ΜΙΚΡΕΣ αναγνώσεις ΜΕΓΑΛΩΝ έργων -5. Ο Καζαντζάκης
πάντα πάλευε να καταλάβει τον Θεό, να τον φέρει στα μέτρα του, να βγει κι ο
ίδιος απ’ τα δικά του και να τον συναντήσει. Έτσι, πέρασε διάφορες φάσεις από
το Άγιο Όρος μέχρι τις αντικληρικαλικές του κορόνες.
Νίκος Καζαντζάκης
“Ο τελευταίος πειρασμός”
εκδόσεις Καζαντζάκη
2008
|
Παλιό αντίτυπο. Σκληρόδετο.
Λίγο φθαρμένο. Στην άκρη της βιβλιοθήκης, κληρονομιά απ’ τα λίγα βιβλία του
πατέρα μου. Είχε μείνει για καιρό απαρατήρητο. Κι είπα να δω τι είναι αυτό το μυθιστόρημα
που τόσο σκόνη έχει σηκώσει.
> Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο
της Κρήτης, Το 1902 έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από όπου
αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις
κειμένων του στο περιοδικό "Πινακοθήκη" με το ψευδώνυμο Κάρμα
Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του "Όφις και
κρίνο". Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο την εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή
του με τίτλο "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της
Πολιτείας". Έζησε στην Αθήνα αλλά και σε πολλές πόλεις του εξωτερικού. Το
1957 προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων
χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια
Μαρτινέγκο, κοντά στο ενετικό κάστρο της πόλης. Έχει γράψει θεατρικά έργα, ένα
τεράστιο έπος την “Οδύσσεια”, αλλά έγινε παγκοσμίως γνωστός για τα
μυθιστορήματά του.
Στο κατά
Καζαντζάκη ευαγγέλιο ο Ιησούς είναι πρώτιστα άνθρωπος. Ένας ξυλουργός στη
Ναζαρέτ, ανασφαλής, αμαρτωλός, αδύναμος, που δεν ξέρει ακόμα την αποστολή του,
ίδιος ανάμεσα σε πολλούς άλλους, μα συνάμα και διαφορετικός. Η κοινωνία γύρω
είναι θεοσεβούμενη, περιμένει τον Μεσσία, αλλά ταυτόχρονα κάποιοι από κει μέσα
πιστεύουν ότι μόνο με αγώνα (ενάντια στους Ρωμαίους) θα έρθει ο Μεσσίας. Ο
Ιησούς αμφιβάλλει για το τι θέλει ο Θεός να κάνει, αμφιβάλλει αν μπορεί να
μιλήσει μπροστά στο πλήθος και αν τελικά είναι αυτός που περιμένουν όλοι. Μόνο
όταν φτάνει στον Ιωάννη τον Βαπτιστή, αποδέχεται την αποστολή του και δηλώνει
παρών.
Η
ιστορία ξεκινά μ’ ένα ευφυές εύρημα: ο Ιησούς ως ξυλουργός φτιάχνει –άγνωστο
γιατί- σταυρούς για τους Ρωμαίους, να σταυρώσουν τους επαναστάτες σαν έναν
Ζηλωτή που πέθανε για την ελευθερία. Κι όλοι αναθεματίζουν τον Ιησού, τον
σταυρωτή. Μια μέρα αποφασίζει να φύγει στην έρημο να λυτρωθεί, αλλά πρώτα ο
δρόμος του τον φέρνει στα Μάγδαλα, όπου η Μαρία ζει ως πόρνη, κι αυτός πηγαίνει
να της ζητήσει συγνώμη, που εξαιτίας του εκπορνεύεται. Σταδιακά αρχίζει να
κηρύσσει, μιλά με τις γνωστές παραβολές, τις οποίες μερικές φορές παραλλάζει,
αναλαμβάνει την αποστολή του και βαίνει επεισόδιο το επεισόδιο προς τη Σταύρωση.
Ο Καζαντζάκης
δεν ενσαρκώνει στο πρόσωπο του Ιησού ένα νιτσεϊκό πρότυπο, όπως κάνει αλλού.
Αντίθετα, ο πρωταγωνιστής του είναι ένα χριστολογικό πρότυπο, σαν τον Μανωλιό
στο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, που κηρύσσει την αγάπη και οι άλλοι τον θεωρούν
πρόβατο. Νιτσεϊκά χαρακτηριστικά, δηλαδή ορμή, φωτιά, δύναμη και πάθος,
χαρακτηρίζουν πρώτιστα τον Ιούδα, που ακολουθεί τον Ιησού, περιμένοντας να δει
αν αυτός θα είναι ο Λυτρωτής απ’ τα δεσμά των Ρωμαίων, αν και βλέπει αδελφοσύνη
και μηνύματα αντίθετα απ’ αυτά που προσμένει. Το ίδιο αψύς είναι και ο Ιωάννης
ο Πρόδρομος που κρατά τσεκούρι και κατακρίνει την αδικία και την εξουσία.
Πέρα από την
έχθρα Ισραηλιτών και Ρωμαίων, δηλαδή κατακτημένου και κατακτητή, εμφανίζεται
συχνά και η αντίθεση πλούσιων και φτωχών, με τους πρώτους να είναι βολεμένοι
και φίλοι της εξουσίας, ενώ οι δεύτεροι περιμένουν έναν οιωνό για να
επαναστατήσουν, αν μπορούν. Επομένως, οι άλλοι παρουσιάζονται να περιμένουν τον
Μεσσία είτε με το εθνοπατριωτικό όραμα των Εβραίων είτε με το κομουνιστικό
πιστεύω της αταξικής κοινωνίας υπέρ των φτωχών και κατατρεγμένων.
Ο Καζαντζάκης
αφήνει πολλά αινίγματα. Σκόπιμα πίσω απ’ τις κινήσεις των ανθρώπων φτερουγίζει
ανεξήγητο το θέλημα του Θεού και γίνεται μοίρα, απ’ την οποία κανείς δεν μπορεί
να ξεφύγει. Μα σ’ αυτή τη μοίρα ο άνθρωπος του Καζαντζάκη σηκώνει ψηλά τη
γροθιά κι απαιτεί ακόμα κι απ’ τον Θεό να στείλει το δίκαιο, όπως είναι
γραμμένο. Πολλά λόγια και πολλές πράξεις μένουν αναιτιολόγητα, σαν βαθύτερες
αλήθειες που κανείς δεν ξεστομίζει κι όλοι τις ψάχνουνε (και μαζί τους κι εμείς
οι αναγνώστες). Οι ήρωες μιλούν με φωνές αλλά και με σιωπές, με χειρονομίες
αλλά και με πράξεις, κι ανάμεσα στα λόγια τους εμφιλοχωρεί πάντα το ανείπωτο.
Η γλώσσα του
Κρητικού συγγραφέα είναι αψιά. Πολλά σύνθετα επίθετα, ο λόγος λοξοδρομεί και
γίνεται μεταφορικός, έχει μια ποιητικότητα ειδικά στις περιγραφές που λιγώνει.
Παράξενο. Δεν είχα προσέξει πως υπάρχει μια επίμονη ποιητικότητα στον λόγο του
Καζαντζάκη.
Το μυθιστόρημα
πιάνει στις ευαγγελικές ιστορίες και τις επαναγράφει με καζαντζακικό τρόπο.
Βλέπουμε μια νέα εκδοχή όπου το θείο συναντά το ανθρώπινο και ναι
ξαναδιαβάζουμε την ιστορία του Ιησού με πολύ δυνατά γράμματα, με έντονες
πινελιές και με έναν τρόπο που μόνο ο Καζαντζάκης ξέρει.
No comments:
Post a Comment