Η μητέρα δεν είναι απλώς η μήτρα που μας γέννησε, αλλά και μια γενιά πριν από εμάς που φαίνεται πλέον αφελής και ξεπερασμένη, αλλά συνάμα γεμάτη μνήμες και βιώματα που τα νοσταλγούμε.
Annie Ernaux “Une femme” 1987 “Μια γυναίκα” μετ. Ρ. Κολαΐτη εκδόσεις Μεταίχμιο -2020 |
Διάβασα τον “Τόπο”
και έβαλα στο
αναγνωστικό μου ημερολόγιο τη Γαλλίδα.
> Η Αννί Ερνώ γεννήθηκε στη Γαλλία (Lillebonne) το 1940. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ρουέν και εργάστηκε σαν καθηγήτρια στο Centre National d' Enseignement par Correspondence. Τα σύντομα, αυτοβιογραφικά της αφηγήματα -τα οποία δεν ξεπερνούν, συνήθως, τις εκατό σελίδες- ασχολούνται με θέματα της παιδικής της ηλικίας, των σχέσεων με τους γονείς της και με τους ερωτικούς της συντρόφους, χωρίς να χάνουν τη ζωντάνια, τη δύναμη και την οξυδέρκειά τους: "Les armoires vides", 1974, "Ce qu' ils disent ou rien", 1977, "La place", 1984 (ελλ. "Η θέση", εκδ. Χατζηνικολή) "Une femme", 1987, "Passion simple", 1991 (ελλ. "Πάθος", εκδ. Χατζηνικολή), "Journal du dehors", 1993, "La honte", 1997 (ελλ. "Ντροπή", εκδ. Χατζηνικολή), "Je ne suis pas sortie de ma nuit", 1999 (ελλ. "Δεν βγήκα από το σκοτάδι μου", εκδ. Χατζηνικολή), "L' evenement", 2000, "La vie exterieure", 2000, "Se perdre", 2001 (ελλ. "Χάνομαι", εκδ. Χατζηνικολή), "L' occupation", 2002, "L' ecriture comme un couteau"- συνεντεύξεις με τον Frederic-Yves Jeannet, 2003. Σε ένα τηλεοπτικό πορτραίτο που ετοίμασε για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού o Timothy Miller, το 2000, η Αννί Ερνώ ισχυρίζεται ότι δύο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν στη γραφή της: αυτό της κοινωνικής ανισότητας, της τομής ανάμεσα στον οικογενειακό κοινωνικό της χώρο και στον κόσμο των γραμμάτων που διάλεξε ν' ακολουθήσει η ίδια, αφενός, και αφετέρου το στοιχείο της ανδρικής κυριαρχίας στον κόσμο. Μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι προϊόν της φαντασίας, αναζητά την πραγματικότητα μέσα από τις αναμνήσεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματά της, είτε πρόκειται για συναισθήματα -κοινωνικής- ντροπής, είτε πάθους. "Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου", λέει, "δημιουργική εργασία ή εργασία γύρω από θέματα μορφής που να μην έχει αφετηρία της την πραγματικότητα". Το 2001 δημοσίευσε το προσωπικό της ημερολόγιο με τίτλο "Se perdre" ("Χάνομαι"). Τα έργα της διδάσκονται στο γαλλικό σχολείο ως σύγχρονη κλασική λογοτεχνία. Το 1984, το αυτοβιογραφικού περιεχομένου έργο της "Η θέση" (La place) τιμήθηκε με το βραβείο Renaudot. Το βιβλίο της τα "Τα χρόνια" (Εditions Gallimard, 2008) τιμήθηκε με τα βραβεία Marguerite Duras (2008) και Francois Mauriac (2008).
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ, ενώ
η Γαλλίδα πεζογράφος αφηγείται λιτά,
ξερά κι απέριττα περιστατικά απ’ τη ζωή της και το οικογενειακό της
παρελθόν, να καταφέρνει να μας συνεπάρει, όχι συγκλονίζοντάς μας αλλά
βυθίζοντάς μας σε μια ζεστή αύρα; Αυτό το γλυκό “γιατί” δίνει σκέψεις στον
αναγνώστη για το τι είναι καλή λειτουργική λογοτεχνία.
ΕΝΩ στο προηγούμενο έργο της η ματιά εστιάζει στον πατέρα και στην ανέλιξη από γενιά σε γενιά, τώρα επίκεντρο βρίσκεται η μητέρα. Έτσι, από το οικογενειακό που άπτεται της εργασίας και της κοινωνικής ανόδου, περνάμε στο πιο εσωτερικό ενδοοικογενειακό. Πάλι βέβαια τονίζεται η κινητικότητα, καθώς η μητέρα από εργάτρια καταφέρνει με τον άντρα της να ανοίξουν παντοπωλείο και να κάνουν ένα βήμα προς τα πάνω. Ο μεσοπόλεμος και οι πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες στη Γαλλία αντανακλούν ίσως μια γενικότερη άνοδο σε όλη την Ευρώπη.
“Πιστεύω ότι γράφω για τη μητέρα μου γιατί είναι η δική μου σειρά να τη
φέρω στον κόσμο”
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ,
μετά τον θάνατο της μητέρας της γίνεται η ίδια μήτρα ζωής μέσα απ’ το έργο της.
Εκεί αναβιώνει τη μητρική φιγούρα. Εκεί αφήνει “αθάνατη” την παρουσία της που
χάθηκε. Είναι η γραφή η δύναμη με την
οποία ο άνθρωπος γράφει ιστορία, όχι μόνο στα μεγάλα, εθνικά και πολιτικά, αλλά
και στα μικρά προσωπικά. Είναι το ημερολόγιο ή η λογοτεχνία μια δύναμη
απαθανάτισης. Κι είναι όντως μαγικό πως τα γράμματα της αλφαβήτου μπορούν να
κάνουν παρόν ένα χαμένο παρελθόν, να διατηρήσουν ό,τι βιολογικά χάθηκε, ενισχύοντας
τη μνήμη κι επιπλέον αναπλάθοντας τις αναμνήσεις.
ΕΙΝΑΙ τελικά μια φυσική λιτότητα που κάνει το κείμενο δελεαστικό. Το εγώ παρατηρεί και εξιστορεί, κοιτάζει φωτογραφίες και σκέφτεται, σκιαγραφεί χωρίς περιττά σχόλια. Είναι το απόσταγμα προσωπικής ματιάς και λογοτεχνικής ουσίας.
ΜΙΚΡΟ
ΒΙΒΛΙΑΡΑΚΙ. Αν όμως έχει κανείς διαβάσει τον “Τόπο”, που γράφτηκε τρία χρόνια
νωρίτερα, το 1984, θα βαλτώσει, βλέποντας έναν ανάλογο τόνο. Η μητέρα που εκφράζει μια άλλη γενιά, που
εκτιμά τα γράμματα αλλά όχι τις ελευθερίες της κόρης της, το χάσμα γενεών και η
απόσταση από τη διανοούμενη Annie στη
“χωριάτα” μάνα της, το γήρας που την κάνει ανήμπορη και παιδί με όλα όσα
υφίσταται (π.χ. Alzheimer), η ζωή στην πόλη σε σχέση με την αλλοτινή στο επαρχιακό
Yvetot. Η συγκίνηση
και η απλότητα της γραφής σε πάνε μέχρι τέλους αλλά δεν σε συντηρούν περαιτέρω.
“Μια γυναίκα” είναι μια πλάγια επανάληψη του προηγούμενου βιβλίου και γι’ αυτό
δεν εδραιώνει μια κραταιά ανάγνωση.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment