Το μυθιστόρημα αυτό είναι σίγουρα κάτι διαφορετικό στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας, αφού μεταφέρει το βάρος της ιστορίας από την υπόθεση στη διερεύνηση συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων, αυτών την ανακάλυψης του αγάλματος της Αφροδίτης στη Μήλο στα 1820 και της μεταφοράς του στο Μουσείο του Λούβρου.
Χαρακτηρίστηκε «στοχαστική λογοτεχνία», καθώς η μυθοπλασία περιορίζεται, τα πλαστά πρόσωπα εκλείπουν (;) εντελώς και η συνολική σύνθεση βασίζεται στην ανάπλαση σκηνών και γεγονότων, κινήτρων και επιδιώξεων των ανθρώπων της εποχής, όπως διασώζονται στις πηγές και όπως ανασυντίθενται από τη φιλέρευνη φαντασία του συγγραφέα. Ως προς αυτό το δεδομένο μοιάζει με τα «Αμίλητα, βαθιά νερά» της Ρ. Γαλανάκη, χωρίς τις εξιδανικεύσεις της τελευταίας. Με την ίδια λογική, θα μπορούσε να ονομαστεί, λοιπόν, «μυθιστορηματικό χρονικό» ή «δοκιμιακό χρονικό». Λιγάκι μού θύμισε Κούντερα και την τάση του να αναλύει όσα λέει δοκιμιακά, να παρενθέτει αφήγηση και σχόλια και να μην αφήνει τον αναγνώστη να ακολουθήσει τους δικούς του δρόμους στην αναπαράσταση των δρωμένων. Έχουμε προ πολλού μπει στο χώρο της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας.
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι η ένδειξη πώς μας είδαν οι Ευρωπαίοι τότε αλλά και τώρα, οπότε οι περισσότεροι επισκέπτες του Λούβρου κατευθύνονται προς αυτή και την Τζοκόντα. Είναι συνάμα δείγμα της στάσης των Νεοελλήνων προς το κλασικό παρελθόν τους, με όλες τις στρεβλώσεις, τις ιδιοτέλειες, τις βολικές ερμηνείες που το έχουμε φορτώσει. Πρόκειται για μια απομυθοποίηση της ιστορίας και της έννοιας του κλασικού. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την κριτική του Β. Χατζηβασιλείου (εφ. Ελευθεροτυπία, 20.4.2007):
«Με αυξημένο, λοιπόν, εξαρχής τον ειρωνικό του δείκτη, ο Θεοδωρόπουλος προχωρεί (κομματιάζοντας εκ νέου το -διαμελισμένο από τον χριστιανικό ζήλο των Βυζαντινών- κορμί της Αφροδίτης) σε μια πλήρη εξάρθρωση του μύθου της τέλειας αρμονίας, στρέφοντας τα βέλη του όχι τόσο εναντίον της αρχαιότητας (για την οποία μοιάζει αδύνατον να ξέρουμε τι ακριβώς πρέσβευε το πολυθρύλητο άγαλμα, καμωμένο, άλλωστε, από τα χέρια άγνωστου μέχρι και σήμερα καλλιτέχνη) όσο εναντίον των εξιδανικεύσεων του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, αλλά και της νεοελληνικής αρχαιολατρίας, που είναι κιόλας ετοιμοπόλεμη (διά στόματος των δυτικομαθημένων διαφωτιστών…»
Δεν θα παραλείψω να δηλώσω ότι με κούρασε ο φόρτος των λεπτομερειών και η προσπάθεια ανασύστασης μέχρι και των τελευταίων στιγμών στην πορεία αυτή. Η ψευδο-ιστορική (σεναριακή) ακρίβεια καθιστά τον αναγνώστη μέτοχο μιας «επιστημονικής» προσέγγισης που ναι μεν προβληματίζει αλλά ταυτόχρονα λαχανιάζει· ο δοκιμιακός στοχασμός παραείναι βαρύς και αποκομμένος από τη νομοτελειακή αναμονή του τέλους.
Χρήσιμες απόψεις:
Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 23.3.2007,
Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 20.4.2007,
Κούρτοβικ, Τα Νέα, 20.7.2007,
Κοτζιά, Η Καθημερινή, 20.9.2007
bibliofagos.blogspot.com, 1.10.2007
Χαρακτηρίστηκε «στοχαστική λογοτεχνία», καθώς η μυθοπλασία περιορίζεται, τα πλαστά πρόσωπα εκλείπουν (;) εντελώς και η συνολική σύνθεση βασίζεται στην ανάπλαση σκηνών και γεγονότων, κινήτρων και επιδιώξεων των ανθρώπων της εποχής, όπως διασώζονται στις πηγές και όπως ανασυντίθενται από τη φιλέρευνη φαντασία του συγγραφέα. Ως προς αυτό το δεδομένο μοιάζει με τα «Αμίλητα, βαθιά νερά» της Ρ. Γαλανάκη, χωρίς τις εξιδανικεύσεις της τελευταίας. Με την ίδια λογική, θα μπορούσε να ονομαστεί, λοιπόν, «μυθιστορηματικό χρονικό» ή «δοκιμιακό χρονικό». Λιγάκι μού θύμισε Κούντερα και την τάση του να αναλύει όσα λέει δοκιμιακά, να παρενθέτει αφήγηση και σχόλια και να μην αφήνει τον αναγνώστη να ακολουθήσει τους δικούς του δρόμους στην αναπαράσταση των δρωμένων. Έχουμε προ πολλού μπει στο χώρο της μεταμοντέρνας ιστοριογραφίας.
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι η ένδειξη πώς μας είδαν οι Ευρωπαίοι τότε αλλά και τώρα, οπότε οι περισσότεροι επισκέπτες του Λούβρου κατευθύνονται προς αυτή και την Τζοκόντα. Είναι συνάμα δείγμα της στάσης των Νεοελλήνων προς το κλασικό παρελθόν τους, με όλες τις στρεβλώσεις, τις ιδιοτέλειες, τις βολικές ερμηνείες που το έχουμε φορτώσει. Πρόκειται για μια απομυθοποίηση της ιστορίας και της έννοιας του κλασικού. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την κριτική του Β. Χατζηβασιλείου (εφ. Ελευθεροτυπία, 20.4.2007):
«Με αυξημένο, λοιπόν, εξαρχής τον ειρωνικό του δείκτη, ο Θεοδωρόπουλος προχωρεί (κομματιάζοντας εκ νέου το -διαμελισμένο από τον χριστιανικό ζήλο των Βυζαντινών- κορμί της Αφροδίτης) σε μια πλήρη εξάρθρωση του μύθου της τέλειας αρμονίας, στρέφοντας τα βέλη του όχι τόσο εναντίον της αρχαιότητας (για την οποία μοιάζει αδύνατον να ξέρουμε τι ακριβώς πρέσβευε το πολυθρύλητο άγαλμα, καμωμένο, άλλωστε, από τα χέρια άγνωστου μέχρι και σήμερα καλλιτέχνη) όσο εναντίον των εξιδανικεύσεων του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, αλλά και της νεοελληνικής αρχαιολατρίας, που είναι κιόλας ετοιμοπόλεμη (διά στόματος των δυτικομαθημένων διαφωτιστών…»
Δεν θα παραλείψω να δηλώσω ότι με κούρασε ο φόρτος των λεπτομερειών και η προσπάθεια ανασύστασης μέχρι και των τελευταίων στιγμών στην πορεία αυτή. Η ψευδο-ιστορική (σεναριακή) ακρίβεια καθιστά τον αναγνώστη μέτοχο μιας «επιστημονικής» προσέγγισης που ναι μεν προβληματίζει αλλά ταυτόχρονα λαχανιάζει· ο δοκιμιακός στοχασμός παραείναι βαρύς και αποκομμένος από τη νομοτελειακή αναμονή του τέλους.
Χρήσιμες απόψεις:
Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 23.3.2007,
Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 20.4.2007,
Κούρτοβικ, Τα Νέα, 20.7.2007,
Κοτζιά, Η Καθημερινή, 20.9.2007
bibliofagos.blogspot.com, 1.10.2007
Πατριάρχης Φώτιος
29.11.2007