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου, οι σχέσεις δυνάστη και δυναστευόμενου, αλλά πιο υπαρξιακά και θέματα ταυτότητας, υβριδισμού, εθνικής συνείδησης και διεθνισμού, ντόπιας κουλτούρας και παγκόσμιου πολιτισμού, κρεολισμού και ανεκτικότητας λαών κ.ο.κ. Έτσι, χιλιάδες συγγραφείς που κατάγονται από χώρες με αποικιοκρατικό παρελθόν ξαναψάχνουν την ιστορία-τους για να ανεύρουν τα αίτια της εθνικής-τους παθογένειας αλλά και τα λάθη που έχουν οδηγήσει την ανθρωπότητα στη σημερινή κατάσταση.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, November 13, 2011

Από τον “Βιβλιοδρομικό” πλούτο στο Weekendικό γκλάμουρ

Μέχρι πριν από λίγο καιρό “Τα Νέα” είχαν το καλύτερο ένθετο για τα βιβλία, με πλούσιο περιεχόμενο και ποικιλία θεμάτων. Αντίθετα, “Το Βήμα” είχε καταντήσει άξενο για το βιβλίο, αφού τα περισσότερα κείμενα τα υπέγραφε μόνο ο Βιστωνίτης! Τώρα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί: το “Βήμα” έχει εμπλουτιστεί με πλήθος κειμένων και με σχέδιο δράσης στην αποτύπωση της βιβλιοπαραγωγής, ενώ τα “Νέα” έριξαν τα στάνταρ που είχαν ως τώρα.
Η πολιτική των “Νέων” (και αναφέρομαι μάλλον στην κεντρική στρατηγική και όχι στον χειρισμό του Βιβλιοδρομίου από τη Μικέλα Χαρτουλάρη) έχει περιορίσει τον χώρο για τις ιδέες σε λιγοστές σελίδες, από τις οποίες ΜΟΝΟ τέσσερις αφορούν αμιγώς το βιβλίο, ενώ μερικές στήλες είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, όπως αυτές της Φραγκουδάκη, του Γεωργουσόπουλου και του Χάρη. Το βιβλίο συρρικνώνεται (και δεν αναφέρομαι μόνο στη μείωση του έντεχνου πεζού ή στη μόνιμη απουσία της ποίησης) κι εμείς οι αναγνώστες χάνουμε άλλον έναν πόρο ιδεών και αξιολόγησης.
          Στο ίδιο μήκος κύματος δεν περνάει απαρατήρητη η επιλογή των υπογραφών των άρθρων και των κριτικών, θέμα που πάντα με προβλημάτιζε ακόμα και στα χρόνια των παχιών αγελάδων για το Βιβλιοδρόμιο. Το ένθετο στηρίζεται (και στηριζόταν ανέκαθεν) σε επώνυμους που διαθέτουν τίτλους και περγαμηνές, των οποίων το όνομα ενίοτε βαραίνει πιο πολύ από το ίδιο το περιεχόμενο των κειμένων-τους. Έχουμε δει λοιπόν κατά καιρούς αναγνωρισμένους ιστορικούς να κρίνουν λογοτεχνικά βιβλία ή επιστήμονες άλλων χώρων να εκφράζονται για την ποιότητα μυθιστορημάτων ή διηγημάτων (και δεν είναι καν μπλόγκερ…!). Ο αναγνώστης έλκεται από το βαρύ όνομα του συντάκτη, χωρίς πολλές φορές να βλέπει και το ανάλογο βάρος στις ιδέες. Ζούμε σε μια εποχή στην οποία αυθεντία είναι ο επώνυμος, ακόμα κι αν μιλάει για άσχετα με την επιστήμη-του θέματα ή για τη γενικότερη κοινωνική πραγματικότητα, όχι κατ’ ανάγκη επειδή την έχει μελετήσει ενδελεχώς αλλά επειδή θα ενδυναμώσει το κύρος της εφημερίδας με το όνομά-του.
          Δεν θα παραλείψω να επισημάνω την τωρινή απουσία του Δημοσθένη Κούρτοβικ από τις σελίδες του Βιβλιοδρομίου. Ο Κούρτοβικ, παρά τις πολλές ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς για την παθιασμένη οξύτητα της πέννας-του, είναι –κατά τη γνώμη-μου– ο οξυδερκέστερος και ικανότερος κριτικός της σημερινής εποχής. Πιάνει ένα βιβλίο και στοχεύει ευθύβολα στη συμβολή-του στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και στην ιδεολογική προοπτική που αυτό δημιουργεί, ενώ δεν παραλείπει να εκθέσει, συνήθως εύστοχα, και τις αντιρρήσεις-του. Η απουσία-του λοιπόν φτωχαίνει τα Νέα και την κριτική-μας εν γένει.
          Κι αν υποθέσουμε ότι οι περικοπές και η οικονομική κρίση οδήγησαν τους υπεύθυνους στο να μειώσουν όλες τις σελίδες κάθε σαββατοκυριακάτικου φύλλου, τότε θα ήταν λογικό και το ένθετο για το βιβλίο να πέσει θύμα της λιτότητας. Αλλά, μετά λύπης-μου παρατήρησα ότι εμφανίστηκαν ωραιότατα ωραιότατα μερικές πολύχρωμες σελίδες life style με πολύ φωτογραφικό υλικό, με τουαλέτες και μαγιό, με glamorous πρόσωπα και περίλαμπρες παρουσίες, φωτογραφίες με celebrities και με διάσημους, με νέα από τη show biz, με ειδησούλες από το καλλιτεχνικό στερέωμα, με θέματα που προσελκύουν το μάτι και δελεάζουν τον Μ.Ο. των αναγνωστών. Το κακό είναι πως δεν τα συναντάμε σε μια εφημερίδα “λαϊκού” ύφους, αλλά σε μια εφημερίδα που ποτέ δεν κατέβασε το επίπεδό-της, ασχέτως της πολιτικής και κομματικής-της τοποθέτησης και της όποιας φιλοκυβερνητικής ή αντικυβερνητικής-της γραμμής. Το χειρότερο είναι ότι δεν ήλθαν οι σελίδες αυτές μόνο για το καλοκαίρι, αλλά ξεκίνησαν χαλαρά, συνέχισαν το φθινόπωρο, εδραιώθηκαν και, απ’ ό,τι φαίνεται, θα μείνουν…
          Πατριάρχης Φώτιος