Η γλώσσα ως
ζωντανός οργανισμός απλώνεται γεωγραφικά, καθορίζει, διαιρεί, ενώνει, δηλώνει
και σημαίνει, αμφιθυμεί, επαμφοτερίζει, προκαλεί συμπάθειες και αντιπάθειες,
τσακίζει κόκαλα, οσφυοκάμπτει στην εξουσία και συνάμα επαναστατεί…
Jürgen Buchmann
“Grammatik
der Sprechen von Babel”
1987 (2010)
“Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ”
μετ. Σ. Σταμπουλού
εκδόσεις Gutenberg
2019
|
Χιλιοδιαφημισμένο
βιβλίο, όχι κατανάγκη με την αρνητική έννοια της λέξης. Ο τίτλος του ωστόσο δεν
ταιριάζει στη λογοτεχνία. Μοιάζει με
τίτλο κατάλληλο για δοκίμια. Τελικά τι είναι; Διηγήματα, μικροδιηγήματα ή ένα
διασπασμένο μυθιστόρημα; Μήπως πεζόμορφα ποιήματα; Τελικά μικρό βιβλιαράκι
που με προκάλεσε να το αγοράσω, τόσο χάρη στη φήμη του όσο και χάρη στο
πολύχρωμο εξώφυλλο.
> Ο Jürgen Buchmann, γεννημένος στις 29 Οκτωβρίου 1945 στο Obernkirchen / Schaumburg, είναι Γερμανός συγγραφέας και φιλόλογος. Μεγάλωσε
στο Lüneburg, σπούδασε κλασική φιλολογία
και φιλοσοφία και
έκανε το διδακτορικό του στην Konstanz το 1974. Από το 1975 έως το 2005 δίδασκε
στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld κι έκτοτε εργάστηκε και έζησε από το 2006 ως ανεξάρτητος συγγραφέας στη Βεστφαλία.
Το βιβλίο ξεκινά
με ένα γνωστό τέχνασμα. Συγγραφέας του είναι ο Rustizano da Pisa που το 1298 στη
φυλακή άκουσε τα λόγια του πολύφημου εξερευνητή Marco Polo και τα
κατέγραψε σε 34 ολιγόσειρα κείμενα. Εξ
αρχής τα κείμενα αυτά παραπέμπουν στο σπουδαίο βιβλίο του Italo Calvino «Οι αόρατες
πόλεις», όπου η γεωγραφία καθεμιάς αναιρεί την ομαλότητα του κόσμου. Έτσι κι εδώ η
ιδιαιτερότητα κάθε γλώσσας και η ιδιορρυθμία κάθε διαλέκτου ξαναστήνει τον
κόσμο, όχι με τα μάτια και τα λόγια των παραδοσιακών γλωσσών αλλά με την
ανατρεπτικότητα των νέων.
Αυτό που δείχνει η γλώσσα δεν είναι τον εαυτό της
αλλά τη νοοτροπία ανθρώπων και λαών. Όταν ο Buchmann αναφέρεται στη
γλώσσα ενός τόπου, στην ουσία εννοεί τη συμπεριφορά του λαού, η οποία φαίνεται
στον τρόπο με τον οποίο μιλάει. Π.χ. στο κείμενο VIII η γλώσσα, επειδή
είναι αμφίσημη, επειδή εκφράζει ταυτόχρονα διφορούμενα νοήματα, σπέρνει
διχόνοια. Είναι ο λόγος μερικών που επαμφοτερίζει και δεν
ξεκαθαρίζει τη θέση του, με αποτέλεσμα να ερμηνεύεται ποικιλότροπα. Σε άλλο
μήκος κύματος το κείμενο XII αναφέρεται σε μια λέξη που δείχνει τη
συμπάθεια
δύο
ανθρώπων
σε
βαθμό
που
να
οδηγούνται
σε
κάθε
είδους
τρέλα.
Πρόκειται φυσικά για τον έρωτα, ο οποίος φαίνεται παράφρων και ουτοπικός,
ανεδαφικός και εκτός τόπου και χρόνου, αφαιρετικός αλλά και νεφελώδης!!!
Όλο το βιβλίο
πορεύεται με τον ίδιο τρόπο. Η γλώσσα ως δείγμα δουλοπρέπειας αφού υιοθετείται
πάντα ο λόγος του αφέντη (ο λαός που μιλάει με τον τρόπο ενός κόμματος, μιας
ιδεολογίας, μιας αρχής) (XIV), η γλώσσα που πρέπει πάντα να μπαίνει στα καλούπια της
γραμματικής (και να μην εξελίσσεται, αφού όποια παρέκκλιση από τη γραμματική
θεωρείται βαρβαρισμός) (XVII), η γλώσσα ως δείγμα άψογου εγωισμού, που αμείβεται, και
λαϊκισμού, που εκλαμβάνεται ως ικανότητα (ΧΙΧ), η σχέση της ανθρώπινης γλώσσας
με τη φυσική (αντίθεση ή σύμπνοια;),
Εντέλει, το έργο του Γερμανού συγγραφέα είναι και πολιτικό. Η γλώσσα δεν είναι απλώς τρόπος
έκφρασης και επικοινωνίας αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι πολιτικό όπλο, τόσο
των πολιτικών όσο και του λαού, είναι τρόπος εξουσίας και χειραγώγησης, συχνά
παίρνει ταξικό πρόσημο και μερικές φορές λειτουργεί αντίστροφα απ’ ό,τι θέλει ο
χρήστης της.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment