Ο διάσημος σκηνοθέτης Wilder και η τελευταία του ταινία, που γυρίζεται στην Ελλάδα. Έτσι, μια Ελληνίδα βρίσκεται τυχαία δίπλα του, αλλά κερδίζει την εμπιστοσύνη του.
Jonathan Coe “Mr Wilder and Me” 2020 Τζόναθαν Κόου “Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ” μετ. Α. Τριμπέρη εκδόσεις Πόλις -2020 |
> Ο Jonathan Coe γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1961. Σπούδασε φιλολογία στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ και είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Γουόρικ (αντικείμενο της διατριβής του αποτέλεσε το έργο του Henry Fielding, "Tom Jones"). Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ και εργάστηκε παράλληλα ως μουσικός, συνθέτοντας τζαζ, και ως δημοσιογράφος, διατελώντας τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας "The Guardian" και κριτικός κινηματογράφου του "New Statesman". Για το βιβίο του "Μέση Αγγλία" τιμήθηκε με το Prix du Livre Europeen (2019).
ΜΙΑ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ
πλέον γυναίκα, η Καλλιστώ, με άνδρα και δυο παιδιά, συνθέτρια που όμως δεν
πολυδουλεύει σε ταινίες, όπως παλιά, αναπολεί τη συνεργασία της με τον μεγάλο
σκηνοθέτη Billy Wilder. Ο Άγγλος
δηλαδή συγγραφέας παίρνει μια πραγματική κινηματογραφική περσόνα και την θέτει
στο κέντρο της μυθοπλασίας του, δίπλα σε μια πλαστή όπως είναι η Καλλιστώ.
Billy Wilder: Η
ζωή και οι ταινίες του
Ο εβραϊκής καταγωγής, Βιενέζος Μπίλι Γουάιλντερ (Billy Wilder) (γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1906), αποφάσισε στα 18 του χρόνια να αφοσιωθεί στη δημοσιογραφία, χάρη στην οποία μετακόμισε στο Βερολίνο για να εργαστεί σ' ένα μεγάλο ταμπλόιντ της πόλης. Στον κινηματογράφο στράφηκε το 1929, γράφοντας σενάρια για διάφορες ταινίες, ανάμεσά τους και την κλασική «Οι άνθρωποι την Κυριακή». Η άνοδος, όμως, του Χίτλερ στην εξουσία τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το Βερολίνο και αφού παρέμεινε για ένα μικρό διάστημα το Παρίσι, να καταλήξει στο Χόλιγουντ, όπου θα παραμείνει μέχρι το θάνατό του το Μάρτιο του 2002.
Πολύ γρήγορα κατάφερε να μάθει την αγγλική γλώσσα (παρ'
όλο που δεν έχασε ποτέ τη γερμανική προφορά του) και, το 1937, άρχισε να γράφει σενάρια για τον Ερνστ Λούμπιτς («Η 8η
σύζυγος του Κυανοπώγωνα», «Νινότσκα»), δημιουργό που θαύμαζε και που σίγουρα
τον επηρέασε στις όλο σαρκασμό και βιτριόλι κατοπινές κωμωδίες του. Σενάρια
έξυπνα, με εύστροφους, καυστικούς, «σοφιστικέ» διαλόγους, που έγραφε με τον
Τσαρλς Μπράκετ, συνεργάτη του σε 13 συνολικά ταινίες, γραμμένα για σκηνοθέτες
με τους οποίους όμως ο Γουάιλντερ δεν ήταν ικανοποιημένος, με αποτέλεσμα να
πείσει τελικά το στούντιο να του επιτρέψει να σκηνοθετήσει ο ίδιος την ταινία
«Υπερφυσική μπεμπέκα» (1942).
Το 1944 ο
Γουάιλντερ συνεργάζεται με το συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Ρέιμοντ
Τσάντλερ στην ταινία «Κολασμένη αγάπη», από τα
πιο αντιπροσωπευτικά φιλμ νουάρ που έδωσε το Χόλιγουντ - από τις πιο θυελλώδεις
συνεργασίες, με έναν εξοργισμένο Τσάντλερ να προσπαθεί πείσει το στούντιο να
απολύσει τον Γουάιλντερ!
Στη συνέχεια, ο Γουάιλντερ γυρίζει το «Χαμένο Σαββατοκύριακο» (1945), μελέτη
του αλκοολισμού, με σκηνές γυρισμένες στους δρόμους της Νέας Υόρκης, που χάρισε στον Γουάιλντερ δύο Όσκαρ
(σκηνοθεσίας και σεναρίου), με την ταινία να κερδίζει άλλα δύο (καλύτερης
ταινίας και της ερμηνείας του Ρέι Μιλάντ). Το 1949 γυρίζει τη σαρδόνια, μαύρη
κωμωδία του «Η λεωφόρος της Δύσεως»,
καυστική ματιά πάνω στον κόσμο του Χόλιγουντ, που του χάρισε άλλο ένα Όσκαρ για
το σενάριο (τελευταία του συνεργασία με τον Μπράκετ).
Θ' ακολουθήσουν οι ταινίες: «Το τελευταίο ατού» (1951), το πορτρέτο ενός κυνικού ρεπόρτερ, «Θάλαμος εξοντώσεως 17» (1953), το δράμα
των αιχμαλώτων πολέμου σε ναζιστικά στρατόπεδα, «Γλυκιά μου Σαμπρίνα» (1954), ρομαντική κωμωδία με την Οντρεϊ
Χέπμπορν. Βραβεύτηκε με Όσκαρ Κοστουμιών και Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Σεναρίου.
Επιπλέον το «Εφτά χρόνια φαγούρα» (1955), σέξι κωμωδία, πρώτη συνεργασία του Γουάιλντερ με τη Μέριλιν Μονρόε, «Λίντμπεργκ» (1957), γύρω από το περιβόητο ταξίδι του Λίντμπεργκ πάνω από τον Ατλαντικό και «Μάρτυς κατηγορίας» (1957), δικαστικό θρίλερ της Αγκάθα Κρίστι με τη Μάρλεν Ντίτριχ και τον Τσαρλς Λότον. Με την επόμενη ταινία του, «Αριάν» (1957), ρομαντική κομεντί και πάλι με την Οντρεϊ Χέπμπορν, ο Γουάιλντερ βρίσκει ένα νέο συνεργάτη στο σενάριο, τον Ι.Α.Λ. Ντάιαμοντ.
Μαζί του φτιάχνει μερικά από τα μεγάλα του
αριστουργήματα: «Μερικοί το προτιμούν
καυτό» (1959), παρωδία των γκανγκστερικών ταινιών, με το απολαυστικό τρίο
Τζακ Λέμον - Μέριλιν Μονρόε - Τόνι Κέρτις, «Η γκαρσονιέρα» (1960), τολμηρή για τα χολιγουντιανά πρότυπα της
εποχής δραματική κομεντί, «Ένα, δύο τρία»
(1961), σατιρική κωμωδία με φόντο το «διχασμένο» Βερολίνο, «Γλυκιά μου Ίρμα» (1963), άλλη
απολαυστική κωμωδία, διασκευή θεατρικού έργου, με τον Τζακ Λέμον και τη Σίρλεϊ
ΜακΛέιν, «Φίλησέ με κουτέ» (1964),
μια ακόμη προκλητική για τα τότε ήθη της Αμερικής κωμωδία και «Ένας υπέροχος απατεώνας» (1966), με τον
Γουόλτερ Ματάου (Όσκαρ ερμηνείας) να ερμηνεύει τον αδίστακτο, αμοραλιστή
δικηγόρο του Τζακ Λέμον.
Η δεκαετία του '70 αρχίζει με τις «Περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς» (1970), από την οποία οι παραγωγοί
αφαίρεσαν ένα ολόκληρο επεισόδιο, ενώ ακολουθούν η ρομαντική, ειρωνική κωμωδία
«Αβάντι» (1972), και πάλι με τον
Τζακ Λέμον, και η καυστική για τον κιτρινισμό στον Τύπο κωμωδία «Η πρώτη σελίδα» (1974), με το
δημοσιογράφο Λέμον να συγκρούεται με τον εκδότη του, Ματάου. Θα περάσουν όμως
τέσσερα χρόνια πριν ο Γουάιλντερ μπορέσει να γυρίσει την επόμενη ταινία του, «Φεντόρα» (1978), ιστορία μιας
απομονωμένης ηθοποιού, εμπνευσμένης από την Γκρέτα Γκάρμπο, που τμήμα της
γυρίστηκε στην Ελλάδα. Η καριέρα του κλείνει με μια ακόμη απολαυστική κωμωδία,
«Τα φιλαράκια» (1981), με το δίδυμο Λέμον-Ματάου.
http://www.cinephilia.gr/index.php/prosopa/classicus/367-billy-wilder
Η ΚΑΛΛΙΣΤΩ, που είναι ελληνικής καταγωγής, γίνεται ο δούρειος ίππος του μυθιστοριογράφου, για να παρακολουθήσει αυτός κι εμείς τον διάσημο σκηνοθέτη και μαζί του το Hollywood, την Marilyn Monroe, τον κινηματογραφικό Sherlock Holmes κ.λπ. Συναντά για πρώτη φορά τον Wilder το 1976 κι επομένως η ίδια δεν έζησε από κοντά τα μεγάλα του έργα. Γιατί ο Coe επέλεξε να διεμβολίσει τον κόσμο του Wilder στο τέλος της ζωής του; Τι σχέση έχει η ελληνική καταγωγή της αφηγήτριας με το αμερικάνικο όνειρο; Τι ήθελε ο ίδιος ο συγγραφέας να βρει στον κινηματογράφο; Ωραία αναγνωστικά ερωτήματα, που δεν ξέρω αν θα βρω την απάντηση διαβάζοντας το βιβλίο.
ΤΟ ΙΔΙΟ το
βιβλίο δίνει σιγά σιγά απαντήσεις. Η
Καλλιστώ είναι Ελληνίδα, γιατί γνωρίζει τον Wilder, όταν αυτός προετοιμάζει την ταινία «Φεντόρα»
(1978) που θα γυριστεί εν μέρει στην Κέρκυρα και στη Λευκάδα. Επομένως, η
ηρωίδα, η οποία θα βοηθήσει άθελά της στην ταινία, γίνεται ο σύνδεσμος του
σκηνοθέτη με το ελληνικό πλαίσιο, εκεί στα πρώτα χρόνια μετά τη χούντα. Η
δεκαετία του ’70 ζωντανεύει τόσο στο αμερικάνικο σκέλος της όσο και στο
ελληνικό.
ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ όμως ο Coe εστιάζει, όπως φαίνεται σταδιακά, στον ίδιον τον Wilder και στην ταινία του Fedora ως δείγματα ηλικιωμένων και παρωχημένων καλλιτεχνών που βλέπουν τα πράγματα να αλλάζουν και να μένουν πίσω. Είναι μια ανάλογη αίσθηση με τους ηλικιωμένους ήρωες των δικών μας πεζογράφων (ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ ΗΡΩΕΣ: ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ), που βλέπουν τις εξελίξεις κι αυτοί θέλουν πολύ να ακολουθήσουν, αλλά δεν μπορούν… Ο Wilder ξεπερνιέται από τον Spielberg, βλέπει ότι δεν βρίσκει εύκολα χρηματοδότηση, αγωνιά να καταλάβει προς τα πού πάει ο κινηματογράφος, τι θέλουν οι νέοι, τι ζητά εντέλει η ιστορία. Δεν ξέρω αν ο ίδιος ο 60χρονος Coe, που δεν είναι τόσο μεγάλος, σκέφτεται κάτι αντίστοιχο. Ίσως συμπάσχει με χαμένες προσωπικότητες, χαμένες από τον χρόνο και την εξέλιξη, που τις αφήνει στα περασμένα μεγαλεία.
ΤΟ “Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ” είναι ακριβώς το
ένδοξο παρελθόν που συναντά το φιλόδοξο / δειλό παρόν. Η Καλ είναι
μια συνεσταλμένη κοπέλα, ενώ ο Μάθιου εκπροσωπεί τη θύελλα που θέλει να φέρει
το καινούργιο στο cinema. Και τώρα που η Καλ είναι μεγάλη, βλέπει το ίδιο χάσμα γενεών να τη
χωρίζει από τις κόρες της. Ο κύριος Γουάιλντερ είναι η ιστορία που περνά, κι
εγώ, η Καλ, το μέλλον που βλέπει το παρελθόν και θέλει να το πιστέψει.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment