Saturday, December 30, 2006

Eggnog

Λογιών υποχρεώσεις με υποχρέωσαν εδώ και καιρό να επισκέπτομαι το βιβλιοκαφέ μόνο ως πελάτισσα για ένα γρήγορο κέρασμα, αλλά σας εύχομαι ολόψυχα ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ...

Κάτια
30/12/2006

Χυμός μήλο: μικροαπολογισμός 2006

Μικροαπολογισμός 2006

Ο Κούρτοβικ είχε παραδεχτεί πως ακόμα και ένας επαγγελματίας κριτικός, όπως ο ίδιος, δεν μπορεί να διαβάσει πάνω από 50-60 βιβλία τον χρόνο. Ο χρόνος που εκπνέει οσονούπω δεν είχε το βιβλίο που να κάνει μπαμ -δεν ξέρω καν αν κάποιο απ΄όσα γράφτηκαν μπουν ποτέ στον κανόνα της ελληνικής ιστορίας της λογοτεχνίας- αλλά ήταν πλουσιότατο σε τάσεις και σε εύρος ποσότητας και σε εύρος ποιότητας. Η ελληνική παραγωγή παρουσίασε παλιούς και νέους συγγραφείς, πολλοί από τους οποίους προσπάθησαν να αλλάξουν είδος και ύφος γραφής. Αν δει κανείς τις κατηγοριοποιήσεις των εφημερίδων, θα ανακαλύψει πως εκεί που έμπαινε παλιότερα ως ξεχωριστή κατηγορία το ιστορικό μυθιστόρημα, τώρα όλο και πιο συχνά ταξινομείται ξεχωριστά το αστυνομικό μυθιστόρημα που έχει κερδίσει το ελληνικό κοινό τα τελευταία δέκα χρόνια.
Κρατάμε αυτές τις πρώτες σκέψεις και θα επιστρέψουμε με το νέο έτος με λεπτόμέρειες για τη χρονιά του 2006.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
και να ξέρετε πως το 2007 δεν φέρνει τίποτα καλό, αν δεν το φτιάξουμε μόνοι μας.

Πατριάρχης Φώτιος
30.12.2006

Saturday, December 23, 2006

Καφές ο λε: Νέοι και παλιοί συγγραφείς

Δημήτρης Καλαβρής, “Άγγελος τιμωρός”

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας αξίζει να προσεχθεί, αν και δεν έχω δει ως τώρα καμία κριτική για το βιβλίο του. Δυο χρονικά επίπεδα, ένα τότε στα 1941 και ένα τώρα στα 1979, διατρέχουν εναλλάξ όλο το βιβλίο τονίζοντας τις ηθογραφικές του καταβολές και τη ζεύξη παγανιστικών και χριστιανικών δοξασιών που κορυφώνονται σε μία σύγκρουση. Η ιστορία εξελίσσεται αργά αλλά κάθε σημείο της βαδίζει σταθερά προς το τέλος το οποίο αποζημιώνει πολλαπλά. Εκφράζεται με έντονη δραματικότητα η ανάγκη για λύτρωση από ένα παρελθόν που ποτέ δεν μπορεί να σβηστεί οριστικά. Στιβαρό ύφος σε ένα απαιτητικό θέμα. Ελπίζουμε σε μια ανάλογη συνέχεια του συγγραφέα.


Πέτρος Τατσόπουλος, “Η καλοσύνη των ξένων

Πολυδιαφημισμένο όχι τόσο για την αισθητική του αξία όσο για το γεγονός της αποκάλυψης της υιοθεσίας. Ωστόσο και λογοτεχνικά αξίζει. Ο ήρωας αυτού του μυθιστορηματικού ρεπορτάζ, όπως χαρακτηρίστηκε, ανακαλύπτει στα 19 του ότι είναι υιοθετημένος κι αρχίζει η ανατομία ενός ζητήματος όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά και σε κοινωνικό. Το βιβλίο διαβάζεται άνετα, όχι από περιέργεια για το τέλος αλλά γιατί ο Τατσόπουλος έχει το χάρισμα να αφηγείται με χάρη, με λόγο ζωντανό και εύπεπτο, ενώ παράλληλα δεν λείπει ο προβληματισμός, συχνά με ειρωνεία και χιούμορ, για την τύχη στη ζωή του ανθρώπου, για την πορεία του ανάλογα με τα κέφια της μοίρας, για τα παιδιά των δρόμων κ.λπ. Η τεχνική του ξεκινάει κάθε κεφάλαιο από ένα άσχετο γεγονός και με κεντρομόλες δυνάμεις το φέρνει σταδιακά στο κεντρικό θέμα. Έτσι ο αναγνώστης δεν κουράζεται –ίσως στο τέλος αυτό συμβαίνει περισσότερο- αλλά διερευνά το ζήτημα από ποικίλες πλευρές συνδυάζοντας μυθοπλασία και πραγματικότητα.

Πατριάρχης Φώτιος
23.12.2006

Wednesday, December 20, 2006

Χυμός φραγκοστάφυλο: δημοσιογράφοι-συγγραφείς

Αλληλοπροβάλλονται, αλλά δεν αντέχουν στον χρόνο

Δημοσιογράφοι και λοιποί μιντιάδες γράφουν κάποια στιγμή ένα λογοτεχνικό έργο περνώντας από την εφημερίδα ή το περιοδικό στο βιβλίο. Τα έντυπα, στα οποία δουλεύουν, τους προβάλλουν δεόντως με βιβλιοπαρουσίασεις ή διαφημίσεις, ενώ οι υπόλοιποι συνάδελφοι (και σε άλλα έντυπα) τους υποστηρίζουν από συναδελφική αλληλεγγύη. Ευτυχώς για τη λογοτεχνία το συγγραφικό όνομά τους ξεχνιέται γρήγορα και κανείς –όσο κι αν πούλησε το βιβλίο του- δεν το καταχωρίζει στα αξιόλογα της λογοτεχνίας μας, τα οποία και θα επιβιώσουν. Ενδεικτικά αναφέρω από τη πρόσφατη (τελευταίας δεκαετίας) βιβλιοπαραγωγή: ο Γιώργος Παπαχρήστος, ο Γιώργος Λακόπουλος ή η Άννα Παναγιωταρέα, που χαίρουν της εκτίμησης των πολιτικών αλλά όχι των ειδικών, προβλήθηκαν υπέρμετρα από τα Μ.Μ.Ε, αλλά αμφιβάλλω για τη διαχρονικότητα του έργου τους. Αντίστοιχα άλλοι δημοσιογράφοι που ακούστηκαν όχι αναγκαστικά για την ποιότητα της δουλειάς τους αλλά για την ιδιότητά τους είναι οι: ο Κ. Βαξεβάνης, η Μ. Ζουμπουλάκη, η Κ. Μανανεδάκη, η Αλ. Πασχαλίδου, ο Μ. Σακελλαρόπουλος, ο Γ. Λεονάρδος και ο Στ. Κούλογλου. Τα βιβλία των δύο τελευταίων ίσως διακρίνονται και από τη λογοτεχνική τους αξία, πέρα από το όνομα του συγγραφέα τους.
Από την άλλη, βιβλιοκριτικοί που έχουν συνδέσει κριτική και λογοτεχνία τυγχάνουν της προβολής των συναδέλφων τους, της ίδιας ή άλλης εφημερίδας. Ονόματα που “σταδιοδρομούν” και στους δύο χώρους, άλλοι δικαιολογημένα κι άλλοι όχι, εκμεταλλευόμενοι το όνομά τους είναι: ο Δ. Κούρτοβικ, ο Ηλ. Μαγκλίνης, η Αργ. Μαντόγλου, η Σ. Νικολαΐδου, ο Γ. Ξενάριος, ο Μ. Πανώριος κ.λπ. Η όποια αξία τους θαμπώνει, αφού ο αναγνώστης είναι καχύποπτος σε όσα οι άλλοι γράφουν γι’ αυτούς, καθώς δεν ξέρει αν είναι προϊόν ειλικρίνειας ή φιλοφρόνησης.
Ο χώρος των Μ.Μ.Ε. προσπαθεί να προωθήσει τα δικά του παιδιά, αλλά ευτυχώς όσοι δεν αξίζουν ξεχνιούνται γρήγορα, αφού διυλίζονται από το φίλτρο της πρόσληψης και της ιστορίας.

Πατριάρχης Φώτιος
20.12.2006

Sunday, December 17, 2006

Χυμός αβοκάντο: συγγραφείς και θεωρία

Συγγραφείς και Θεωρία

Οι προβληματισμοί αυτοί στηρίζονται στα έργα αλλά και στις απόψεις πολλών συγγραφέων, από τους οποίους άλλοι επιθυμούν κι άλλοι αρνούνται να σκεφτούν θεωρητικά.
Α΄ ερώτημα: Πρέπει ο συγγραφέας να έχει θεωρητική κατάρτιση για τη δουλειά του;
- Δεν είναι απαραίτητο. Η καλλιέργεια του ταλέντου της λογοτεχνικής έκφρασης (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) δεν χρειάζεται οπωσδήποτε θεωρητικά ερείσματα. Οι περισσότεροι συγγραφείς ανά τους αιώνες μαθήτευσαν μόνο διαβάζοντας άλλους και έγιναν μεγάλοι αξιοποιώντας τις κατακτήσεις δημιουργών, ρευμάτων ή σχολών, χωρίς όμως να ξέρουν σώνει και καλά τα μανιφέστα τους. Αν κάποιος τώρα παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής (εκλαϊκευμένα δηλαδή και πρακτικά μαθήματα θεωρίας) ή ακόμη βαθύτερα καταπιαστεί με εγχειρίδια θεωρίας λογοτεχνίας, διαθέτει ίσως ένα ακόμα μέσο για την αυτοβελτίωσή του, αλλά όχι μέσο αναγκαίο και εκ των ων ουκ άνευ.
Β΄ ερώτημα: Μπορεί ο συγγραφέας να εκφράσει θεωρητικούς προβληματισμούς;
- Προσπερνώ ως αφάνταστα κοινότοπο το «δημοκρατία έχουμε, όποιος θέλει μιλάει» και μπαίνω στην ουσία. Με τι εφόδια θα μιλήσει ο συγγραφέας θεωρητικά; Φυσικά αν έχει διαβάσει πολλά έργα και έχει προβληματιστεί πάνω στο φαινόμενο της λογοτεχνίας, μπορεί να εξωτερικεύσει τις απόψεις του και ασφαλώς την πείρα του. Φυσικά αν έχει μελετήσει θεωρητικούς και μελετητές, μπορεί να καταθέσει τους προβληματισμούς του και την εφαρμογή τους στη δουλειά του. Μα δεν χρειάζεται να το παίζει φιλόλογος ή κριτικός λογοτεχνίας, να συλλέγει ιδέες από δυο-τρία βιβλία και να κάνει παρουσιάσεις που θα είναι εκ προοιμίου αβάσιμες, χωρίς γερά εργαλεία και μεθόδους. Καλύτερα, να παρουσιάσει τις απόψεις του με όλον τους τον υποκειμενισμό, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως αποτελούν σκέψεις του πάνω στην πράξη της ανάγνωσης και γραφής, ώστε να αποκαλύψει το εργαστήριό του. Αλλιώς φαίνεται σαν να προσπαθεί να ανακαλύψει την Αμερική, χωρίς να ξέρει τι προηγήθηκε στον τομέα αυτό. Είναι σαν να γράφει βιβλίο μαιευτικής μια γυναίκα, επειδή έχει γεννήσει εφτά-οκτώ φορές.
Γ΄ ερώτημα: Είναι κατάλληλος ο συγγραφέας να γίνει κριτικός λογοτεχνίας;
- Το ερώτημα απασχόλησε και την εκπομπή «Βιβλία στο κουτί» μιας από τις περασμένες Τετάρτες. Δεν υπάρχει φυσικά απάντηση-θέσφατο, αφού αξίζει να μιλάμε κάθε φορά ανά περίπτωση, αλλά ας επιχειρήσουμε μια συζήτηση επί του μέσου όρου. Κρίνω ένα έργο σημαίνει ξέρω να το διαβάζω, να το αποκωδικοποιώ και κατόπιν να το αξιολογώ όσο γίνεται “αντικειμενικά”. Πώς το κατάφερα αυτό; Είτε με διαπεραστική, έστω και εμπειρική, ματιά που γνωρίζει να ξεκλειδώνει τους μηχανισμούς του κειμένου ή με θεωρητική κατάρτιση που μπορεί να αποκαλύπτει (και να ερμηνεύει) την πίσω όψη του υφάσματος. Ο συγγραφέας συνήθως δεν έχει θεωρητική σκευή και γι’ αυτό αποκλείεται -πλην εξαιρέσεων πάντα- από τη δεύτερη περίπτωση. Όσον αφορά στην πρώτη, αφενός δεν έχουν πολλοί συγγραφείς κοφτερή ματιά και θεωρητικό λόγο, ώστε το κοινό να καταλάβει τις απόψεις τους, και αφετέρου ο δημιουργός τίθεται πάντα αντιμέτωπος με το έργο, αφού είτε διαφωνώντας είτε συμφωνώντας εκφράζει την υποκειμενική (αισθητική και ιδεολογική) του στάση απέναντι σε ομόδοξους και σε αλλόδοξους.
Δ΄ ερώτημα: Ποιος είναι ικανός / κατάλληλος να διδάξει σε μαθήματα δημιουργικής γραφής;
- Θα απαντήσω σύντομα, γιατί θα επανέλθω. Από τη μια οι συγγραφείς που έχουν καταλήξει σε συμπεράσματα και μπορούν (απαραίτητα) να τα μεταδώσουν και από την άλλη μελετητές που βλέπουν τη λογοτεχνία ως τεχνική και μπορούν να εξηγήσουν τις μεθόδους της.

Πατριάρχης Φώτιος
17.12.2006

Friday, December 15, 2006

Νες καφέ χωρίς γάλα: Αναστασέα

Νίκη Αναστασέα,
“«Επικράνθη» διά χειρός Αλέξη Ραζή”

Η Νίκη Αναστασέα επανέρχεται οκτώ χρόνια μετά το «Αυτή η μέρα αργά προχωρούσε» (1998), το οποίο απέσπασε το βραβείο του περιοδικού “διαβάζω”. Το νέο της ογκώδες μυθιστόρημα ασχολείται με τη ζωή και τη δράση ενός ζωγράφου με αριστερές περγαμηνές, καθώς και το περιβάλλον που τον …πίκρανε.
Αντί να εκφράσω τη γνώμη μου, προτίμησα να θέσω ορισμένα ερωτήματα ενός αναγνώστη που μόχθησε πάνω από το έργο, αλλά δεν κατάφερε να το αποκωδικοποιήσει:
- Γιατί οι οικογενειακές και φιλικές σχέσεις να ανάγονται σε μείζον λογοτεχνικό θέμα, χωρίς κάτι καινούργιο να ταράζει τα λιμνάζοντα νερά αυτού του κοινόχρηστου μοτίβου;
- Γιατί η δράση να περιορίζεται τόσο και να τεντώνονται τόσο τα διαλογικά μέρη, σταματώντας έτσι τη ροή του κειμένου;
- Γιατί κάθε αριστερός ήρωας να πρέπει να προβληματίσει σώνει και καλά με την παρουσία του;
- Γιατί η γυναικεία εσωτερικότητα της γραφής να πρέπει να απασχολήσει το αναγνωστικό κοινό, όταν απλώς συνοδεύεται από καλοδουλεμένο ύφος και ανάλογη γλώσσα;

Πατριάρχης Φώτιος
15.12.2006

Wednesday, December 13, 2006

Μεξικάνικος καφές: Αντονάς

Αριστείδης Αντονάς, “Ο χειριστής”

Ομολογώ ότι είναι ένα βιβλίο που προκαλεί έντονη αμηχανία. Πρόκειται για δύο μικρές νουβέλες, οι οποίες παίρνουν καιρό για να διαβαστούν λόγω της κρυπτικότητας και της πυκνότητας της γραφής. Η όλη σύνθεση μοιάζει με αλληγορία, με αυτοαναφορικό σχόλιο για τον ρόλο του συγγραφέα απέναντι στα πρόσωπά του, με αναφορά στον θεό και στον έλεγχο ή την ελευθερία με την οποία χειρίζεται τους ανθρώπους… Το βιβλίο είναι γεμάτο φιλοσοφικές απηχήσεις με πλατωνικό σκηνικό και μεταδομιστικές προεκτάσεις. Το προηγούμενο βιβλίο του με τίτλο “Ο φλογοκρύπτης” (2005) αναφέρεται σε μια βιβλιοθήκη (όπως τώρα σε ένα οίκημα και σε ένα θέατρο) με πιο προσιτή στον αναγνώστη τη βασική ιδέα και πιο εύπεπτη την αφήγηση.

Πατριάρχης Φώτιος
12.12.2006

Saturday, December 09, 2006

Πολλά βαρύς και όχι: Τριανταφύλλου – Πεσμαζόγλου

Σώτη Τριανταφύλλου, “Κινέζικα κουτιά”

Πάντοτε αναρωτιόμουνα γιατί η συγγραφέας γράφει ακόμα στα ελληνικά, αφού τα θέματά της άπτονται του αμερικανικού τρόπου ζωής; Όσο έχω ψάξει στις συνεντεύξεις της, δεν βρήκα μια απάντηση στο γιατί δεν καταφεύγει στα αγγλικά –τα οποία σημειωτέον τα γράφει άπταιστα; Το έργο είναι ένα ψηφιδωτό από μικρές ψηφίδες, ένα μοντάζ σκηνών για τον ρατσισμό και την εγκληματικότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις και την πολυφυλετική / πολυπολιτισμική παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Το μυθιστόρημα κλίνει προς το αστυνομικό, αλλά δεν είναι, αφού η παρουσία ντετέκτιβ δεν ακολουθείται –φυσικά σκόπιμα- από μια ολοκληρωμένη πορεία διερεύνησης των φόνων, ειδικά εφόσον το τέλος μένει ανοικτό. Η Τριανταφύλλου ξέρει να αφηγείται, αλλά η όλη υπόθεση και η ατμόσφαιρα φαίνονται ξένες.


Βασίλης Πεζμαζόγλου, “Τυφλό σύστημα”

Η πρώτη προσπάθεια του συγγραφέα για μυθιστόρημα ήταν μια αποτυχία. Η υπόθεση αναφέρεται σε έναν πρώην πανεπιστημιακό που ζει ως χαρτοπαίχτης και αφηγείται στιγμιότυπα από τη ζωή του. Πέρα από λίγες δόσεις αυτοαναφορικότητας και ελάχιστες καλογραμμένες σκηνές, το βιβλίο δεν έχει σκοπό, δεν γράφτηκε με πλοκή και δεν πείθει τον αναγνώστη ότι ο τελευταίος αξίζει να το διαβάσει. Ανιχνεύοντας τις προθέσεις του συγγραφέα, μπορούμε να πούμε ότι ήθελε να σχολιάσει τον πανεπιστημιακό χώρο (κι εκεί κάνει πραγματολογικά λάθη), τη χαρτοπαιξία και γενικότερα τη νεοελληνική πραγματικότητα. Αυτά όλα όμως μένουν σε μια καταγραφή τύπου ρεπορτάζ που δεν μετατρέπεται σε μυθιστορηματική σύνθεση.

Πατριάρχης Φώτιος
9.12.2006

Thursday, December 07, 2006

Γλυκό του κουταλιού: Βιβλία στο κουτί

Η εκπομπή για το βιβλίο


Κάθε Τετάρτη στις 24.00, αφού είδαμε Champions League και ξεδώσαμε, προβληματιζόμαστε εν νηφαλιότητι βλέποντας την εκπομπή των Β. Χατζηβασιλείου και Κ. Σχινά “Βιβλία στο κουτί”. Όσο πάει βελτιώνεται συνεχώς. Στην αρχή υπήρχε έντονη αμηχανία ανάμεσα στις ερωτήσεις, που δημιουργούσε βεβιασμένες συνδέσεις. Κάτι τέτοιο εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά πολλές φορές η συζήτηση κυλάει περισσότερο αβίαστα.
Χθες βράδυ η συζήτηση πραγματευόταν το θέμα «κριτική και λογοτεχνία» με καλεσμένο τον συγγραφέα –κατά βάση- με κριτικό όμως έργο και εν μέρει θεωρητικό προβληματισμό Κώστα Κατσουλάρη. Τα ερωτήματα τέθηκαν πολύ ρεαλιστικά και εύστοχα, όπως: τι κάνει κανείς απέναντι σε μια αρνητική κριτική; πρέπει να απαντήσει; πόσο καλός κριτικός είναι ένας συγγραφέας; τι ρίσκο παίρνει ένας κριτικός που περνάει το όριο και συγγράφει; κ.ά. Η Σχινά έθεσε πραγματικά δραστικές, θα έλεγα, ερωτήσεις, ενώ ο Χατζηβασιλείου ως κριτικός μίλησε με συγκροτημένο και άκρως πραγματιστικό λόγο. Ο Κατσουλάρης φάνηκε λιγότερο ετοιμόλογος και πειστικός απ’ όσο τον περίμενα, είτε γιατί δεν έχει μάθει να εκτίθεται στο γυαλί είτε επειδή έπρεπε να υποστηρίξει τις θέσεις του χωρίς να τις έχει απόλυτα δουλέψει.
Η προσπάθεια είναι άξια, έστω κι αν την εκπομπή δυστυχώς τη βλέπουν –φαντάζομαι- μόνο άνθρωποι του βιβλίου.
Πατριάρχης Φώτιος
7.12.2006

Monday, December 04, 2006

Νουγκατίνα: διαβάζω

Πώς γράφονται οι βιβλιοπαρουσιάσεις;

Αφορμή το τεύχος Δεκεμβρίου 2006 του περιοδικού “διαβάζω”. Πραγματικά χορταστικό τεύχος, σαν μενού εστιατορίου, όπου σεργιανάς για πολύ μέχρι να διαλέξεις τι θα φας. Πολλοί συνεργάτες, πάμπολλες προτάσεις σε ποικίλα είδη λόγου και άφθονες διαφημίσεις βιβλίων. Ξεφυλλίζεις το τεύχος αλλά ίσως δεν διαβάζεις, δείγμα κι αυτό μιας εποχής που τσιμπάς τίτλους και λεζάντες αλλά αδιαφορείς για το κείμενο.
Τα περισσότερα βιβλία είναι εσοδείας φθινοπώρου. Κι αναρωτιέμαι: τα διάβασαν αυτοί που τα παρουσιάζουν, όταν μάλιστα πολλοί από αυτούς γράφουν τα σύντομα σημειώματά τους για 5, 10 ή και παραπάνω βιβλία; Πιστοποιείται και έτσι ότι δεν διαβάζουν τα βιβλία αλλά μόνο τα οπισθόφυλλα ή και τα δελτία τύπου. Δεν ασχολούνται με την ποιότητά τους, αλλά για μια γρήγορη διαδικαστική παρουσίαση.
Το βιβλίο επομένως κάνει την εξής πορεία: διαβάζεται στα πεταχτά, γράφεται ένα σημείωμα στο πόδι, προτείνεται δηλαδή για τον συγγραφέα, το στόρι ή γιατί έτσι προέκυψε, το σημείωμα διαβάζεται διαγωνίως ή μόνο ως τίτλος και τέλος το κοινό αγοράζει από το καλάθι της λαϊκής ό,τι διαφημίζεται περισσότερο.
Έγινε και το “διαβάζω” ένας διαφημιστικός κατάλογος (και κυριολεκτικά με τις 60 σελίδες καταχώρισης του Καστανιώτη), ένα φυλλάδιο σαν αυτά που βλέπει κανείς στις εφημερίδες. Και αυτό το λέω με ένα κεφαλαίο ΔΥΣΤΥΧΩΣ, γιατί εξακολουθούν αφενός να γράφονται κριτικές και να συντάσσονται αφιερώματα, αφετέρου όμως προωθείται το βιβλίο ως καταναλωτικό προϊόν.
Θα ήθελα μια απάντηση· για να ξέρω τι να πιστεύω και τι όχι.

Πατριάρχης Φώτιος
04.12.2006

Friday, December 01, 2006

Νες καφέ με γάλα: Παγκουρέλης

Β. Παγκουρέλης, “Ένα κρανίο για τον Γιόρικ”


Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι σίγουρα σε άνθηση. Ο Παγκουρέλης εισάγει ένα υβριδικό είδος: το αστυνομικό-ιστορικό μυθιστόρημα, όπως κάνει φέτος και ο Αγαπητός με το “Ο χάλκινος οφθαλμός”. Ο πρώτος στην Αγγλία του Σαίξπηρ και ο δεύτερος στη Θεσσαλονίκη του Βυζαντίου. Ο Παγκουρέλης φέρνει το μυθιστόρημα στον χώρο του θεάτρου που γνωρίζει καλά και δίνει στον φόνο ιδεολογικό περιεχόμενο, καθώς ο δολοφόνος προσπαθεί να κρύψει ένα μυστικό που θα άλλαζε την ιστορία της ανθρωπότητας. Το ίδιο κάνει και ο Τ. Μιχαηλίδης με τα “Πυθαγόρεια εγκλήματα”. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ασφυκτιά στα κλασικά του όρια και επιχειρεί να απλωθεί φυσικά στο κοινωνικό μυθιστόρημα, αλλά και σε ιδεολογικά, ιστορικά και πολιτικά πλαίσια.

Πατριάρχης Φώτιος
27.11.2006

Black Forest: Μιχαηλίδης - Νικηφόρου

Άλλο ιστορία και άλλο αφήγηση

Είχα υποστηρίξει και παλαιότερα ότι άλλο πράγμα είναι η ιστορία και η έξυπνη ιδέα κι άλλο η αφήγηση, δηλαδή η λογοτεχνική της μετάπλαση. Γι’ αυτό το γεγονός ότι ένα βιβλίο που έχει μια πρωτότυπη ιδέα ή μια έξυπνη σύλληψη ή άπτεται ενός επίκαιρου κοινωνικού θέματος δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι και καλό βιβλίο. Αφορμή για όλα αυτά είναι η κριτική της Λ.Πανταλέων για τον Νικηφόρου και η βιβλιοκρισία του Β.Χατζηβασιλείου για τον Μιχαηλίδη (αμφότερες στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας 24.11.2006).
Ο πρώτος συγγραφέας μιλάει για τον βιασμό ως σύγχρονο φαινόμενο (κοινωνικό, ψυχολογικό, ηθικό κλπ.) και την αυτοδικία, αλλά ο τρόπος που το πραγματεύεται απαξιώνει το θέμα και τη λογοτεχνία. Η αφηγηματική συνταγή λειτουργεί με την πολυτροπικότητα των οπτικών γωνιών, αλλά ούτε οι ήρωες είναι σφαιρικά διαγεγραμμένοι ούτε η υπόθεση κορυφώνεται όπου θα έπρεπε, ώστε να περάσει τα μηνύματά της. Μερικά δυνατά σημεία, όπως ένας μονόλογος στο τέλος, δεν αρκούν.
Από την άλλη, ο Μιχαηλίδης συζευγνύει μαθηματικά και λογοτεχνία και γι’ αυτό είναι αξιέπαινος. Αλλά στην προσπάθειά του να «διδάξει» τα μαθηματικά στους αμύητους κάνει μια τεράστια παρένθεση, η οποία κατά τις προθέσεις του δημιουργού θα έπρεπε να εξηγεί ιδεολογικά τον φόνο, αλλά τελικά χωρίζει το βιβλίο σε δύο μέρη που δεν επικοινωνούν πλήρως.
Συμπερασματικά, ο κριτικός μπορεί να θέλγεται από το θέμα του βιβλίου (ή το όνομα του συγγραφέα), αλλά οφείλει πρώτιστα να απαντήσει στον εαυτό του και στους αναγνώστες του αν ο χειρισμός της ιστορίας πέτυχε τον στόχο του και μετά να αξιολογήσει θετικά το εγχείρημα· αλλιώς να δηλώσει ευθαρσώς τις επιφυλάξεις του.


Πατριάρχης Φώτιος
24.11.2006

Πικρός καφές: Σερέφας

Σάκης Σερέφας, “Θα γίνω ντιζέζ”

Πώς μετατρέπει κανείς μια αληθινή ιστορία σε λογοτεχνία; Ως λογοτεχνικό χρονικό, ως λογοτεχνία-ντοκουμέντο, ως ελεύθερη ανάπλαση; Ο Σερέφας διάλεξε έναν παιγνιώδη τρόπο, καθώς καταγράφει την οπτική γωνία δευτερευόντων χαρακτήρων που συμμετείχαν στην ερωτική ιστορία του θύτη με το θύμα. Και δεν είναι μόνο η εναλλαγή της εστίασης αλλά και η παρεμβολή του συγγραφέα και κυρίως η συνολική υπονόμευση της μυθοπλασίας. Η τελευταία αποφλοιώνεται με την αποκάλυψη της πλαστής της υφής, των συμβάσεων που τη διέπουν και της κατασκευασμένου χαρακτήρα της αφήγησης. Η ίδια η ιστορία δεν είναι πρωτότυπη (ένα έγκλημα πάθους) αλλά είναι ενδιαφέρον αυτό το πείραμα του Σερέφα, όχι για την εν συνόλω λογοτεχνική του αξία, αλλά για τον πειραματισμό που μπορεί να δώσει μελλοντικά έναν πιο ώριμο καρπό.

Πατριάρχης Φώτιος
21.11.2006

Φρουτ παντς: Αλέξης Σταμάτης

Η αξία ενός συγγραφέα
Ξεκίνησα έναν διάλογο με το diavazo.blogspot.com για την αξία του Αλέξη Σταμάτη. Ο diavazo πιστεύει ότι η κορυφή των έργων του συγγραφέα ήταν η “Οδός Θησέως” (2003). Αν όντως είναι αυτό το καλύτερό του, τότε είναι πολύ ελάσσων πεζογράφος. Γιατί;
Γιατί στο εν λόγω βιβλίο προσπάθησε να κάνει είτε μια μυθική αλληγορία, που μεταφέρεται στη σύγχρονη εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ή μια σύζευξη τεχνολογίας και θρησκείας ή μια αστυνομικού χαρακτήρα υπόθεση με κινήσεις υπολογιστή. Τι κατάφερε; Άλλο ένα κείμενο της σύγχρονης ουδέτερης, άνοστης και άγευστης γραφής, ένα συνονθύλευμα εντυπωσιοθηρίας, ένα τσαλαβούτημα σε διάφορους χώρους, μερικούς από τους οποίους δεν τους ξέρει (κάτι παραπάνω ξέρουμε εμείς οι Πατριάρχες από τη θρησκεία!!!), χωρίς καν τη δεξιοτεχνία να τους συνδέσει τεχνηέντως. Δείγμα ευκολίας στη συγγραφή αλλά και στην ανάγνωση.
Τώρα ξαναέρχεται με την “Αμερικάνικη φούγκα”. Επιφυλάσσομαι. Τις ίδιες επιφυλάξεις εξέφρασαν και άλλοι δύο σχολιαστές στο diavazo.blogspot.com. Αν κριτήρια για την αξία ενός βιβλίου είναι, κατά το blog, η λογοτεχνική αξία (αόριστο), η χρήση της γλώσσας (η γραφή του Σταμάτη δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο πέρα από φυσικά ελληνικά), η πληρότητα και η περιεκτικότητα των διαλόγων (πουθενά δεν μιλάει για φυσικότητα και για λειτουργικότητα), η ανάλυση χαρακτήρων (βιαστικές συνθέσεις που δεν προλαβαίνουν να αναγνωριστούν), η πλοκή με ανατροπές (εύκολοι αιφνιδιασμοί που …δεν αιφνιδιάζουν) και τέλος εγκιβωτισμένα νοήματα (ποτέ τα νοήματα δεν είναι εγκιβωτισμένα, ενώ στον Σταμάτη ο σύνολος προβληματισμός είναι ρηχός), τότε ποια η λογοτεχνική του ποιότητα;
Το diavazo.blogspot.com δεν έχει ωστόσο απόλυτες απόψεις και αυτό του το αναγνωρίζω. Ούτε βέβαια οι δικές μου ρήσεις είναι θέσφατα –ακόμα και η Κάτια πολλές φορές διαφωνεί… Ο διάλογος όμως πρέπει να γίνεται πάντοτε έτσι ολοκληρωμένα και με επιχειρήματα εκατέρωθεν.

Πατριάρχης Φώτιος
19.11.2006