Thursday, November 29, 2007

Ελληνικός πολλά βαρύς: Τ. Θεοδωρόπουλος

Τάκης Θεοδωρόπουλος: Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης
Το μυθιστόρημα αυτό είναι σίγουρα κάτι διαφορετικό στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας, αφού μεταφέρει το βάρος της ιστορίας από την υπόθεση στη διερεύνηση συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων, αυτών την ανακάλυψης του αγάλματος της Αφροδίτης στη Μήλο στα 1820 και της μεταφοράς του στο Μουσείο του Λούβρου.
Χαρακτηρίστηκε «στοχαστική λογοτεχνία», καθώς η μυθοπλασία περιορίζεται, τα πλαστά πρόσωπα εκλείπουν (;) εντελώς και η συνολική σύνθεση βασίζεται στην ανάπλαση σκηνών και γεγονότων, κινήτρων και επιδιώξεων των ανθρώπων της εποχής, όπως διασώζονται στις πηγές και όπως ανασυντίθενται από τη φιλέρευνη φαντασία του συγγραφέα. Ως προς αυτό το δεδομένο μοιάζει με τα «Αμίλητα, βαθιά νερά» της Ρ. Γαλανάκη, χωρίς τις εξιδανικεύσεις της τελευταίας. Με την ίδια λογική, θα μπορούσε να ονομαστεί, λοιπόν, «μυθιστορηματικό χρονικό» ή «δοκιμιακό χρονικό». Λιγάκι μού θύμισε Κούντερα και την τάση του να αναλύει όσα λέει δοκιμιακά, να παρενθέτει αφήγηση και σχόλια και να μην αφήνει τον αναγνώστη να ακολουθήσει τους δικούς του δρόμους στην αναπαράσταση των δρωμένων. Έχουμε προ πολλού μπει στο χώρο της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας.
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι η ένδειξη πώς μας είδαν οι Ευρωπαίοι τότε αλλά και τώρα, οπότε οι περισσότεροι επισκέπτες του Λούβρου κατευθύνονται προς αυτή και την Τζοκόντα. Είναι συνάμα δείγμα της στάσης των Νεοελλήνων προς το κλασικό παρελθόν τους, με όλες τις στρεβλώσεις, τις ιδιοτέλειες, τις βολικές ερμηνείες που το έχουμε φορτώσει. Πρόκειται για μια απομυθοποίηση της ιστορίας και της έννοιας του κλασικού. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την κριτική του Β. Χατζηβασιλείου (εφ. Ελευθεροτυπία, 20.4.2007):
«Με αυξημένο, λοιπόν, εξαρχής τον ειρωνικό του δείκτη, ο Θεοδωρόπουλος προχωρεί (κομματιάζοντας εκ νέου το -διαμελισμένο από τον χριστιανικό ζήλο των Βυζαντινών- κορμί της Αφροδίτης) σε μια πλήρη εξάρθρωση του μύθου της τέλειας αρμονίας, στρέφοντας τα βέλη του όχι τόσο εναντίον της αρχαιότητας (για την οποία μοιάζει αδύνατον να ξέρουμε τι ακριβώς πρέσβευε το πολυθρύλητο άγαλμα, καμωμένο, άλλωστε, από τα χέρια άγνωστου μέχρι και σήμερα καλλιτέχνη) όσο εναντίον των εξιδανικεύσεων του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, αλλά και της νεοελληνικής αρχαιολατρίας, που είναι κιόλας ετοιμοπόλεμη (διά στόματος των δυτικομαθημένων διαφωτιστών…»
Δεν θα παραλείψω να δηλώσω ότι με κούρασε ο φόρτος των λεπτομερειών και η προσπάθεια ανασύστασης μέχρι και των τελευταίων στιγμών στην πορεία αυτή. Η ψευδο-ιστορική (σεναριακή) ακρίβεια καθιστά τον αναγνώστη μέτοχο μιας «επιστημονικής» προσέγγισης που ναι μεν προβληματίζει αλλά ταυτόχρονα λαχανιάζει· ο δοκιμιακός στοχασμός παραείναι βαρύς και αποκομμένος από τη νομοτελειακή αναμονή του τέλους.
Χρήσιμες απόψεις:
Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 23.3.2007,
Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 20.4.2007,
Κούρτοβικ, Τα Νέα, 20.7.2007,
Κοτζιά, Η Καθημερινή, 20.9.2007
bibliofagos.blogspot.com, 1.10.2007

Πατριάρχης Φώτιος
29.11.2007

Tuesday, November 27, 2007

Μπέιλις. Επισκέπτες του Βιβλιοκαφέ

Όσοι πέρασαν από το Βιβλιοκαφέ

Τα ιστολόγια έχουν λάβει λίγο ή πολύ μια κάποια δημοσιότητα. Ειδικά τα βιβλιόφιλα blogs κερδίζουν ολοένα την εκτίμηση του κοινού και αναγνωρίζονται με πλάγιο τρόπο και από τις εφημερίδες. Ωστόσο, εγώ θέλω να ρίξω τη ματιά μας στους ανώνυμους –ή και επώνυμους- επισκέπτες του Βιβλιοκαφέ, που μπαίνουν στο μαγαζάκι μας και πίνουν τον καφέ τους ξεφυλλίζοντας παράλληλα και τα βιβλία μας.
Οι συζητήσεις είναι γόνιμες· οι προτάσεις καλοπροαίρετες· μάλιστα διάβασα ένα βιβλίο από πρόταση της Pellegrina και της Λείας Βιτάλη, το οποίο μου άφησε άριστη εντύπωση· δέχτηκα τις ευγενικές απαντήσεις και αντιρρήσεις· οι αγενείς ήταν απειροελάχιστες· προβληματίζομαι πώς μπορώ να εμπλουτίσω τα ποστ μου· σκέφτομαι τι αξίζει να συζητηθεί· βλέπω πως ένα βιβλίο δεν γεννά τόσες συζητήσεις όσο ένα θέμα ευρύτερου λογοτεχνικού ενδιαφέροντος όπως η δημιουργική γραφή ή οι Έλληνες κριτικοί. ΟΙ προτάσεις όλων είναι δεκτές για θέματα, για ανανέωση, για προεκτάσεις.
Αυτή η καταχώριση αφιερώνεται στους θαμώνες του Βιβλιοκαφέ και πρώτιστα σε μια άγνωστη φίλη, την PELLEGRINA. Παραθέτω τις επισκέψεις τους ενδεικτικά από τον Απρίλιο ως και τον Οκτώβρη του 2007. Σας ευχαριστώ όλους.
Pellegrina 26
Akamas 8
Ethos 6
Kafeini 6
Ioeu 5
Eva Stamou 3
Mamaloukas 3
Νίκος Διακογιάννης 3
P[anagiotis] X[atzimoisiadis] 3
A[ugoustos] C[orteau] 2
Bibliofagos 2
Εντευκτήριο 2
Ιουστίνη Φραγκούλη 2
Katoikidio 2
Λεία Βιτάλη 2
Librofilo 2
Manos Kontoleon 2
Nefeloessa 2
Παναγιώτης Κονιδάρης 2
Reader’s diggest 2
Vlaxos 2
Anagnostria 1
Angelos-x-angelos 1
Antoine 1
Cook the book 1
Gazakas 1
Industrial Daises 1
Kahtitsis 1
Kritikov 1
Mevrakis 1
Ritsmas 1
Silio d’ Aprile 1
Sleepless dream 1
Sue 1
Thelastrealanonymous 1
Zoferos mesaionas 1
Γιάννης Ράγκος 1
Ζέφη Κ. 1
Θεοδόσης Βολκώφ 1
Κασσάνδρα Βρομύλη 1
Κυρ Μανουήλ 1
Λεωνίδης 1
Τάνια 1
Χρυσόθεμις 1

Τις θερμές μου ευχές για καλές αναγνώσεις, δημιουργικές συζητήσεις και γόνιμους προβληματισμούς.
Πατριάρχης Φώτιος
27.11.2007

Saturday, November 24, 2007

Καφές με Gluhwein: Κονιδάρης

Τα παιδιά του Κώδικα Ντα Βίτσι:
Π. Κονιδάρης, “Το χειρόγραφο της Πράγας”

Το είδος του μυθιστορήματος που εκπροσωπείται στη συνείδηση του διεθνούς αναγνωστικού κοινού με τον “Κώδικα Ντα Βίτσι” του Νταν Μπράουν βρήκε και στην Ελλάδα μιμητές και εκφραστές. Τα τελευταία δύο χρόνια κυκλοφόρησαν βιβλία, όπως “Η νύχτα των εννέα ήλιων” Γ. Αιόλου (2006), “Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα” του Δ. Μαμαλούκα και τέλος “Το χειρόγραφο της Πράγας” του Π. Κονιδάρη.
Τα έργα αυτά διαβάζονται εύκολα, γιατί παρασύρουν τον αναγνώστη στην αναζήτηση ενός μυστηρίου, συχνά καθοριστικό για την ανθρωπότητα ή μεγάλης πνευματικής αξίας. Αφήνω κατά μέρους τον Μαμαλούκα, ο οποίος έχει δώσει προσωπικό στίγμα στο έργο του, και μιλάω για τα άλλα δύο, όπου εμπλέκονται η ιστορία της Δύσης (κυρίως), η εκκλησία (καθολική και ορθόδοξη), πολύ μυστήριο, οργανώσεις θρησκευτικές και παραθρησκευτικές, τάγματα στον Μεσαίωνα και κρυμμένα μυστικά σε χειρόγραφα ή βιολιά, φόνοι για να μην αποκαλυφθούν όλα αυτά, ερασιτέχνες ντετέκτιβ που συνεργάζονται με επιστήμονες και ειδικούς για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.
Ο Κονιδάρης στηρίζεται σ’ αυτά τα στερεότυπα. Γράφει μια ιστορία με κοσμοπολιτισμό (αναγκαίος για να βρεθούν μυστικά έξω από τα σύνορα της Ελλάδας), αξιοποιώντας τη φήμη του χειρογράφου Βόινιτς, ένα πραγματικό έργο γραμμένο σε μια ακατανόητη γραφή, το οποίο –στο βιβλίο- εικάζεται ότι είναι συντεθειμένο στη γλώσσα του Θεού. Αν και στην αρχή διακρίνεται αβεβαιότητα στις εκφραστικές επιλογές του, στη συνέχεια βρίσκει τον δρόμο του και δεν προβληματίζει με αστοχίες τον αναγνώστη. Εξαιρείται βέβαια η προσπάθεια του συγγραφέα να βάλει ένα-δυο χαρακτήρες να μιλάνε αρχαία ελληνικά, πρώτα απ’ όλα γιατί στην Ευρώπη τα εκφέρουν με ερασμική προφορά, οπότε ο Έλληνας ήρωας δεν θα μπορούσε να καταλάβει, και δεύτερον γιατί οι προτάσεις του διακρίνονται από συντακτικά και υφολογικά ατοπήματα.
Ο Κονιδάρης βέβαια έκανε έρευνα για να βρει τα ιστορικά του στοιχεία και να δώσει αληθοφάνεια σε όσα λέει. Το μεγάλο του ωστόσο ατού είναι, κατά τη γνώμη μου, το στήσιμο της πλοκής σε μια σκακιστική αντίληψη του χώρου, τέχνασμα δομικά λειτουργικό και εντέλει αποτελεσματικό, που τον φέρνει στη γραμμή του “Οκτώ” της Katherine Neville (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη, όπου εκδίδει και το έργο του ο Κονιδάρης). Διαμορφώνει έτσι μια γεωγραφική παρτίδα, όπου η κατάλληλη δομή των πιονιών, θα δώσει και την αναμενόμενη λύση.
Εντέλει έγραψε ο Κονιδάρης κάτι καλύτερο από ένα μπεστ σέλλερ που θα ξεχαστεί σε λίγους μήνες; Κατά τη γνώμη μου και κατά τη γνώμη πολλών, δεν ανέβηκε πάνω από τα επίπεδα του είδους που διάλεξε. Δεν προβλημάτισε για την τύχη της ανθρωπότητας, δεν έπεισε για τα μυστικά που διέπουν την ιστορία της (πολυφορεμένο πια και αδιάφορο), δεν ανορθώθηκε πάνω από μια εύπεπτη ιστορία. Η γνώμη μου είναι ότι τέτοιοι συγγραφείς, που δεν υστερούν σε συλλήψεις δομής, πρέπει να προσπαθήσουν να δώσουν στο είδος αυτό μια αίγλη που στερείται και να το βγάλουν από την ενδιαφέρουσα αλλά ρηχή κινδυνολογία. Ο δρόμος έχει ανοίξει στο αδελφό είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου πολλοί έχουν εντοπίσει την κοινωνική στροφή που έχει ήδη πάρει.
Από την κριτικογραφία ο nuwanda (book.attack.gr) τονίζει τη γόνιμη σύζευξη ιστορικής έρευνας και μυθοπλασίας στον Κονιδάρη, ο Μαμαλούκας σχολιάζει τις ομοιότητες μεταξύ του ίδιου και του Κονιδάρη και επαινεί την πλοκή του έργου (mamaloukas.blogspot.com) και το motive-and-opportunity.blogspot.com συμπληρώνει φυσικά στη λίστα των ομόθεμων βιβλίων το «Εκκρεμές του Φουκώ» του Έκο (φυσικά πιο φιλοσοφημένο). Δείτε επίσης το ιστολόγιο του ίδιου του Π. Κονιδάρη (konidaris.blogspot.com), αλλά και τις επιφυλάξεις του Κούρτοβικ (13.10.2007) για το βιβλίο του Μαμαλούκα, που καλύπτουν εν μέρει και το έργο του Κονιδάρη.

Πατριάρχης Φώτιος
24.11.2007

Tuesday, November 20, 2007

Γαλλικός: Αντώνης Σουρούνης

Αντώνης Σουρούνης: Το μπαστούνι

“Το μπαστούνι” είναι μια νουβέλα, “ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους”, όπως υποτιτλίζεται. Πρόκειται για ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1972 και επανεκδίδεται τώρα σε ένα μικρό βιβλιαράκι.
Είναι μια αλληγορική ιστορία, που διασκεδάζει τα παιδιά και προσπαθεί να δώσει μηνύματα στους μεγάλους. Η ιστορία αναφέρεται σε ένα δέντρο που έγινε τραπέζι, αλλά το όνειρό του ήταν να γίνει μπαστούνι, πράγμα που εντέλει επιτυγχάνεται. Η πραγματικότητα παρουσιάζεται με την αθώα ματιά ενός κομμάτι ξύλου, που δεν ξέρει τον κόσμο και ρωτά, πολλές φορές αφελώς και με περιέργεια μπροστά στο πρωτόγνωρο, για να τον γνωρίσει.
Δυστυχώς, παρόλο που κάτι λίγο θυμίζει τον γνωστό καλό Σουρούνη, είναι ένα κειμενάκι πρόχειρο και αμελέτητο. Η ιστορία δεν είναι αρραγής, η αλληγορία δεν είναι σαφής, η ανάγνωση δεν είναι ευχάριστη και βαθιά συνάμα. Αν το ενέτασσαν στην Παιδική Λογοτεχνία και μόνο εκεί, θα μπορούσε να σταθμιστεί με τους δικούς της όρους και να αξιολογηθεί αναλόγως. Τώρα το κρατάω ως πρώιμο δείγμα της πένας του συγγραφέα και ως δοκιμή σε ένα είδος στο οποίο δεν θέλησε να εμβαθύνει.
Άλλες γνώμες:
Ελένη Γκίκα, εφ. "Το Έθνος", 18.10.2007
wormreport.blogspot.com/2007/10/blog-post.html


Πατριάρχης Φώτιος
20.11.2007

Saturday, November 17, 2007

Ρακή με μέλι: Καζαντζάκης

Καζαντζακικά απανθίσματα

Έτος Καζαντζάκη και σκέφτηκα πως, ακόμα και μερικοί πιστεύουν ότι η αισθητική των μυθιστορημάτων του δεν είναι και η καλύτερη, η φιλοσοφικότητα των λόγων του, συχνά συμπυκνωμένη σε μερικές φράσεις κορύφωσης, είναι αξιοπρόσεκτη. Διάλεξα, λοιπόν, ως φόρο τιμής λίγες προτάσεις που συνοψίζουν κάποια χαρακτηριστικά μότο της σκέψης του.

“- Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
- Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δωσ’ μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
- Φτάσε όπου δεν μπορείς!”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 22)

“Ο άνθρωπος… όσο πιο πολλή σάρκα μετουσιώνει σε αγάπη, σε παλικαριά κι ελευτερία, τόσο περισσότερο γίνεται Γιος του Θεού!”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 25)

“Το πρόσωπο αυτό με όση μπορώ υπομονή, αγάπη και τέχνη να το δουλέψω. Τι θα πει να το δουλέψω; Να το κάμω φλόγα, κι αν προφτάσω, πριν να ’ρθει ο Χάρος, τη φλόγα αυτή να την κάμω φως, να μη βρει τίποτα από μένα ο Χάρος να πάρει. Γιατί ετούτη στάθηκε η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία: να μην αφήσω στο Χάρο τίποτα να μου πάρει – μονάχα λίγα κόκκαλα.”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 29)

“Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα· ας αλλάξουμε τότε το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 46)

“Ήρωας συνάμα και άγιος, να το απώτατο πρότυπο του ανθρώπου”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 72)

“Κάθε ράτσα και κάθε εποχή δίνει στο Θεό την εδική της μάσκα· μα πίσω απ’ όλες τις μάσκες βρίσκεται σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ράτσες, ο ίδιος πάντα Θεός.”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 150)

“Ένα ελληνικό τοπίο δε δίνει σ’ εμάς τους Έλληνες μιαν αφιλόκερδη ανατριχίλα ωραιότητας· έχει ένα όνομα το τοπίο –το λένε Μαραθώνα, Σαλαμίνα, Ολυμπία, Θερμοπύλες, Μυστρά- συνδέεται με μιαν ανάμνηση, εδώ ντροπιαστήκαμε, εκεί δοξαστήκαμε, και μονομιάς το τοπίο μετουσιώνεται σε πολυδάκρυτη, πολυπλάνητη ιστορία.”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 175)

“Μια φορά ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς, όμορφος, φαγάς, γλεντζές, με 365 γυναίκες στο χαρέμι του. Κάποτε πήγε σ’ ένα μοναστήρι, είδε έναν ασκητή: «Πόσο μεγάλη η θυσία που κάνεις!», του ’πε και τον κοίταξε με συμπόνια. «Εσένα η θυσία είναι πιο μεγάλη, βασιλιά μου», του αποκρίθηκε ο ασκητής. «Πώς αυτό; -Γιατί εγώ απαρνιέμαι τον εφήμερο κόσμο, ενώ εσύ τον αιώνιο»”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 199)

“Πηδούν στη συνείδησή όλοι οι κάποτε πιθανοί εαυτοί μας που τους σκοτώσαμε, όλα τα καλύτερα εγώ που μπορούσαμε να γίνουμε και δε γίναμε, από τεμπελιά, κακομοιριά κι αναντρία.”
(Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 433)

Πατριάρχης Φώτιος
17.11.2007

Sunday, November 11, 2007

Βότκα με λεμόνι

Περί κριτικής


Η σημασία των βιβλιοκρισιών είναι πολύ σημαντική, αφού δεν αποτελούν απλώς καταγραφή των χαρακτηριστικών ενός βιβλίου, αλλά πολύ περισσότερο συμβάλλουν στη θέσπιση κριτηρίων ποιότητας, αναδεικνύουν τα γνωρίσματα της εκάστοτε εποχής και καταθέτουν την πρώτη αντίδραση του “επαρκούς” αναγνώστη ως ορίζοντα προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού της εποχής τους. Ο κριτικός δεν είναι διαφημιστής βιβλίων, προκειμένου αυτά να πουλήσουν, αλλά αξιολογητής· είναι το πρώτο κόσκινο που διυλίζει τη λογοτεχνική παραγωγή, προκειμένου να φανεί η πρώτη γραμμή πρόσληψης κάθε έργου.
Γι' αυτό, λοιπόν, μια βιβλιοκριτική οφείλει, αν γράφεται με περίσκεψη, να συντίθεται με άξονα το μέλλον και όχι το παρόν, με άξονα τη διαχρονία της λογοτεχνίας και όχι την τυχόν παροδικότητα των βιβλίων της.
- Ως αναγνώστες δεν θέλουμε να δίνεται έκταση στην εξιστόρηση της υπόθεσης, παρά μόνο στο ποσοστό που αυτό κρίνεται απαραίτητο για την ανάδειξη των αρετών του έργου.
- Αναζητούμε μια γενικότερη τοποθέτηση, είτε στο πλαίσιο του έργου του ίδιου του λογοτέχνη, είτε –καλύτερα- στα ομοειδή του κείμενα. Αυτό μπορεί να βοηθήσει τον καθένα να καταλάβει τις προσδοκίες που μπορεί να έχει από το έργο, αν λάβει υπόψη του τα προηγούμενα αναγνώσματά του.
- Δεν ζητάμε ad hoc κρίσεις και εκτιμήσεις, που κατ’ ανάγκην έχουν χαρακτήρα υποκειμενικό και εφήμερο, αλλά προτιμούμε τις θεωρητικές πρώτα συλλήψεις μέσα στις οποίες εντάσσεται και το παρόν λογοτέχνημα, κι έπειτα τις επί τούτου απόψεις. Μια κριτική που θα πεθάνει την άλλη μέρα της δημοσίευσης δεν αξίζει να την κρατήσει κανείς όχι μόνο στο αρχείο του αλλά ούτε στο νου του.
- Αρνούμαστε να πιστέψουμε στο δόγμα ότι η κριτική οφείλει να εγκωμιάσει το καθετί, μόνο και μόνο για να ανυψωθεί κι η ίδια μέσα από την καταξίωση τού εν λόγω κειμένου.
- Αποστρεφόμαστε τις εμπειρικές κριτικές όποιου τυχαίου βρήκε βήμα σε εφημερίδα ή περιοδικό. Αν εξετάσουμε ποιοι είναι κριτικοί βιβλίου, θα απογοητευτούμε με τις ειδικότητές τους, άσχετα αν είναι ή όχι καλοί. Επιπλέον, δεν δικαιούται κάθε συγγραφέας να γράφει βιβλιοκρισίες, μόνο και μόνο πουλώντας το όνομά του και όχι την τεκμηριωμένη άποψή του. Γι’ αυτό συμφωνώ με τον Γ. Ξενάριο (διαβάζω, τευχ. 479, Νοέμβριος 2007, σελ. 36-37), που καταρρίπτει τον μύθο πως μόνο όσοι γράφουν λογοτεχνία -και μάλιστα καλή- μπορούν να κρίνουν τους άλλους. Δεν εμπιστευόμαστε έναν γιατρό, επειδή πέρασε κι αυτός από την ίδια αρρώστια, ούτε έναν σεισμολόγο, επειδή το σπίτι του πλήγηκε από τον σεισμό, αλλά επειδή έχουν σπουδάσει και καταρτιστεί σ’ αυτά.
- Απαυδούμε με τις κριτικές κολακείας· συμφωνώ με την Κ. Σχινά (Ελευθεροτυπία, Βιβλιοθήκη, 2/11/2007) ότι κάθε αρνητική κριτική είναι αποτέλεσμα συνωμοσίας. Αντίθετα, μια αρνητική κριτική συχνά είναι προς όφελος και του ίδιου του συγγραφέα αλλά και της αναγνωστικής μας αυτογνωσίας.



Υποστηρίζεται εκτενώς ότι ο κριτικός αναλαμβάνει να σώσει την κριτική. Η γνώμη μου είναι ότι πρώτα πρέπει να σώσει τη λογοτεχνία κι αυτό θα το πετύχει, αν δεν καταφεύγει σε βερμπαλισμούς μόνο και μόνο για να χρίσει αυθεντίες τις απόψεις του, αλλά αν με σύστημα μεταφέρει τα πορίσματα μιας σθεναρής κριτικής ματιάς –αν είναι αρδευμένη από τη θεωρία της λογοτεχνίας λ.χ. ακόμα καλύτερα- στον αναγνώστη, φυσικά εκλαϊκευμένα. Γι' αυτό το αίτημα κάθε φιλαναγνώστη είναι να εκτιμήσει το κείμενο που κρίνεται βάσει γενικότερων κριτηρίων και παραμέτρων και όχι με γνώμονα την υποκειμενικότητα κάθε σχετικού ή άσχετου. Τελικό συμπέρασμα νομίζω πως είναι ότι μια κριτική που σέβεται τον εαυτό της βοηθάει τον αναγνώστη να κρίνει ο ίδιος με βάση τη πολύπλευρη βάση κι όχι να του υποβάλλει την εμπειρική τοποθέτηση του κριτικού.

Πατριάρχης Φώτιος
10.11.2007

Friday, November 09, 2007

Εσπρέσσο: Μ. Μιχαηλίδης

Μάριος Μιχαηλίδης, “Ο Οστεοφύλαξ”
Ο συγγραφέας είναι γνωστός Κύπριος ποιητής, ο οποίος μεταφέρει τα μυστικά της ποίησης στην πεζογραφία. Κι όταν αναφέρομαι σε μυστικά, εννοώ πρώτιστα τη γλώσσα, που χαρακτηρίζει αυτή του τη νουβέλα· μια γλώσσα ελαφρώς λόγια, που λόγω του θέματος μιμείται το εκκλησιαστικό ύφος και παραπέμπει συνεχώς στην Αγία Γραφή και στην υμνογραφία. Ο αφηγητής παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την οπτική γωνία του Οστεοφύλακα μιλά αναλόγως σε μια ιδιόλεκτο που ταιριάζει σε όσους σχετίζονται με την εκκλησία, μια γλώσσα η οποία ακροβατεί σε δύο άκρα, στην καθαρεύουσα και στη δημοτική, ως ένα είδος εμμονής και συνάμα σαρκασμού της «ενιαίας και αδιαίρετης γλωσσικής παράδοσης».
Ο ήρωας θεωρεί τον εαυτό του εγγυητή της τάξης στο οστεοφυλάκιο, όπου καμία εύνοια ή χρηματισμός δεν μπορεί να διαταράξει την τάξη των οστεοκιβωτίων και δη των νεκρών. Ο μητροπολίτης, οι πενθούσες χήρες, ο εκταφέας Μανωλάκης και ένα σωρό άλλοι παροικούντες το νεκροταφείο προσπαθούν να αλλοιώσουν την ευταξία του βασιλείου του, αλλά αυτός δεν αφήνει να μετακινηθεί ούτε ένα ιώτα· και κυρίως την αγιογραφία που κοσμεί τον τοίχο, έργο του εκ Κοζάνης καταγόμενου Γεωργίου Πιφλιτζή. Στο τέλος Βούλγαροι πράκτορες που θα αναλάβουν την αποκατάστασή της θα καταφέρουν -σε μια μισονειρική κατάσταση- να αλλάξουν το όνομα σε Γκεόργκι Πίφλι, επιτιθέμενοι ευθέως κατά της ελληνικότητας του χώρου.
Ο αναγνώστης είναι σε θέση να αναγνωρίσει την ειρωνεία που κυριαρχεί στη νουβέλα, σ’ αυτό το καυστικό αφήγημα για τη νεοελληνική κοινωνία. Όλη αυτή η μακαριότητα και η ασημαντότητα της γειτνίασης νομιμοφρόνων και κομμουνιστών είναι πλέον ορατή. Ο οστεοφύλακας διατηρεί έναν θώκο χωρίς ουσία, μια θέση που δεν τη ζηλεύει κανείς, ενώ ο ίδιος πασχίζει να φανεί αντάξιος της αποστολής του. Από την άλλη, μπορεί κανείς να δει μια αλληγορία για το θάνατο, τη θέση της εκκλησίας, την ελληνοπρέπεια πολλών που θεωρούν απειλή ό,τι διασαλεύει μια νεκρή παράδοση. Ειδικά το τελευταίο κάνει το έργο μια διαχρονική απεικόνιση του νεοελληνικού βίου και της σχέσης του με το αρχαίο (βλ. τη διακειμενικότητα με την Παλατινή ανθολογία) και το βυζαντινό παρελθόν. Πρόκειται για μια πολυεπίπεδη μυθοπλασία με πολλές προεκτάσεις.

Επιχείρησα να γράψω μια παρωδία κριτικής, όπου τίποτα να μην είναι ψέματα, αλλά και τίποτα να μην εξάγεται από το βιβλίο. Έβαλα το ευφάνταστο μυαλό μου να μπει στη θέση ενός εξίσου επινοητικού κριτικού, ο οποίος πίσω από μια ημι-βαρετή αφήγηση θα οραματιζόταν βαθύτερα νοήματα και εξαιρετικές αλληγορίες… Ελπίζω να μην τα δω όλα αυτά στις εφημερίδες σύντομα!!! (Οι φράσεις σε πλάγια είναι ειλημμένες από όσα έχουν ως τώρα δημοσιευτεί για το έργο)
Πατριάρχης Φώτιος
9.11.2007

Sunday, November 04, 2007

Κυριακάτικος καφές: Χατζηδημητρίου

Νίκη Χατζηδημητρίου, Υποφωτισμένο

Τη Χατζηδημητρίου τη γνωρίσαμε με επιστολικά κείμενα στο “Απόντος του παραλήπτου” (2000), όπου η στοχαστική συναντούσε την ποιητική διάθεση. Το ίδιο ύφος επαναλαμβάνεται και τώρα με ένα βιβλίο χωρισμένο σε δύο μέρη: τα κείμενα του πρώτου, μικρά και συγκεκριμένα, θα τα χαρακτήριζα ποιητικά πεζά, όπου προσωπικές σκέψεις εκφράζονται με την συνυποδήλωση του συνειρμού και του συναισθήματος. Το δεύτερο μέρος απαρτίζεται από ιστορικά διηγήματα, όπου η ποιητική ατμόσφαιρα εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά ταυτόχρονα η πλοκή συγκρατεί και τον αναγνώστη πεζογραφίας. Είμαι πολύ επιφυλακτικός για τον υβριδισμό πεζογραφίας και ποίησης, εκτός αν το δείγμα καταφέρει να συγκεράσει πετυχημένα τα ετερόκλητα αυτά μέρη. Εδώ δεν έμεινα ευχαριστημένος. Το πρώτο από τα διηγήματα είχε μια εσωτερική δύναμη μέσα στον συμβολισμό και στην προβληματική του και αυτό το κρατώ ως καλό δείγμα της προσπάθειας της συγγραφέως.
Πατριάρχης Φώτιος
4.11.2007