Ξέρουμε σχεδόν
εξαρχής τον δολοφόνο. Serial killer. Αλλά δεν είναι ένας ψυχοπαθής,
αλλά ένας ευυπόληπτος πιλοποιός του οποίου ο ψυχισμός αποτυπώνεται γλαφυρά απ’
τον ίδιο.
Georges Simenon
“Les Fantômes
du chapelier”
1949
“Οι δαίμονες του πιλοποιού”
μετ. Α. Μακάροφ
εκδόσεις Άγρα
2019
|
Δεν χρειάζεται
να εξηγήσω γιατί κάθε βιβλίο του Simenon αποτελεί προτεραιότητα στις αγορές μου.
Δεν χρειάζεται να τονίσω εκ των προτέρων ότι ακόμα κι αυτοί που δεν θέλγονται
από την αστυνομική λογοτεχνία αξίζει να διαβάσουν την εκπληκτική γραφή του
Βέλγου συγγραφέα, και μάλιστα όχι μόνο το καλοκαίρι.
> Ο Ζωρζ
Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από
σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα
υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος
στη "Γκαζέτ ντε Λιέζ". Το πρώτο του μυθιστόρημα, που το υπέγραψε με
το ψευδώνυμο George Sim, με τίτλο "Στο γεφύρι του Αρς" εκδόθηκε το
1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ' τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923
με τη ζωγράφο Ρεζ ιν Ρανσόν στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα
σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο
"λαϊκό" του μυθιστόρημα, "Το μυθιστόρημα μιας
δακτυλογράφου". Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε
πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο
επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε
τις εκδόσεις "Φαγιάρ" για να πάει στις εκδόσεις
"Γκαλλιμάρ", όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος
των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945
μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά
στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το
1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Αφοσιώθηκε έκτοτε στις είκοσι δύο
"Υπαγορεύσεις" του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματα
"Memoires intimes" (1981). Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989.
Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την
τηλεόραση.
Η μαγική γραφή του Simenon στηρίζεται στο άγγιγμα με διακριτικότητα και
προσοχή των ισορροπιών, που παίζουν με τον αναγνώστη και με τους ήρωες. Αποκαλύπτονται
μόνο όσα χρειάζεται ώστε να έρθει σταδιακά η εξέλιξη και ο φωτισμός των
λεπτομερειών, μέχρι να φτάσουμε στη συνολική εικόνα. Π.χ. ο ράφτης εκ Μέσης Ανατολής
Kachoudas πιστεύει καθώς
το ανακαλύπτει τυχαία ότι ο σεβάσμιος
γείτονάς του πιλοποιός Léon Labbé σκοτώνει εδώ και είκοσι μέρες γηραιές γυναίκες της
πόλης τους. Έχει δίκιο ή είναι ιδέα του; Κι όταν πιστοποιείται ότι έχει δίκιο,
θα τολμήσει να το καταγγείλει ή ο πιλοποιός θα εξακολουθήσει άφοβα να σκοτώνει;
Και από ένα σημείο και μετά μήπως οι υπόνοιες στραφούν εναντίον του άτολμου και
ανένταχτου λόγω καταγωγής ραφτάκου;
Όλα όσα εξιστορούνται πατούν στο σχοινί των λεπτών
χειρισμών του συγγραφέα, που διαμορφώνει ένα πεδίο ψυχολογικών και αφηγηματικών
ναρκών, οι οποίες υπονομεύουν τις σίγουρες εντυπώσεις του αναγνώστη. Ο τελευταίος
δεν ανοίγεται, δεν πατά σίγουρα, αλλά παρακολουθεί με δισταγμό. Κι ο Labbé συνεχίζει
το προγραμματισμένο έργο του, ώστε να εκτελέσει τους εφτά προσχεδιασμένους
φόνους, ώσπου ο τελευταίος ματαιώνεται…
Φυσικά, το
εντονότερο ερώτημα είναι γιατί. Τι ώθησε
τον ευυπόληπτο γηραιό πιλοποιό να δράσει έτσι. Όλα υπονοούνται με βάση την
ασθένεια της γυναίκας του Matilde, η οποία είναι κλεισμένη στο δωμάτιό της και δεν τη
βλέπει κανείς. Ο Simenon όμως δηλώνει με καλά στοχευμένα υπονοούμενα ότι αυτό είναι μια
καλοσκηνοθετημένη απάτη, καθώς η σύζυγος του Labbé πιθανότατα δεν ζει κι αυτός
αναζητεί σε μια φωτογραφία προ πολλών ετών τις συνομήλικές της, που φταίνε σε
κάτι, με αποτέλεσμα να αξίζουν τον θάνατο. Μεταξύ λοιπόν των ψυχολογικών
χειρισμών των δύο κεντρικών προσώπων (του πιλοποιού και του ράφτη) και των
ενδείξεων για τα αίτια της δολοφονικής σειράς, ο συγγραφέας στήνει ένα έξοχο μυθιστόρημα, πιο πολύ ψυχολογικό θρίλερ,
πιο πολύ αισθητικό γεγονός, παρά απλώς αστυνομικό.
Το “Les Fantômes du chapelier” γυρίστηκε και ταινία
από τον Claude Chabrol το 1982. Το
τέλος δεν έχει το αστυνομικό ζενίθ που θα ξαφνιάσει αλλά ενισχύει τον τρόπο που
ανατέμνεται η ψυχή του δολοφόνου.
In2life, 11/2/2020
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment