Thursday, January 29, 2015

“Η ντάμα πίκα” του Αλεξάντρ Πούσκιν

Παιχνίδια με τα χαρτιά, με την τύχη, με το ύφος του κειμένου, παιχνίδια πάνω απ’ όλα με τη ζωή (και τον θάνατο) που εκδικείται τους καταχθόνιους και τους καιροσκόπους.
 

Ρωσσοτσίνο (στιγμιαίος καφές με βότκα):
Алексaндр Сергeевич Пyшкин
“Пиковая дама”
1833
Αλεξάντρ Πούσκιν
“Η ντάμα πίκα”
μετφ. Ν. Δημητρίου
εκδόσεις Πατάκη
2014
 

 
          Μια μικρή νουβέλα μόλις εβδομήντα σελίδων μας μεταφέρει στον 19ο αιώνα και από εκεί πιο πίσω στη δεκαετία του 1770 και στη ρωσική κοινωνία, που προσπαθεί να εκδυτικιστεί και έτσι να εκσυγχρονιστεί. Το πάθος για τα χαρτιά βρίσκεται στο κέντρο του κειμένου, καθώς προκαλεί αναταραχές σε ένα τρίγωνο που αποτελείται από τον Έρμαν, την κόμισσα Άννα Φεδόντοβνα και την κυρία της αυλής Ελισάβετ Ιβάνοβνα.
          Η ιστορία έχει ως εξής: ο Έρμαν, αξιωματικός του ρωσικού στρατού, μαθαίνει από τον εγγονό της Άννας Φεδόντοβνα ότι αυτή, όταν ήταν νέα, έμαθε ένα κόλπο με τρία νικηφόρα χαρτιά και κέρδισε ένα μεγάλο ποσό, και προσπαθεί να βρει τρόπο να την πλησιάσει. Κάνει τα γλυκά μάτια λοιπόν στην Ελισάβετ Ιβάνοβνα κι αυτή τον προσκαλεί μια νύχτα στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του μεγάρου. Εκεί μιλάει ανοιχτά για τους σκοπούς-του στην υπέργηρη οικοδέσποινα, με αποτέλεσμα αυτή να πεθάνει από συγκοπή, κι έπειτα εξομολογείται τον πραγματικό λόγο της εκεί παρουσίας-του στην Ελισάβετ. Ο Έρμαν μετά την κηδεία βλέπει τη νύχτα το φάντασμα της γριάς να έρχεται και να του αποκαλύπτει το 3, το 7 και τον Άσο, τα οποία παίζει με την ίδια σειρά αλλά στο τέλος αντί για Άσο εμφανίζεται η Ντάμα Πίκα… και ο Έρμαν χάνει όλα του τα λεφτά.
          Αυτό που κλείνει το μάτι στον αναγνώστη κι αυτός
"Οι χαρτοπαίχτες"
του Σεζάν
χαμογελά δεν είναι το πρόσωπο του Έρμαν, ο οποίος είναι τυχοδιώκτης, ιδιοτελής, πονηρός, αρριβίστας… Δεν είναι ο ρομαντισμός που θυμίζει σκόπιμα Γκαίτε και διαμορφώνει ατμόσφαιρα. Είναι το μεταφυσικό που μπαίνει στο σκηνικό και παίζει παιχνίδια στον ατυχή πρωταγωνιστή: όπως αυτός προκάλεσε με το θράσος-του τον θάνατο της γριάς Άννα Φεδόντοβνα κι έπειτα εμπιστεύθηκε την τύχη-του (κυριολεκτικά!) στο πονηρό φάντασμά-της, έτσι κι αυτό του έπαιξε ένα παιχνίδι, αφού με μαγικό τρόπο άλλαξε τα φύλλα.
          Όλο το κείμενο που διαβάζεται σε μια-μιάμιση ώρα μειδιά και σαν σκανδαλιά δημιουργεί παραμυθιακές συνθήκες και ελαφρά γέλια. Δείτε ένα κομμάτι διφορούμενο και παιγνιώδες:
          Μιλά ο ιερέας στην εξόδιο ακολουθία και λέει: “Ο άγγελος του θανάτου την εφήρπαξε κατεχομένην υπό της παρηγορίας των ευσεβών αυτής διαλογισμών και της προσδοκίας του νυμφίου του ερχομένου εν τω μέσω της νυκτός”. Αν κανείς αποσυνδέσει τα λόγια αυτά από τα χριστιανικά-τους συμφραζόμενα, θα υπομειδιάσει, αφού ο “άγγελος του θανάτου” και “ο νυμφίος ο ερχόμενος εν τω μέσω της νυκτός” ήταν ο φιλόδοξος Έρμαν που, έστω και άθελά-του, της “αφήρπαξε” τη ζωή μέσα στο σκοτάδι του δωματίου-της.
Έτσι, δεν μπορώ παρά να πω ότι ένα έργο, γραμμένο σε έναν τόσο παρωχημένο χρόνο, σε μια ρομαντική εποχή, που πολύ λίγα κοινά έχει με τη δική-μας, χάρη στην ευτράπελη και σκανδαλιάρικη διάθεσή-του έρχεται ως εμάς φρέσκο και επίκαιρο. 

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στο In2life στις 25/11/2014 και εδώ κοσμείται με φωτογραφίες που αντλήθηκαν από: el.wikipedia.org (οι δύο πρώτες) και baronvonblitz.tumblr.com (η τελευταία)]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, January 27, 2015

“Ζώνη πυρός” του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη

Επιστρέφω από το ορεινό χωριό-μου, όπου άσκησα το εκλογικό-μου καθήκον, και συνεχίζω τα του βιβλίου, αναδημοσιεύοντας από το In2life τη βιβλιοπαρουσίασή-μου, που συνετέλεσε σε έναν ευρύτερο προβληματισμό, μαζί με όσα έγραψα για τον βιβλίο του Μοδινού “Τελευταία έξοδος Στυμφαλία”.
Το διήγημα-χαμαιλέων, που ελίσσεται, που μεταμφιέζεται σε δοκίμιο, που σχολιάζει και αφηγείται, που κρίνει και περιγράφει, που θέλει να ξεπεράσει τον εαυτό-του και συνάμα να μιλήσει απλά και καίρια. Ένα τέτοιο πειραματικό είδος συναντάμε στα μικρά κείμενα αυτού του λεπτού και καλογραμμένου τόμου.
 

Espresso doppio:
 
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
“Ζώνη πυρός”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2014
 
 

          Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι παλιός γνώριμος. Είχα ασχοληθεί παλιότερα με τα βιβλία-του: “Το παραμύθι του ύπνου” και η Αστοχία υλικού έβαλαν τον πεζογράφο στο αναγνωστικό-μου σύμπαν, με καλά στοιχεία αλλά και με μια ελαφρά αυτοσυγκράτηση που δεν τον άφησαν να εκτοξευτεί σε κάτι υψηλότερο. Γι’ αυτό αγόρασα την καινούργια-του συλλογή διηγημάτων, ώστε να δω (τέσσερα χρόνια μετά) πόσο ωρίμασε, εμβάθυνε, βρήκε το στίγμα-του.
          Τα πρώτα κείμενα δεν είναι ακριβώς διηγήματα· είναι πιο πολύ εξομολογήσεις συγγραφέα, που αυτοστοχάζεται, στέκεται πάνω από τη γραφή-του και αυτοαναλύεται, κοιτάζει τη λευκή οθόνη και ξύνει το κεφάλι-του πάνω από το αλφαβητικό πληκτρολόγιο. Παραλληλίζει τον λογοτέχνη με τον Ιωνά που έχει εγκλωβιστεί στην κοιλιά του κήτους και προσεύχεται να βρει τη διέξοδο από τη φυλακή-του. Ταξιδεύει στην επικράτεια των λέξεων και αναγνωρίζει στα λόγια-του τα λόγια άλλων, επιβεβαιώνοντας τη ρήση του Σεφέρη “Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια-μας”. Σκαλίζει το ημερολόγιό-του ψάχνοντας τις πολύτιμες σημειώσεις που θα φυσήξουν ούριο άνεμο στα πανιά-του. Πρωταγωνιστής σ’ αυτά τα κείμενα είναι ο ίδιος ο σαραντατετράχρονος πεζογράφος, ο οποίος αυτοπροσωπογραφείται όχι με αυτοβιογραφικό τόνο, αλλά με διάθεση να ελέγξει τις συγγραφικές-του συνήθειες και να ξανασυζητήσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη διάρκεια της κυοφορίας και της γραφής.
          Στο δεύτερο μέρος, ο αφηγητής παίρνει ποικίλες μορφές, ρόλους σε μικρούς μονολόγους που αναδεικνύουν μια ολόπλευρη στάση ζωής. Στο “Προσκλητήριο” σαν άλλος Πρωτέας γίνεται ο άστεγος, ο άνεργος, ο χρεωμένος αυτόχειρας, σαν όλοι αυτοί οι διαφορετικοί άνθρωποι είναι ένας, ο απόκληρος της ζωής που δεν έχει ελπίδα και διέξοδο. Κι από εκεί και πέρα, στα άλλα διηγήματα, ο ιδανικός αυνανιστής που αντιλαμβάνεται το κενό μετά την πράξη-του, ο εμβριθής παρατηρητής σχολιάζει την επικαιρότητα, ο υπονοούμενος φιλόλογος εφαρμόζει τον θουκυδίδειο “Επιτάφιο” στο σήμερα…
          Αυτό που κάνει τα κείμενα αυτά ιδιαίτερα είναι η ακριβής όσο και καλοδουλεμένη γλώσσα και το διακειμενικό πήγαιν’-έλα από το διήγημα σε άλλα έργα, σε άλλες φωνές, σε άλλες απηχήσεις. Αυτό που προβληματίζει είναι η ειδολογική σύγχυση, γιατί στην ουσία δεν είναι διηγήματα, είναι σχολιαστικοί μονόλογοι ή στοχαστικά δοκίμια, που χρησιμοποιούν ελαφρά την αφήγηση ως άλλοθι. Κι ο αναγνώστης που μπαίνει στο βιβλίο με προσδοκίες διηγηματογραφίας, “αναγκάζεται” να αλλάξει λωρίδα ανάγνωσης και να τροχοδρομήσει στη δοκιμιακή φύση-τους.
          Στο τρίτο μέρος συναντάμε διηγήματα απρόσωπα, λίγο φανταστικού λίγο επιστημονικής φαντασίας, λίγο μελλοντολογικά σενάρια. Αυτά παρουσιάζουν ένα ζοφερό μέλλον, δοσμένο όμως με δόσεις ειρωνείας και κοινωνικής κριτικής, έξυπνες ιστορίες μελλοντικής τρέλας, καθώς τιτάνιες αλλαγές συμβαίνουν στη γη, αλλαγές που επανακαθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών της κοινωνίας. Κι έχουν ιδιαίτερη χάρη, αφού σε λίγες σελίδες δίνεται ανάλαφρα μια οικολογική ή κοινωνική ανισορροπία, γεγονός που ανατρέπει τα καθιερωμένα και κάνει τον πλανήτη να κινείται ανάποδα….
          Ο Χατζημωυσιάδης γράφει γιατί έχει φορτία να μοιραστεί. Γράφει γιατί θέλει να μιλήσει και όχι για να καρπωθεί επαγγελματικές συγγραφικές δόξες. Γι’ αυτό τον τιμώ… 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 20/1/2015 και συντέλεσε εν μέρει στον προβληματισμό, που δημοσίευσα μόλις πριν από 3-4 μέρες με τίτλο “Υβριδική ή απλώς μονολογική λογοτεχνία;” . Διακοσμήθηκε με εικόνες από τα: kozani.tv, www.abafees.com, www.datuopinion.com, www2.warwick.ac.uk και article.wn.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, January 22, 2015

ΥΒΡΙΔΙΚΗ Ή απλώς ΜΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ;


 
            Το να αρνείσαι την υβριδική συνθήκη είναι σαν να αρνείσαι τη διεύρυνση των ειδών και την προέκταση της λογοτεχνίας σε άλλες σφαίρες. Το να θεωρείς ότι το μυθιστόρημα δεν πρέπει να αναμιγνύεται με την ποίηση ή δεν πρέπει να στρέφεται σε δοκιμιακές εγγραφές, αρνείσαι τον συγκρητισμό της εποχής-μας. Ειδικά μέσα στον 20ό αιώνα, ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός προώθησε μικτές μορφές λόγου, που συναιρούσαν όχι μόνο το fiction με το non-fiction, αλλά και την ποίηση με την πεζογραφία, το διήγημα με την αυτοβιογραφία, το μυθιστόρημα με το θεατρικό έργο ή το δοκίμιο κ.ο.κ.
            Αυτή καθεαυτή η ώσμωση δεν είναι πρόβλημα, από τη στιγμή που η λογοτεχνία αναζητά νέους τρόπους διάτρησης των μέχρι πρότινος στεγανών αλλά και νέους φορμαλιστικούς τρόπους για να εκφράσει την πολύπλευρη πραγματικότητα, τη συγκρητική κοινωνία, την ανάμιξη ιδεολογιών και τάσεων. Όλα αυτά είναι αναμενόμενα και φυσικά ευπρόσδεκτα σε έναν διαρκή πειραματισμό, σε μια συνεχή αναζήτηση των ορίων και των πεδίων έκφρασης. Παράδειγμα για μένα είναι ο Μίλαν Κούντερα, ο οποίος γράφει μυθιστορήματα όπου κυριαρχεί το σχόλιο, ο στοχασμός, το δοκιμιακό αφήγημα, οι παρενθέσεις με μονολογικό ύφος που συμπαρατίθενται με την κυρίως πλοκή.
            Όμως…,
            εδώ ξεκινάει ένας προβληματισμός για το πότε αυτή η υβριδικότητα είναι τελεσφόρα και πότε αποτυγχάνει. Πόσο δηλαδή ο αναγνώστης που μπαίνει σε ένα βιβλίο μπορεί να δεχτεί αυτή τη διεύρυνση των αναμονών-του ή θα νιώθει συχνά-πυκνά διαψευσμένος. Μοιάζει να ψάχνω τις αναγνωστικές-μου εκτιμήσεις και τις δοκιμάζω, ώστε να βγάλω κάποια πρώτα συμπεράσματα, που τα θέτω σε συζήτηση. Αφορμή στάθηκε μια απάντηση του Μιχάλη Μοδινού στην προηγούμενη ανάρτησή-μου, αλλά και ένα σχεδόν ταυτόχρονο μέιλ του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη για όσα σχολιάζω ως προς το τελευταίο-του βιβλίο στο In2life.
            Λοιπόν,
            αν πεζογραφία και κυρίως μυθιστόρημα σημαίνει σε μεγάλο βαθμό δραματικότητα, σημαίνει δράση και πλοκή, σημαίνει συγκρούσεις, χαρακτήρες, κίνηση, τότε η ποιητικότητα μεταφέρει την προσοχή στη γλώσσα, το δοκιμιακό στοιχείο στη μονολογική σκέψη, η θεατρικότητα στον διάλογο. Και ναι, καταλαβαίνω ότι ένα θεατρικό μυθιστόρημα εξακολουθεί να επενδύει στη σύγκρουση καταστάσεων και χαρακτήρων, με πολυφωνικό μάλιστα τρόπο. Και ναι καταλαβαίνω ότι οι ιδανικές δόσεις στη συνταγή, οι σωστές αναλογίες στο μίγμα-μας θα δώσει και το τέλειο αποτέλεσμα. Το ζητούμενο λοιπόν είναι σε τι ποσοστό μπορεί κανείς να δει με καλό μάτι την παρείσφρηση μη πεζογραφικών στοιχείων στο πεζογραφικό σώμα.
            Όπως προείπα, ο κορμός είναι η πλοκή και η δράση. Αν ο δοκιμιακός στοχασμός “καπελώσει” τη δομική αλληλουχία δρώμενων, περνάμε σ’ αυτό που οι Αγγλοσάξονες λένε “telling” και όχι “showing”, περνάμε σε μια αδολεσχία που εξοβελίζει τη δράση και περιορίζει τη ζωντανή “δείξη” με τη φλύαρη “λέξη”. Κι ακόμα περισσότερο, αυτού του είδους οι δοκιμιακές παρενθέσεις καταντούν στείροι μονόλογοι, όταν εξαλείφουν την πολυφωνία και την ποικιλία απόψεων, στάσεων και τρόπων συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια μειώνουν τη μυθοπλαστική δραστικότητα, που στηρίζεται στην άμεση ή έμμεση σύγκρουση προσώπων, λόγων και τάσεων.
            Άρα, το δίλημμα δεν τίθεται μεταξύ υβριδικής και καθαρόαιμης πεζογραφίας, αλλά μεταξύ μονολογικού και πολυφωνικού κειμένου. Δεν μου αρέσει δηλαδή ο συγγραφέας να εκμεταλλεύεται το προνόμιο της γραφής και να κάνει κήρυγμα, να εκφέρει έναν μονόλογο “προπαγάνδας”, να δείχνει γλωσσικό αυτισμό περιφέροντας τις λέξεις-του ως εικόνες σε προσκύνημα, να χρησιμοποιεί το μυθιστόρημα ως άλλοθι για να ρητορεύσει. Όλα αυτά υπονομεύουν τη αναγκαία μυθιστορηματική διασταύρωση συμπεριφορών και την αντικαθιστούν με μια μονοφωνική προσπάθεια να με χειραγωγήσει. Αντί ο συγγραφέας να δείχνει, μέσω των επεισοδίων δράσης, της ψυχολογίας του εκάστοτε ήρωα, της ιδεολογίας του ενός και του άλλου κ.ο.κ., το μήνυμά-του, καταφεύγει σε μια ποιητική, δοκιμιακή, εκθεσιακή εντέλει, μονόδρομη φωνή, που με ποδηγετεί αντί να μου αφήνει περιθώρια σκέψης.
Εντέλει, αυτό που με ενοχλεί περισσότερο δεν είναι η ανάμιξη ειδών. Φυσικά όχι. Είναι το καπέλωμά-μου ως αναγνώστη από μια μονολογική φωνή που θέλει να μου τα πει όλα. Τότε εγώ ενστικτωδώς κατεβάζω ρολά.

[Η εικόνα κορυφής είναι ένα collage του Dmitry Ligay. Τις υπόλοιπες εικόνες που διακοσμούν το κείμενό-μου τις δανείστηκα από: bradipodiario.blog.tiscali.it, www.treehugger.com, kukikuzafu.site90.net, www.docstoc.com και www.komvos.edu.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, January 19, 2015

“Τελευταία έξοδος Στυμφαλία” του Μιχάλη Μοδινού

Μια καταστροφή και μια πορεία μετά απ’ αυτή, ένας απολογισμός και μια προσπάθεια να βρούμε άκρη μέσα στην κοχλάζουσα πραγματικότητα. 


Espresso Decaffeinato
 
Μιχάλης Μοδινός
“Τελευταία έξοδος Στυμφαλία”
εκδόσεις Εστία
2014
 
 

Μυθιστόρημα; Χωράει πολλά αυτή η λέξη. Έτσι, βέβαια υποτιτλοφορείται στο εξώφυλλο της Εστίας. Εγώ όμως θα το ονόμαζα “Οικολογικό κήρυγμα”, “κοινωνική καταγγελία”,  “«πολιτικό» χρονικό” με αλλαγή ίσως στη ζεύξη επιθέτων και ουσιαστικών. Μυθιστόρημα; Μα τότε πού είναι η πλοκή; Ένας σπασμένος σε μικρά σχετικά κεφάλαια μονόλογος του αφηγητή, που οδηγεί στους δρόμους της Ελλάδας μέχρι τη μυθική Στυμφαλία.
Άξονας του έργου αυτός ο ανώνυμος αφηγητής, που μοιάζει σε πολλά με τον ίδιο τον Μοδινό (γιατί πάντα οι ήρωές-του έχουν οικολογικές ευαισθησίες και αποτελούν άμεσα ή έμμεσα alter ego του συγγραφέα;), και ο οποίος ζει μετά την Καταστροφή (μ.Κ.) σε μια έρημη Ελλάδα, λεηλατημένη, κατεστραμμένη κοινωνικά και υλικά, σαν απομεινάρι μιας ολοκληρωτικής διάλυσης. Ο αφηγητής οδηγεί και μιλά, ή μιλά καθώς οδηγεί, ή ενώ οδηγεί (δευτερευόντως) καταγγέλλει. Χείμαρρος κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, μανιφέστο διαμαρτυριών, πλημμύρα ειρωνείας, ψόγων, δικαιολογημένων ενστάσεων ως προς το πώς χτίσανε και διαχειρίστηκαν οι Νεοέλληνες τη χώρα και τη νοοτροπία-της.
Θα μπορούσα να το ονομάσω “μυθιστορηματικό δοκίμιο”, αφού πάνω σε ένα αδρό μυθοπλαστικό φόντο κρέμονται οι στοχασμοί και τα σχόλια ενός μάλλον δοκιμιογράφου παρά αφηγητή. Αυτό το υβριδικό είδος υποκρύπτει μια μυθοκαπηλία, αφού κάτω από τον ευαγή τίτλο “μυθιστόρημα” στεγάζονται δοκιμιακές αναλύσεις, κατάλληλες για ένα ειδικό περιοδικό, για ένα πρόσφορο κοινό, για μια άλλη ανάγνωση. Νιώθω ότι διαβάζω παντού τέτοιες άμεσες καταγγελίες, από την Τύπο έως το διαδίκτυο, και δεν θα ήθελα η λογοτεχνία να είναι τόσο ωμή και “φραστική”. Θα την ήθελα πιο εικονοπλαστική, πιο στέρεα δομημένη με σκηνές και με δράση. Δεν θα ήθελα ο συγγραφέας να καπελώνει τον ήρωά-του, να μιλά ακατάπαυστα σαν πολυμαθής δημοσιογράφος που δεν αφήνει τον καλεσμένο-του να εκφραστεί, σαν δάσκαλος που δεσπόζει σε μια άβουλη και βουβή τάξη. Ακούω σε κάθε σελίδα, σε κάθε πρόταση ένα ισχυρό εγώ να μην αφήνει περιθώρια για διάλογο, πολυφωνία, χαρακτήρες και συγκρούσεις.
Εκτός κι αν δράση εννοείται το παρελθόν του οδηγού-αφηγητή, το Μετσόβιο, τα ταξίδια στην Αφρική για δουλειές, ο γάμος-του με την Ηρώ και ο χωρισμός-τους, ο γιος-τους, οι πολιτικές διασυνδέσεις-του κ.ο.κ. Δεν ξέρω αν όντως ο ήρωάς-του είναι ο ίδιος, αν τα ονόματα και τα μέρη αφορούν πράγματι τη ζωή του Μοδινού. Ο τρόπος όμως γραφής είναι τόσο εξομολογητικός, τόσο βιωματικός που αναρωτήθηκα συχνά αν το “μυθιστόρημα” δεν είναι μια συγκαλυμμένη αυτοβιογραφία, που θα ήταν πιο τίμιο να ονομαστεί έτσι.
 

[Οι συνοδευτικές εικόνες ελήφθησαν από: www.polishnewsseattle.org, drivingtrainingindia.wordpress.com, m.theepochtimes.com και halcatraz.hu]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, January 16, 2015

“Το σώμα του Τιρθανκάρα” του Χρήστου Χρυσόπουλου και “Η Ζωή στην Ινδία” του Κλέωνα Αρζόγλου

Μπορεί κανείς να γνωρίσει την Ινδία μέσα από τα βιβλία; Μα πώς θα γίνει αυτό, αν δεν έχει φωτογραφικό υλικό, πλούσια χρώματα, παραμυθάδες ξεναγούς, κινηματογραφική αίσθηση του τόπου; Άλλοτε γίνεται κι άλλοτε όχι.
 

Καφές από ρύζι:
 
Χρήστος Χρυσόπουλος
“Το σώμα του Τιρθανκάρα”
εκδόσεις Νεφέλη
2014
Κλέων Αρζόγλου
“Η Ζωή στην Ινδία”
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2014
 
 


            Δυο βιβλία, δυο ταξίδια στην Ινδία. Δυο Έλληνες που ταξιδεύουν εκεί και περιδιαβαίνουν από πόλη σε πόλη, από σοκάκι σε σοκάκι. Ο Χρυσόπουλος ως ξένος που επιχειρεί να μυηθεί στον ινδικό τρόπο ζωής, ο Αρζόγλου ως κάτοικος για πολλά χρόνια στην Ινδία. Μια ακόμα ομοιότητα είναι ότι ο πρωταγωνιστής κάθε έργου συναντά άπειρους ντόπιους και έτσι κάθε κείμενο απαρτίζεται από πολλές μικρές σκηνές, διαλόγους και συναντήσεις, που συνθέτουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό.
            Οι ομοιότητες όμως, αφήγησης και ποιότητας, στίγματος και είδους, τελειώνουν εκεί!
            Ο Αρζόγλου βάζει τον πρωταγωνιστή-του τον Παύλο να ψάχνει την κόρη-του Ζωή στην Ινδία, όπου πήγε με την φίλη-της αλλά χάθηκε με έναν ύποπτο τύπο. Ο Παύλος είναι περίπτωση ολίγον ρεμαλίου, χωρισμένου, με χρέη, με μια ζωή που δεν στηρίζεται πουθενά και με την ενίσχυση της πρώην γυναίκας-του κάνει το ταξίδι στη χαοτική Ινδία. Η περιπέτεια συνοδεύεται από περιπλάνηση, γνωρίζει ανθρώπους και μέρη, λίγο από ιστορία, ξανασυναντά την παλιά γνώριμη Γκρατσιέλα, ενώνει τις δυνάμεις-του με τον Χρήστο, που μένει μόνιμα στην Ινδία και τέλος…
            Ο Χρυσόπουλος πάει σαν τουρίστας-συγγραφέας, κάνει τη βόλτα-του στο Πραντές, ανάμεσα στο Δελχί, το Λάκνοου, το Μπεναρές και το Τζαϊπούρ, συναντά ανθρώπους κατώτερων κυρίως τάξεων, δυο ξένες που κι αυτές βλέπουν περιηγητικά τη χώρα, αφήνεται στα σοκάκια και τους κήπους, παρατηρεί τους απλούς ανθρώπους να δουλεύουν, συλλέγει εμπειρίες και τύπους. Το κείμενο, παρότι τιτλοφορείται μυθιστόρημα, είναι πιο πολύ ταξιδιωτική αφήγηση, στο πρότυπο Ελλήνων και ξένων ταξιδιωτικών συγγραφέων. Ο Καζαντζάκης, ο Ουράνης, ο πρόσφατος Βέης χάραξαν μια πορεία γνωριμίας με άλλους τόπους, όπου ο αφηγητής-παρατηρητής δεν βλέπει τον τόπο, αλλά το ανθρώπινο εποικοδόμημα που έχει στιγματίσει τα εδάφη και τη φύση.
            Ο διαφορές των δύο έργων φάνηκε, νομίζω, δεν περιορίζονται μόνο στο είδος που υπηρετούν. Ο Αρζόγλου έγραψε μια ιστορία περιπλάνησης, με πλοκή και μυστήριο αναζήτησης, ο Χρυσόπουλος μια πολιτισμική πραγματεία με στοχαστικό ύφος. Ο πρώτος τρέχει να προλάβει, αλλάζει γρήγορα σκηνές και τόπους, στηρίζεται στη διαδοχή ιχνών, ο δεύτερος προχωρά αργά αλλά καθόλου βαρετά, ελίσσεται έντεχνα από μνήμη σε μνήμη κι από ερμηνεία σε ερμηνεία. Ο πρώτος δεν μας συστήνει εντέλει τον τόπο, δεν καταφέρνει να μας δείξει την καρδιά της χώρας και τον τρόπο που καλημερίζει τον ήλιο, αφού ούτε χαρακτήρες πλάθει, ούτε Ινδούς σκιαγραφεί, ούτε γεωγραφικά ή ιστορικά μας κάνει πιο σοφούς. Ο δεύτερος ξέρει να γράφει λογοτεχνία, να αλείφει πάνω στις εμπειρίες-του στρώσεις ανθρωπολογίας, ψυχολογίας, αυτογνωσίας και έτσι περνά το ινδικό χρώμα στους αναγνώστες-του.
            Στον Αρζόγλου αναζητάς το μυστήριο της πλοκής, η οποία όμως ακόμα κι αυτή δεν χτίζεται με γερά υλικά. Μια περιπλάνηση χωρίς πυλώνες, χαρακτήρες χωρίς βάθος, τοπία που φεύγουν με ταχύτητα αυτοκινήτου. Αντίθετα, στον Χρυσόπουλο δεν αναζητάς την υπόθεση αλλά το ήπιο βλέμμα που ψάχνει πίσω από τις φωτογραφίες, τη βαθιά σκέψη που κοιτάζει την Ινδία σαν πολιτισμικά πρίσματα, μέσα από τα οποία βγαίνει κανείς διαφορετικός. Στο “Σώμα του Τιρθανκάρα” χαίρεσαι την αφήγηση, φαντάζεσαι τα τοπία και τους ανθρώπους, ζωντανεύεις σκηνές και διαλόγους, μεταφέρεσαι στην ινδική πραγματικότητα. Μπαίνεις από την πίσω πόρτα στην καθημερινότητα των ντόπιων, χωρίς κινηματογραφικές επιταχύνσεις, θεαματικά εναέρια πλάνα, εξωτισμό και λοιπά παρεπόμενα μιας τουριστικής σύλληψης της χώρας.
 
[Οι εικόνες της ανάρτησης ελήφθησαν από: www.caribdirect.com, www.demotix.com, www.herenow4u.net, ajt.iki.fi και 121clicks.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, January 13, 2015

“Το γυάλινο κλειδί” του Dashiell Hammett

Πώς διαβάζεται ένα αστυνομικό μυθιστόρημα 80 χρόνια μετά; Το όνομα βέβαια του Hammett είναι εχέγγυο, αλλά όλα περνάνε από την κρησάρα του χρόνου.
 

Αμερικάνικος καφές με ουίσκι:
Dashiell Hammett
“The Glass Key”
1931
“Το γυάλινο κλειδί”
μετφ. Χ. Παπαδημητρίου
εκδόσεις Μεταίχμιο
2014
 
 

            “Το γεράκι της Μάλτας” του Ντάσιελ Χάμετ θεωρείται το απόλυτο αμερικάνικο αστυνομικό μυθιστόρημα, αφού δίπλα στη σοφά φτιαγμένη πλοκή κυριαρχεί η ωμή ρεαλιστική απεικόνιση της Αμερικής του ’30, οι tough guys της εποχής, οι στερεοτυπικοί χαρακτήρες που ξεκινούν από τον ίδιο τον ντετέκτιβ με την ανυποχώρητη κοψιά, την ζόρικη ηθική (χωρίς να λείπουν και οι πράξεις καλοσύνης), το αγέρωχο ύφος ακόμα και μπροστά στην αστυνομία, την αμείλικτη γροθιά και τον ριψοκίνδυνο τρόπο ζωής. Ο Χάμετ αποτύπωσε φιγούρες που δεν φαίνονται ξένες με την ατμόσφαιρα της αμερικανικής μεγαλούπολης και της μεσοπολεμικής κοινωνίας.
            Δυο χρόνια αργότερα ο Αμερικάνος συγγραφέας ακολουθεί τα ίδια χνάρια: Αμερική του μεσοπολέμου, νυχτερινός υπόκοσμος που ελέγχει περιοχές και κινεί τα νήματα παρασκηνιακά, χαρτοπαιξία και μοιραίες γυναίκες, χρέη και απειλές, φόνοι και πολιτικές εμπλοκές, σκληρά αντράκια και ωμοί μπράβοι.
            Δυστυχώς οι εντυπώσεις που μου άφησε το δεύτερο αυτό βιβλίο του Χάμετ ήταν εξ αρχής οικτρές. Οι χαρακτήρες είναι πολύ αδρά σκιαγραφημένοι, πρόχειροι, σαν να είναι καρικατούρες της εποχής, ο Νεντ Μπόμοντ ενεργεί στην αρχή του έργου πρόχειρα και αψυχολόγητα, χωρίς να συνειδητοποιεί τι ακριβώς θα πετύχει κι, όταν αποκαλύπτεται το κόλπο με το καπέλο, ο αναγνώστης απορεί για την αφέλειά-του. Και στη συνέχεια παίρνει τον γνωστό ρόλο των νουάρ μυθιστορημάτων, τον ρόλο του ανήθικου ανθρώπου που μετέρχεται ανήθικων μέσων για να πετύχει τον σκοπό-του. Ναι, ξέρω, έπρεπε να περιμένω κάτι τέτοιο, αφού αυτόν τον δρόμο πήρε η αμερικάνικη αστυνομική λογοτεχνία. Ναι, ξέρω, είναι το κλίμα του μεσοπολέμου, όπου o “ντετέκτιβ” δεν είναι αθώος και αποστασιοποιημένος από το έγκλημα. Ωραία όλα αυτά, αν…
            …αν ο συγγραφέας έπειθε ότι δεν κάνει ό,τι και ο κινηματογράφος που αφήνει τη βία και την παρανομία να κυριαρχήσουν και δείχνει τη σαπίλα της κοινωνίας ως νομοτελειακή αναπόφευκτη συνθήκη. Είμαι ηθικιστής; Ναι και όχι. Στο “Γεράκι της Μάλτας” ο Χάμετ ήταν ο ίδιος όπως περιγράφει το κλίμα και την αμερικάνικη νύχτα, αλλά έφτιαξε ένα αστυνομικό έργο με πλοκή και με λογική στην ηθική και στην ανηθικότητα. Εδώ, με ενοχλεί που δείχνει ότι όλα είναι επιτρεπτά, όλα είναι αποδεκτά σε μια φαύλη κοινωνία κι επιπλέον μένει τόσο κολλημένος στην αστυνομική χροιά που ο αναγνώστης απλώς παρακολουθεί αλλά δεν σκέφτεται. Τις ίδιες αλλά και άλλες παρόμοιες αντιρρήσεις εξέφρασαν μερικοί κριτικοί:

David T. Bazelon, writing for the Commentary, thought that Hammett had attempted a conventional novel, in which characters act for reasons of loyalty, passion, or power. But even on those generous grounds, he found the novel unsatisfactory: “We never know whether [the] motive in solving the murder is loyalty, job-doing or love... this ambiguity reflects, I think, Hammett’s difficulty in writing an unformularized novel-- one in which an analysis of motives is fundamental.” Other critics wrote that the novel was “Hammett’s least satisfactory,” and that the hero was “mechanical and his emotions were not there.” Robert Edenbaum, for basically the same reasons, called The Glass Key Hammett’s “least satisfactory novel... [in Hemingway] the mask is lifted every time the character is alone; he admits his misery to himself...exposes his inner life. The Hammett mask is never lifted; the Hammett character never lets you inside. Instead of the potential despair of Hemingway, Hammett gives you unimpaired control and machinelike efficiency.”

            Φυσικά, όλα αυτά διαβάζονται και από την άλλη σκοπιά. Το έργο φαίνεται αστυνομικό αλλά κατά βάθος είναι πολιτικό. Γι’ αυτό, οι πράξεις έχουν ένα βαθύτερο πολιτικό σκοπό, η κοινωνία παρουσιάζεται από τη σκοπιά της παρανομίας, η πολιτική διαφθορά είναι καθεστώς που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Έτσι, ο αναγνώστης μπαίνει βαθιά στο κλίμα της εποχής, γνωρίζει τον αμερικάνικο υπόκοσμο και ζωντανεύει μπροστά-του όλο το σκηνικό μιας παρηκμασμένης κοινωνίας που δρα στο παρασκήνιο. Οι χαρακτήρες είναι αρνητικοί, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο τους γαλούχησε η κοινωνία, έτσι μπορούσαν να οδηγηθούν μέσω της δικής-τους ηθικής στον σκοπό-τους, στην πολιτική πρέπει να νικάνε οι λιγότερο κακοί. 

[Οι εικόνες αντλήθηκαν από: luxedb.com, www.smithsonianmag.com, www.jaguarheritage.com, peresblancs.blogspot.com και article.wn.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, January 10, 2015

“Ψηφιακός νάρκισσος” του Γιώργου Λαμπράκου

Η σύγχρονη πραγματικότητα, με τα επιστημονικά επιτεύγματα και την τεχνολογική πρόοδο, έχει προκαλέσει μια πλειάδα κοινωνικών και ηθικών ζητημάτων. Μπορεί η λογοτεχνία να τα πραγματευτεί, χωρίς να χάσει την αισθητική-της λειτουργία;
 

Ψηφιακός καφές με μεταλλαγμένη ζάχαρη:
 
Γιώργος Λαμπράκος
“Ψηφιακός νάρκισσος”

εκδόσεις Γαβριηλίδη
2014
 

 
            Η διαφορά μεταξύ ενός φιλοσόφου ή ενός οξυδερκούς κοινωνικού παρατηρητή και ενός λογοτέχνη έγκειται στον τρόπο με τον οποίο ο καθένας χειρίζεται την πραγματικότητα. Ο πρώτος σκέφτεται και γράφει με ιδέες, που παίρνουν μορφή συλλογισμού και ξετυλίγονται σαν καλογραμμένα δοκίμια με νότες πλοκής. Ο δεύτερος θάβει την πραγματικότητα και τις όποιες φιλοσοφικές-του σκέψεις κάτω από το χώμα της ιστορίας, του μύθου, των χαρακτήρων και περιμένει να φυτρώσει μέσα απ’ αυτό το έδαφος το δέντρο της λογοτεχνικότητας. Ο πρώτος βγάζει στη βιτρίνα του μαγαζιού τη διανοητική-του παιδεία, ο δεύτερος τη φυλάει πίσω από την πλοκή.
            Ο Λαμπράκος φαίνεται να είναι πολυμαθής, διαβασμένος, με πλούσια παρακαταθήκη ιδεών. Στο προηγούμενο έργο-του, την “Υπογείωση”, που διάβασα πριν από μερικά χρόνια, έδειξε ότι μπορεί να δημιουργήσει ατμόσφαιρα και να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα ως πολιορκητικό κριό της πραγματικότητας, ώστε να καταδείξει με οργή και με αγανάκτηση το σάπιο υπόβαθρο της κοινωνίας που έχουμε χτίσει. Με αυτές τις αναγνωστικές παραστάσεις μπήκα στο νέο-του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων που στεγάζονται κάτω από έναν τίτλο επίκαιρης σημασιοδότησης (Ψηφιακός) και διαχρονικής ανάδειξης μιας αυτάρεσκης ψυχολογίας (Νάρκισσος).
            Τα διηγήματά-του καταπιάνονται με θέματα της καυτής επικαιρότητας, θέματα επιστημονικά και ηθικά, τεχνολογικά και κοινωνικοπολιτικά, θέματα που εγείρουν προβληματισμούς και διλήμματα στην ανθρωπότητα. Από τα βιοηθικά ζητήματα που προκύπτουν από τις σύγχρονες μεθόδους αναπαραγωγής (βλέπε και τον “Συγγενή” της Καρολίνας Μέρμηγκα) μέχρι τις διαδικτυακές σχέσεις κι από τη σχέση πολιτικής και τέχνης έως τις ρευστές ανθρώπινες σχέσεις.
            Το πρόβλημα με όλα αυτά τα διηγήματα είναι πως ντύνονται το λογοτεχνικό κοστούμι για να μπουν στη γιορτή, ενώ από μέσα είναι γυμνές ιδέες, κατάλληλες για δοκίμιο, αλλά όχι για μια αισθητική δεξίωση. Από τη φιλοσοφικότητα της “Μηχανής Ντεκάρτ” μέχρι τις αποσπασματικές μεταμοντέρνες σκέψεις του “Γιατί;” η πλοκή και η δραματική ένταση είναι ένα πουκάμισο αδειανό, ένα συρμάτινο περίβλημα που δεν έχουν αυταξία. Σε αντίθεση με την προ διετίας “Υπογείωση”, όπου η λογοτεχνική ατμόσφαιρα έπειθε, εδώ τα κουβούκλια που ονομάζονται “διηγήματα” μένουν μεταλλικά, ψυχρά και άψυχα. Ο Λαμπράκος έπεσε θύμα της έντονης διάθεσής-του να αναλύσει τα σύγχρονα προβλήματα και τις κοινωνικές ακροβασίες της εποχής, αλλά αυτό τον παρέσυρε σε άνευρα έργα που στερούνται λογοτεχνικής δυναμικής. 

ΥΓ. Δείτε την εντελώς αντίθετη γνώμη της Κατερίνας στο μπλογκ-της diavazontas, με την όποια, όπως φαίνεται, διαφωνώ ως προς την αισθητική επεξεργασία των φλεγόντων ζητημάτων που θέτει ο διηγηματογράφος.

[Οι εικόνες που στολίζουν το κείμενο αντλήθηκαν από: consciouslifenews.com, artsonline.monash.edu.au και serendip.brynmawr.edu]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, January 07, 2015

“Μπαρακούντα” του Χρίστου Τσιόλκα και “Middlesex” του Τζέφρυ Ευγενίδη

Τελικά οι Έλληνες του εξωτερικού, αγγλόφωνοι κατά βάση, αναδεικνύονται –χωρίς ίχνος εθνικιστικού οίστρου- σε αξιόλογες πέννες. Τελικά, αξίζει να τους προσέξουμε, όχι για εθνικούς λόγους.
 

Στιγμιαίος καφές με μια σταγόνα τσέρι:
Christos Tsiolkas
Barracunta
2013
Χρίστος Τσιόλκας
“Μπαρακούντα”
μετ. Ά. Παπασταύρου
εκδ. Ωκεανίδα
2014
Jeffrey Eugenides
Middlesex
2002
Τζέφρυ Ευγενίδης
Middlesex
μετ. Ά. Παπασταύρου
εκδ. Πατάκη
2014
(προηγούμενη έκδοση Libro 2003)
 
 
 

            Δύο κείμενα που συνδέονται βάσει τριών ομοιοτήτων, καθόλου τυχαίων, δύο μυθιστορήματα που κανονικά απέχουν όσο και οι δύο ήπειροι στις οποίες δημοσιεύτηκαν αλλά αγαθώ δαίμονι μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα τον περασμένο Ιούνιο. Από τη μια, οι συγγραφείς-τους είναι Έλληνες της ομογένειας, δεύτερης αν δεν κάνω λάθος γενιάς, ο Τσιόλκας Ελληνοαυστραλός κι ο Ευγενίδης Ελληνοαμερικανός. Από την άλλη, μεταφράζονται από την ίδια μεταφράστρια, δείγμα ίσως μιας εκλεκτικής συγγένειας που ώθησε την Άννα Παπασταύρου να τα μεταφέρει στα ελληνικά. Και τρίτον, πρόκειται για δύο ήρωες που διακρίνονται για τις γενετήσιες ιδιαιτερότητές-τους: ο Νταν Κέλι του Τσιόλκα είναι ομοφυλόφιλος, ενώ η Καλ(λιόπη) Στεφανίδης του Ευγενίδη γεννιέται κορίτσι αλλά στα 14-της μεταβαίνει στην ανδρική-της φύση, καθώς ανακαλύπτει την ερμαφρόδιτη υπόστασή-της. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφορές που κάνουν αυτόνομα και ξεχωριστά τα δύο έργα, που τα σφραγίζουν και τα καταξιώνουν και τα δύο ως σημαντικά λογοτεχνήματα μέσα στο αγγλοσαξονικό και παγκόσμιο περιβάλλον.
            Το “Μπαρακούντα” αναφέρεται σε έναν νεαρό κολυμβητή που έχει πολύ υψηλές βλέψεις και κάνει τα πάντα για να πετύχει υψηλές διακρίσεις. Η αποτυχία όμως τον κλονίζει απίστευτα και τον κάνει να ξαναδεί τον εαυτό-του και τους άλλους. Η σχέση-του με έναν Σκοτσέζο, η επαφή-του με τα αδέλφια και τους γονείς-του, η σχέση-του με τον εαυτό-του και τις δυνατότητες να διοχετεύσει αλλιώς τη γόνιμη ενεργητικότητά-του επανακαθορίζονται σε ένα συνεχές μπρος-πίσω της αφήγησης. Το μυθιστόρημα του Τσιόλκα ορθώνει μπροστά-μας έναν σαρκοφάγο χαρακτήρα, που όσο έντονα πιστεύει στον εαυτό-του, τόσο γρήγορα απογοητεύεται όταν η αποτυχία του χτυπήσει την πόρτα.
Ο ήρωας του Τσιόλκα είναι ελληνοαυστραλιανής καταγωγής, αλλά πολύ λίγο το βιβλίο σχετίζεται με την ελληνική κουλτούρα. Αντίθετα, η ελληνική ρίζα του Καλ Στεφανίδης στο “Middlesex” προβάλλεται ως ακρογωνιαίος λίθος του έργου, καθώς πρόκειται για μια πρωτότυπη οικογενειακή σάγκα. Η γιαγιά Δεισδαιμόνα ξεκινά από το Βιθύνιο της Μικράς Ασίας πρόσφυγας το 1922 μαζί με τον αδελφό-της Λευτέρη. Η αιμομικτική-τους σχέση, που οδηγεί σε επίσημο γάμο, δεν ευθύνεται για τη γενετική κληρονομιά της οικογένειας, η οποία αποδίδεται στη μετάλλαξη ενός χρωμοσώματος που έμεινε λανθάνον για πολλές γενιές μέχρι να εκδηλωθεί στον Καλ.
Τα δύο βιβλία διαφέρουν και στο ύφος της γραφής. Ο Τσιόλκας γράφει ανελέητα, σαν να τραβά τον αναγνώστη πάνω σε ένα χαλί με βελόνες. Για να αποδώσει τον σκληρό κόσμο της εφηβικής ψυχολογίας, όπου ο ανταγωνισμός, η μάχη με τον εαυτό-μας, η απηνής σκληρότητα του πρωταθλητισμού, γράφει με οξύτητα, με λόγια-τσεκούρια, με μια αφήγηση που πετάει φωτιές. Ο Ευγενίδης αντίθετα γράφει σαν να λέει ένα παραμύθι, σαν να χορεύει ο αναγνώστης πάνω σε ένα ολόμαλλο ανατολίτικο χαλί. Ακόμα και στα σκληρά-της μέρη (προσφυγιά του ’22, οικονομικό κραχ του ’29 κ.ο.κ.), οι τόνοι ανεβαίνουν ελάχιστα και όλα παρουσιάζονται από την απόσταση του παρόντος, σαν ένα παρελθόν που ταξιδεύει στον χρόνο μέχρι να το αφηγηθεί εκ διαθλάσεως ο αφηγητής.
Το “Μπαρακούντα” του Αυστραλού συγγραφέα εστιάζει στο άτομο, στον οξυμένο ψυχισμό, που, όσο κι αν αποδίδει έναν τύπο ανθρώπου ή μάλλον μια ψυχοσύνθεση, έχει ατομικό χαρακτήρα. Ο ανταγωνισμός και η προσπάθεια αυτοπειθαρχίας, η προσωπική συγκέντρωση στον στόχο, η επιμονή είναι υποδειγματικά δοσμένα ως τα χαρακτηριστικά μιας απόλυτα προσηλωμένης συνείδησης που μάχεται για την επιτυχία. Το ίδιο συμβαίνει και με την αποτυχία και τον χειρισμό-της. Από την άλλη, το “Middlesex” του Αμερικάνου πεζογράφου, διαπλέκει την οικογενειακή ιστορία με την Ιστορία του 20ου αιώνα, καταρχάς η Μικρασιατική Καταστροφή κι έπειτα η μετανάστευση στην Αμερική, η εκβιομηχανοποίηση, το κραχ του 1929, η ποτοαπαγόρευση, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος κ.ο.κ. Εντέλει, όμως, κι αυτό καταλήγει σε μια ατομική περιπέτεια, στην υπαρξιακή και σεξουαλική αυτογνωσία της ηρωίδας που γίνεται ήρωας.
Και τα δύο έργα παρακολουθούν τον ήρωά-τους να μεγαλώνει και να περνάει στην εφηβεία μέσα από ψυχολογικά και σωματικά σκαμπανεβάσματα. Ο Νταν Κέλι χτίζει την ψυχολογία-του στοχεύοντας στη νίκη και πέφτει από τα σύννεφα όταν αποτυγχάνει, η Καλ Στεφανίδης μεγαλώνει φυσιολογικά σαν κοριτσάκι όταν ανακαλύπτει ότι δεν είναι ακριβώς κάτι τέτοιο. Τα μυθιστορήματα ενηλικίωσης χτίζονται πάνω στη σύγκρουση με ένα τοίχο, με τον Ευγενίδη να πλάθει ένα ομολογουμένως έξυπνο τρικ στηριγμένο σε μια απίθανη αλλαγή πορείας.
Δεν ξέρω ποιο μου άρεσε περισσότερο. Ο Τσιόλκας σε καρφώνει με το ύφος-του, ο Στεφανίδης σε κερδίζει συνεχώς με την πορεία της αφήγησης. Και τα δύο πάντως εκπέμπουν μια ξεχωριστή μυθιστορηματική μαγεία, που αποζημιώνει όποιον προσπεράσει τον σκόπελο των πολυσέλιδων τόμων-τους. 

[Η βιβλιοπαρουσίαση των δύο μυθιστορημάτων δημοσιεύτηκε στο In2life στις 11/11/2014. Εδώ ξαναδημοσιεύεται με διάκοσμο που άντλησα από: spenceralley.blogspot.com, www.bbc.co.uk, stinarada.blogspot.com, www.telegraph.co.uk, www.dailymail.co.uk και pagesix.com]
Πατριάρχης Φώτιος