Παρωδία της
χούντας ή κακή εκτέλεση μιας άλλης συνταγής; Και πώς το παρόν και το
δικτατορικό καθεστώς προ δεκαετιών συνθέτουν ένα κράμα αναμνήσεων ή και
παραλληλισμών;
Βασίλης Γκουρογιάννης
“Αναψηλάφηση”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2019
|
Ενδιαφέρουσα όσο
και αλλόκοτη περίπτωση ο Γκουρογιάννης. Πάει συνήθως να γράψει κάτι πολύ
δυνατό, αλλά δεν το καταφέρνει πάντα… Είχαμε διαβάσει στα τραπεζάκια του
Βιβλιοκαφέ το "Κόκκινο στην πράσινη γραμμή" του 2009 και τώρα είπαμε
να δούμε το νέο του βιβλίο.
> Ο Βασίλης
Γκουρογιάννης γεννήθηκε (1951) και μεγάλωσε στο χωριό Γρανίτσα Ιωαννίνων. Αποφοίτησε
από το Λύκειο Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Από το 1977
έως πρόσφατα υπήρξε μαχόμενος δικηγόρος στην Αθήνα. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα,
μυθιστορήματα. Έχει βραβευτεί με έγκυρα βραβεία λογοτεχνίας. Αρθρογραφεί σε
εφημερίδες και site. Έργα του μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Είναι παντρεμένος
και πατέρας δύο παιδιών.
Πάλι ο
συγγραφέας καταπιάνεται με ένα θέμα της σύγχρονης ιστορίας και μάλιστα (καθόλου
τυχαίο) για τα γεγονότα της επταετίας
1967-1974, όπως και το παραπάνω μυθιστόρημα του το οποίο αναφερόταν στην
τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το επίκεντρο τώρα είναι η δικτατορία και
οι διώξεις σε βάρος των αντιφρονούντων.
Πριν ξεκινήσω
σκεφτόμουν τι μπορώ να περιμένω από μια αφήγηση για την περίοδο αυτή. Να δω
έναν ηρωισμό εναντίον των βάναυσων στρατιωτών ή αστυνομικών; Να διαβάσω για τις
ενοχές ενός διώκτη; Να συναντήσω τους προβληματισμούς για την πολιτική πλευρά
της εποχής; Να δω την αδιαφορία πολλών “φιλήσυχων” ανθρώπων που δεν τους
πολυπείραζε η έλλειψη δημοκρατίας; Να δω μια διερεύνηση της ιστορικής περιόδου
που “γέννησε” τη μεταπολίτευση; Τελικά τι κάνει ο Γκουρογιάννης;
Ο ήρωας είναι ένας
ηλικιωμένος ομηριστής που έκανε καριέρα στη Barcelona. Όλο το μυθιστόρημα είναι ένα πινγκ-πονγκ
ανάμεσα στο τώρα, όταν ο ανώνυμος ήρωας επιστρέφει σε μια άλλη Ελλάδα απ’ αυτήν
που ήξερε, και στο τότε, όταν συνελήφθη και βασανίστηκε από τη Χούντα. Τα
θέματα που διαπερνάνε το βιβλίο αφορούν απ’ τη μια την Ελλάδα που έχει χάσει
παλιές συνήθειες, έχει απωλέσει τη γλώσσα της, καθώς έχει αλλάξει τη σημασία
πολλών λέξεων… η επιλογή της παραλληλίας Ελλάδας και Ισπανίας θα μπορούσε να
φέρει στο προσκήνιο δύο συγκρίσεις: τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης και
της Αθήνας αλλά και την κρίση, που δεν φαίνεται πώς έπληξε τους Ισπανούς. Ο
Γκουρογιάννης αξιοποιεί εν μέρει την πρώτη, αλλά και τις ελληνικές λέξεις στα
ισπανικά που όντως είναι πάμπολλες (το hola σε σχέση με το ομηρικό «ούλε»
είναι άλλη μια εύκολη παρερμηνεία).
Είπα παραπάνω
ότι ο Γκουρογιάννης έχει ένα παράξενο style, που συχνά υπονομεύει το όλο πλάνο του. Σε ένα ιστορικά κρίσιμο πεδίο, εμφανίζονται
(επίτηδες; / ασυναίσθητα;) γελοίες σκηνές και άστοχες παρεκβάσεις που κι εγώ
δεν ξέρω ποιον ρόλο παίζουν. Πρώτα απ’ όλα οι μακροσκελείς μονόλογοι, όπως
αυτός ο διδακτικός του επικεφαλής των ΕΑΤ-ΕΣΑ Ζήση, ο οποίος για πολλές σελίδες
εκφωνεί ένα λογύδριο συνετισμού και νουθέτησης, φαινομενικά ρητορικός αλλά κατά
βάθος …αναληθοφανής. Θυμήθηκα το “Μηδέν και το άπειρο” του Arthur Koestler, όπου η
συζήτηση μεταξύ ανακριτή και ανακρινόμενου στην ΕΣΣΔ είχε ένα εξαιρετικό βάθος
διαλεκτικής και αντίκρουσης επιχειρημάτων. Στον Γκουρογιάννη; καμία σχέση.
Επίσης, πολλά
μικρά και μεγάλα, όπως σημειώνω πάλι τη σεξουαλική αποφόρτιση μιας ωραίας
ξανθιάς νοσοκόμας προς τον κρατούμενο που μεταφέρθηκε στο 401, τι νόημα έχουν,
τι εξυπηρετούν, πόσο διαρρηγνύουν την ιστορία με άστοχα επεισόδια χαμηλής
λογοτεχνικής αποτελεσματικότητας;
Κι εκεί κάπου
στη μέση επιβεβαιώνεται κάτι που είχε ακουστεί ξώφαλτσα στην αρχή του βιβλίου. Ο πρωταγωνιστής μετά το 401 παίρνει χαρτί
κατάταξης στην ΕΣΑ, το πιο άγριο σώμα του δικτατορικού στρατού, σώμα
βασανιστών, παρότι ο ίδιος συμμετείχε στην αντιστασιακή κομουνιστική οργάνωση “Ελεύθεροι
Αγωνιστές”. Το πώς έγινε αυτό είναι ένα αίνιγμα και ίσως δώσει άλλο χρώμα στο
άνοστο βιβλίο, αν και το βεβαρημένο ιλαροϋπερβολικό background που στήθηκε ώς
εδώ δεν με αφήνει να το χαρώ. Κι όντως οι σχοινοτενείς σκηνές, οι μεγάλοι
ρητορικοί λόγοι, σαν αυτόν για τα τσουτσούνια των κρατούμενων, ρηχαίνουν το όλο
εγχείρημα.
Γενικό
καταληκτικό σχόλιο: ωραία για άλλη μια
φορά ιδέα, όπου το ηρωικό τότε συγκρίνεται με το παρακμιακό τώρα, ειδικά όταν
και τότε και τώρα πρωταγωνιστούν Αριστεροί. Η πολιτική και γλωσσική ύφεση
είναι απογοητευτική.
Αυτή ωστόσο η
ιδέα πάσχει όταν φορτώνεται με παράλληλες αλλά σχοινοτενείς αφηγήσεις, πολλά
μικρά άστοχα στοιχεία, ακατάλληλους για το πνεύμα του κειμένου διδακτισμούς και
ρητορείες… Τελικά, ήταν μια προσπάθεια του Γκουρογιάννη να παρωδήσει τη γελοία
…χούντα; Ή μια απόπειρα να δημιουργήσει μια ρητορική της δικτατορίας και της
αντίστασης, που απλώς απέτυχε;
Πάπισσα Ιωάννα
2 comments:
Θα συμφωνήσω μαζί σου,Πάπισσά μου,έχει όντως αφηγηματικές αδυναμίες αλλά είναι αναμενόμενος Γκουρογιάννης,άνισος δηλαδή και συναισθηματικός,αλλά μαζί και ξεκάθαρος:ουδεμία σχέση με εργαστήρια και αποστειρωμένους σωλήνες συγγραφής.Εδώ είναι σχεδόν ναΐφ για να δανειστώ τον όρο.Ήθελε να τα χώσει,να το πω λαϊκιστί,και πήρε χαρτί και μολύβι κι έγραψε τον καημό του,την οργή του.Ολόκληρες γενιές φωτογραφίζει,δεν μπορώ να τον φανταστώ να το κάνει ακαδημαϊκά,μονάχα ασσορτί με τις εποχές-,χουντικό και μεταχουντικό βλαχομπαρόκ + πασόκικη ζεϊμπεκιά του΄90-, που αφηγηματικά τον τράβηξαν,ίσως,στην δική τους αισθητική.Εμένα μ΄άρεσε να σου πω την αλήθεια,μου φάνηκε αληθινός και του συγχώρησα τις ατσαλιές.
Την καλησπέρα μου.
Βιβή μου, καλημέρα.
Όλα όσα λες χαντακώνονται όταν ένα βιβλίο, σαν του Γκουρογιάννη,
είναι τόσο αισθητικά και δομικά ελλιπές,
γιατί η λογοτεχνία δεν είναι ωραίες ιδέες αλλά ιδέες ντυμένες με λέξεις και αφήγηση.
Πάπισσα Ιωάννα
Post a Comment