Friday, March 05, 2021

Ισμήνη Καπάνταη, “Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης”

Τελικά αξίζει κανείς να γυρίσει στην πατρίδα, μετά την Απελευθέρωση απ’ τους Τούρκους, ή αυτό το όραμα είναι μια ιδεατή Ουτοπία που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες;


Ισμήνη Καπάνταη

“Το βρωμερόν ύδωρ της λήθης”

εκδόσεις Ίκαρος

-2020


Ο 19ος αιώνας απασχολεί και θα απασχολεί όσο πλησιάζουμε την 25η Μαρτίου. Τα διακόσια χρόνια λένε και δεν λένε πολλά, ανάλογα με το τι θα μείνει μετά, αλλά η προσπάθεια να ξαναδούμε τον εαυτό μας ως έθνος δεν είναι μάταιη.


> Η Ισμήνη Β. Καπάνταη γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον Βάσο Καπάνταη και έχει έναν γιο (τον συγγραφέα Δούκα Καπάνταη). Έργα της: "Επτά φορές το δαχτυλίδι", Εστία (1η έκδ. 1989, 7η 1997), "Απειρωτάν και Τούρκων", Εστία (1η έκδ. 1990, 8η 1999), Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών 1992, "Η ιστορία της Ιόλης", Εστία (1η έκδ. 1996, 4η 1997), "Πού πια καιρός", Εστία (1η έκδ. 1996, 4η 1997), "Στο κρυφό σχολειό" (παιδικό), Ποταμός 1997, "Ιωνία (Οι Έλληνες στην Μικρασία)", Αδάμ 1997, "Η Φλώρια των νερών", Καστανιώτη (1η έκδ. 1999, 6η 2000), "Το άλας της γης", Καστανιώτη 2002, "Εμείς έχουμε εμάς", Καστανιώτη 2007, "Κυνική ιστορία", Καστανιώτη 2008, κ.ά. Έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό: "Επτά φορές το δαχτυλίδι" ("Seven Times the Ring"), Εκδόσεις Πανεπιστημίου McGill, Montreal 1994, "Απειρωτάν και Τούρκων", εκδ. Ορφελίν, Βελιγράδι 1995. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά· έχει γράψει επίσης κείμενα για τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Τιμήθηκε με το Βραβείο Χριστιανικών Γραμμάτων (1990) και με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1992) για το μύθιστόρημα "Απειρωτάν και Τούρκων".

 

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στην Αθήνα κάπου στα μέσα και μετά του 19ου αιώνα. Επομένως, έχουμε ένα μυθιστόρημα εποχής, όπου το νεοπαγές έθνος προσπαθεί να στυλωθεί στα πόδια του, με τους “αυτόχθονες”, που επέζησαν με θυσίες από την επανάσταση, και τους “ετερόχθονες”, που ήλθαν στην απελευθερωμένη πατρίδα, ερχόμενοι ωσεκτούτου σε σύγκρουση με τους παλιούς.

ΔΥΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ μοιράζονται την ιστορία.

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ Οδυσσέας Κάμπασης, με τον γιο του Αφέντη Αριστείδη Κάμπαση και τη νύφη του Ελένη. Στο πλουσιόσπιτο ζει και η Πανωραία, που δεν είναι υπηρέτρια, δεν είναι οικονόμος, αλλά ούτε και συγγενής. Απολαμβάνει όμως μια ιδιαίτερη ασυλία, καθώς εμπλέκεται με δεσμούς γάμων, ερώτων, συμφερόντων και υιοθεσίας με τον γηραιό Άρχοντα. Η ιστορία αυτού του σπιτιού κάνει οφιοειδείς περιστροφές και φέρνει την Πανωραία παντρεμένη αλλά χωρίς άντρα, με παιδί αλλά όχι μάνα, και οικοδέσποινα χωρίς να είναι σύζυγος.

ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, ο Περικλής Κουμάντος και η γυναίκα του Φιορίνα παρολίγο να συμπεθερέψουν με τους Καμπασαίους. Εδώ και τέσσερα χρόνια έχουν επιστρέψει στη χώρα από την Αγγλία, όπου μεγάλωσαν, ως Έλληνες του εξωτερικού που θέλησαν να ζήσουν στη γη των προγόνων τους. Η επιχειρηματική τους δύναμη το κάνει αυτό εφικτό, αλλά η προσαρμογή στην κοινωνική πραγματικότητα, ειδικά για τη Φιορίνα, είναι δύσκολη, λεπτή ισορροπία σε μια προνεοτερική κοινωνία, όπου η κινητικότητα είναι μεγάλη, οι κανόνες ευγενείας στα υψηλά στρώματα ακολουθούν άλλους κανόνες απ’ ό,τι στο Λονδίνο και τα όρια μεταξύ του επιτρεπτού και του μη-επιτρεπτού είναι συχνά δυσδιάκριτα.

ΔΥΟ βασικές διαφορές εντοπίζονται σε όλο το μυθιστόρημα, που κάνουν ιδιαίτερη την ελληνική επικράτεια. Η πρώτη αφορά τον κοινοτισμό, δηλαδή την αίσθηση της τοπικότητας σε βάρος της κεντρικής εξουσίας, της οικογένειας και της μικρής κοινότητας σε βάρος του έθνους. Γι’ αυτό υπήρξαν τόσες έχθρες και εμφύλιοι, τόσες προσωπικές προσπάθειες που δεν βοήθησαν το κοινό καλό. Η δεύτερη αφορά την κοινωνική διακινητικότητα. Ενώ ο κατώτερος σέβεται και υπολήπτεται τον ανώτερο, ποτέ δεν θεωρεί μια τέτοια ανισότητα εκφύσεως και αναλλοίωτη, παγιωμένη και απαράλλακτη. Αντίθετα, πιστεύει –σε αντίθεση με την δομικά ταξική διαστρωμάτωση της Αγγλίας- ότι και αυτός, ο κατώτερος μορφωτικά ή κοινωνικά, μπορεί να ανέβει, αν μορφωθεί ή πλουτίσει λ.χ. με το εμπόριο.


Σ’ ΑΥΤΟ το πλαίσιο, οι “ετερόχθονες”, δηλαδή οι Έλληνες της ομογένειας που βρήκαν ευκαιρία και ήρθαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος
να επενδύσουν και να μείνουν, φαίνονται συχνά παρείσακτοι. Γιατί; Αφενός, γιατί κλονίζουν το κοινοτικό (κοτζαμπασικό) σύστημα της τοπικής εξουσίας, καθώς είναι φορείς δυτικοευρωπαϊκών προτύπων κρατικής εξουσίας, όπως φαίνονται και στην “Ελληνική Νομαρχία”. Αφετέρου, γιατί συχνά δεν είναι αρχοντικής γενιάς, άρα έρχονται ως νεόπλουτοι να διεκδικήσουν εξουσία από τα τοπικά τζάκια, πράγμα που ναι μεν είναι θεμιτό, αλλά διασαλεύει τις πατροπαράδοτες δομές ιεραρχίας.

ΠΑΡΑ το τέλος του μυθιστορήματος που είναι κατώτερο των προσδοκιών και παρά την παλιομοδίτικη αύρα του, το κείμενο πείθει για την ιδεολογική του ματιά. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος λειτουργεί με διαφορετικά γρανάζια και συζευγνύει ετερόκλητες δυνάμεις, συχνά φυγόκεντρες, που αντιμάχονται μεταξύ τους και φέρνουν σε σύγκρουση αυτόχθονες και ετερόχθονες, κατώτερους και ανώτερους, παλιά τζάκια και νεοεμφανισθέντες πλούσιους.

Πάπισσα Ιωάννα

No comments: