“Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι”
εκδόσεις Πατάκη
2009
Κάθε συγγραφέας ψάχνει το έργο εκείνο που θα τον εκτοξεύσει πάνω από τη μετριότητα των μέχρι τούδε προσπαθειών-του και θα τον καταξιώσει στον λογοτεχνικό χάρτη. Ο Στεφανάκης είναι, νομίζω, η περίπτωση του συγγραφέα-ιδεολόγου, που προσεγγίζει τη λογοτεχνία με την αγνότητα του ερασιτέχνη αλλά και με την αγωνία του επαγγελματία.
Στο “Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι” βρήκε το πιασάρικο θέμα που μπορεί να προσελκύσει τον διανοούμενο αλλά και τον τρόπο πραγμάτευσής-του που θα ελκύσει τον απλό αναγνώστη: ο Καμύ και η μυθολογία που έχει δημιουργηθεί γύρω από το άτομό-του. Με μια χρονομηχανή –βασισμένη στα πρόσφατα πορίσματα της φυσικής, για την οποία δεν μαθαίνουμε ευτυχώς πολλά (αλλιώς θα υπήρχε ο κίνδυνος να γίνει το βιβλίο ένα φτηνό έργο επιστημονικής φαντασίας)- ο Καμύ επανέρχεται στη Μύκονο του 1998. Ο στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η φιλοδοξία μιας φιλολόγου να τον πείσει να ολοκληρώσει το ημιτελές έργο-του «Ο πρώτος άνθρωπος». Η όλη σύλληψη φαντάζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Ο Καμύ περιτριγυρίζει στη Μύκονο, συναναστρέφεται ανθρώπους, άλλοι από τους οποίους ξέρουν ποιος είναι κι άλλοι τον αντιμετωπίζουν ως φτυστό αντίγραφο του ομώνυμου συγγραφέα. Ο έρωτάς-του με τη φιλόλογο, η ανάκληση στιγμών και προβληματισμών από τη σκέψη και τη ζωή-του, οι διακειμενικές αναφορές στα έργα-του, ο ήπια φιλοσοφικός τόνος της αφήγησης αλλά και ο χαμηλότονος κυματισμός της ατμόσφαιρας είναι στοιχεία αναμενόμενα, ώστε να πετύχει η ώσμωση Καμύ και σύγχρονης εποχής, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, σκεπτόμενης συνείδησης και καθημερινότητας. Πρόκειται για μια έμμεση, πλάγια βιογραφία, ένας διακειμενικός διαλόγος με το «Καλοκαίρι» του Καμύ και με όλο το έργο-του, που έχει μια ισχυρή βάση μυθιστορηματικότητας.
Στην πράξη όμως ο πρώτος-μου ενθουσιασμός πέρασε και αναδύθηκαν πολλά προβλήματα, που δεν με άφησαν να απολαύσω την ιδέα, για την οποία στην αρχή ομολογώ πως είχα νιώσει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ένα βασικό μειονέκτημα, κατά τη γνώμη-μου, είναι η αποσπασματικότητα του προσώπου του Καμύ, λόγω της μεγάλης εξάρτησης από το έργο-του. Φυσικά ο Στεφανάκης δεν ήθελε να κάνει βιογραφία, αλλά νιώθει κανείς ότι για να συλλάβει πλήρως τον Γάλλο στοχαστή πρέπει να ξέρει από πριν το έργο-του, ενώ το μυθιστόρημα αυτό καθεαυτό δεν μπορεί να τον αποδώσει. Οι σκόρπιες ιδέες και σκέψεις του Καμύ δεν δένουν σε μια ολότητα και γι’ αυτό ο χαρακτήρας-του φαίνεται ανολοκλήρωτος. Το μυθιστόρημα πλέκεται σαν κισσός γύρω από το έργο του Γάλλου φιλοσόφου, αλλά δεν κερδίζει σε αυτονομία. Η υπόθεση τώρα, αν και έξυπνη ως σκέψη, μένει στο περιθώριο, σαν σκιά της προσωπικότητας και της φιλοσοφίας του Καμύ. Ας πούμε παραδειγματικά, δεν φαίνεται ομαλή η πορεία προς τον έρωτά-του με τη φιλόλογο που τον συνοδεύει.
Βλέπουμε έναν Στεφανάκη που χάρηκε πολύ τη μαθητεία-του στο έργο του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα, αλλά δεν κατάφερε να μεταδώσει σε μυθιστορηματική ολότητα το ίδιο συναίσθημα σε όλους εμάς. Γνωρίζουμε εν μέρει τον Καμύ, αλλά δεν βουλιάζουμε σύσσωμοι σε ένα έργο με δέση και λύση. Κινούμαστε μαζί με τον Στεφανάκη κάπου ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στη βιογραφία…
εκδόσεις Πατάκη
2009
Κάθε συγγραφέας ψάχνει το έργο εκείνο που θα τον εκτοξεύσει πάνω από τη μετριότητα των μέχρι τούδε προσπαθειών-του και θα τον καταξιώσει στον λογοτεχνικό χάρτη. Ο Στεφανάκης είναι, νομίζω, η περίπτωση του συγγραφέα-ιδεολόγου, που προσεγγίζει τη λογοτεχνία με την αγνότητα του ερασιτέχνη αλλά και με την αγωνία του επαγγελματία.
Στο “Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι” βρήκε το πιασάρικο θέμα που μπορεί να προσελκύσει τον διανοούμενο αλλά και τον τρόπο πραγμάτευσής-του που θα ελκύσει τον απλό αναγνώστη: ο Καμύ και η μυθολογία που έχει δημιουργηθεί γύρω από το άτομό-του. Με μια χρονομηχανή –βασισμένη στα πρόσφατα πορίσματα της φυσικής, για την οποία δεν μαθαίνουμε ευτυχώς πολλά (αλλιώς θα υπήρχε ο κίνδυνος να γίνει το βιβλίο ένα φτηνό έργο επιστημονικής φαντασίας)- ο Καμύ επανέρχεται στη Μύκονο του 1998. Ο στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η φιλοδοξία μιας φιλολόγου να τον πείσει να ολοκληρώσει το ημιτελές έργο-του «Ο πρώτος άνθρωπος». Η όλη σύλληψη φαντάζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Ο Καμύ περιτριγυρίζει στη Μύκονο, συναναστρέφεται ανθρώπους, άλλοι από τους οποίους ξέρουν ποιος είναι κι άλλοι τον αντιμετωπίζουν ως φτυστό αντίγραφο του ομώνυμου συγγραφέα. Ο έρωτάς-του με τη φιλόλογο, η ανάκληση στιγμών και προβληματισμών από τη σκέψη και τη ζωή-του, οι διακειμενικές αναφορές στα έργα-του, ο ήπια φιλοσοφικός τόνος της αφήγησης αλλά και ο χαμηλότονος κυματισμός της ατμόσφαιρας είναι στοιχεία αναμενόμενα, ώστε να πετύχει η ώσμωση Καμύ και σύγχρονης εποχής, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, σκεπτόμενης συνείδησης και καθημερινότητας. Πρόκειται για μια έμμεση, πλάγια βιογραφία, ένας διακειμενικός διαλόγος με το «Καλοκαίρι» του Καμύ και με όλο το έργο-του, που έχει μια ισχυρή βάση μυθιστορηματικότητας.
Στην πράξη όμως ο πρώτος-μου ενθουσιασμός πέρασε και αναδύθηκαν πολλά προβλήματα, που δεν με άφησαν να απολαύσω την ιδέα, για την οποία στην αρχή ομολογώ πως είχα νιώσει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Ένα βασικό μειονέκτημα, κατά τη γνώμη-μου, είναι η αποσπασματικότητα του προσώπου του Καμύ, λόγω της μεγάλης εξάρτησης από το έργο-του. Φυσικά ο Στεφανάκης δεν ήθελε να κάνει βιογραφία, αλλά νιώθει κανείς ότι για να συλλάβει πλήρως τον Γάλλο στοχαστή πρέπει να ξέρει από πριν το έργο-του, ενώ το μυθιστόρημα αυτό καθεαυτό δεν μπορεί να τον αποδώσει. Οι σκόρπιες ιδέες και σκέψεις του Καμύ δεν δένουν σε μια ολότητα και γι’ αυτό ο χαρακτήρας-του φαίνεται ανολοκλήρωτος. Το μυθιστόρημα πλέκεται σαν κισσός γύρω από το έργο του Γάλλου φιλοσόφου, αλλά δεν κερδίζει σε αυτονομία. Η υπόθεση τώρα, αν και έξυπνη ως σκέψη, μένει στο περιθώριο, σαν σκιά της προσωπικότητας και της φιλοσοφίας του Καμύ. Ας πούμε παραδειγματικά, δεν φαίνεται ομαλή η πορεία προς τον έρωτά-του με τη φιλόλογο που τον συνοδεύει.
Βλέπουμε έναν Στεφανάκη που χάρηκε πολύ τη μαθητεία-του στο έργο του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα, αλλά δεν κατάφερε να μεταδώσει σε μυθιστορηματική ολότητα το ίδιο συναίσθημα σε όλους εμάς. Γνωρίζουμε εν μέρει τον Καμύ, αλλά δεν βουλιάζουμε σύσσωμοι σε ένα έργο με δέση και λύση. Κινούμαστε μαζί με τον Στεφανάκη κάπου ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στη βιογραφία…
Πατριάρχης Φώτιος
12 comments:
Καλημέρα,ακριβώς όπως τα λες!
Άμα αρχίσω λοιπόν την μουρμούρα πρωινιάτικα εγώ θα φταίω;
Διότι τι έχουμε τελικά; Τις θείτσες με τα προίόντα από την μια τους αξιοπρεπείς,καλούς,
συμπαθείς,μετρίως μέτριους
και πάντα μετρημένους από την άλλη...
Είναι αυτό το ξενέρωμα λογοτεχνικό γίγνεσθαι;
@VIVI
Καλησπέρα Vivi,
Η Καραπάνου και η Ζατέλη, ο Χατζηγιαννίδης κι ο Χρυσόπουλος (για να αναφέρω μερικούς μόνο που εκτιμώ) σε ποια από τις δυο κατηγορίες θα έλεγες ότι ανήκουν;
Κατανοώ την απογοήτευσή σου αλλά πιστεύω ότι μπορούμε ακόμα να ελπίζουμε...
Εva,καλησπέρα.
Κι αυτοί που σκέφτηκες κι άλλοι που άνετα θα συμπλήρωναν μια μεγάλη λίστα δεν μου αρκούν ώστε να εφησυχάσω ότι πάνε καλά τα πράγματα.
Τέλος πάντων,κι εγω πιστεύω-ακόμα- ότι μπορούμε- ακόμα-να ελπίζουμε...
Κορίτσια, για να ξαναγυρίσουμε στο προκείμενο: ο Στεφανάκης, πίστεψα, ότι θα έκανε το μεγάλο μπαμ κι αυτός το έκαψε. Απο εκεί και έπειτα, φτιάξτε μια πυραμίδα, που ισχύει και εδώ και στις άλλες λογοτεχνίες. Οι πολλοί είναι κάτω κάτω και ελπίζουν να ανέβουν, οι λίγοι στη μέση και επιδιώκουν το μεγάλο χτύπημα και οι ελάχιστοι είναι ψηλά και προσπαθούν να παραμείνουν εκεί, γιατί εύκολα με ένα άστοχο έργο τους κατακρημνίζονται.
Πατριάρχης Φώτιος
Στην μέση σήμερα μιας δύσκολης μέρας ξέκλεψα μια στιγμή για το Βιβλιοκαφέ .
Το σχόλιό σου για τα σχόλιά μας, αγαπητέ Φώτιε,μου έφτιαξε την διάθεση.Έτσι όπως τα λες,μια πυραμίδα είναι...
Ευα, μου θύμισες τον Χατζηγιαννίδη,ευχαριστώ.Έχω αδιάβαστα βιβλία του.
Το παθαίνω αυτό,παίρνω,παίρνω βιβλία,κολλάω με κάποια κι αφήνω άλλα για ένα μετά, που δεν έρχεται ποτέ..
Το σημαντικότερο είναι, Vivi, να είναι ψηλά η βάση της πυραμίδας ώστε η κορυφή της να είναι στο Θεό, και φυσικά να διαβάζουμε από τα ανώτερα στρώμματά της.
Πατριάρχης Φώτιος
Ε ! κόψε κάτι …
Nομίζω ότι οι αισθήσεις μας και η αντίληψη που γεννιέται απ` αυτές δεν αρκούν γιά να περιγράψει κανείς με λόγια τον Άπειρο , Απόλυτο , Αχρονο , και πολλών ακόμη (*) επιθέτων Θεό.
Και χωρίς λόγια τι λογοτεχνία να κάνεις ;
(*) Πολλών ακόμη επιθέτων αλλά όχι αρκετών. Διότι όπως λένε στην Ασία δεν μπορείς να μιλήσεις για τον Ωκεανό σε ένα βάτραχο του πηγαδιού.
Θεόφιλε,
δεν κατάλαβας σε ποιον και σε τι απαντάς.
Πατριάρχης Φώτιος
«Απο εκεί και έπειτα, φτιάξτε μια πυραμίδα, που ισχύει και εδώ και στις άλλες λογοτεχνίες. Οι πολλοί είναι κάτω κάτω και ελπίζουν να ανέβουν, οι λίγοι στη μέση και επιδιώκουν το μεγάλο χτύπημα και οι ελάχιστοι είναι ψηλά και προσπαθούν να παραμείνουν εκεί, γιατί εύκολα με ένα άστοχο έργο τους κατακρημνίζονται.»
Μέχρι εδώ συμφωνώ μαζί σου.
«Το σημαντικότερο είναι, Vivi, να είναι ψηλά η βάση της πυραμίδας ώστε η κορυφή της να είναι στο Θεό,»
Eδώ λες ότι η πολύ καλή λογοτεχνία γράφεται από τον Θεό ;
Ή από κάποιους που γράφουν «θεϊκή λογοτεχνία»;
Αν είναι έτσι διαφωνώ διότι αδυνατώ να σκεφτώ το θείο με ανθρώπινα μέτρα. Αυτό είπα πριν με περισσότερα λόγια.
Γκουντμόρνινγκ.
Αντί να γυρίσουμε την κουβέντα στο ..θεό, να πούμε κάτι άλλο: πολλή μιζέρια σαν να πέφτει φθινοπωριάτικα. Εγώ θα έλεγα ότι υπάρχουν πολλά καλά ελληνικά βιβλία και τα τελευταία που εχεις παρουσιάσει πρέπει να είναι όλα καλά (μιλάω από δημητρακάκη και μετά, πιο πριν δεν θυμάμαι). Δεν σχολίασα γιατί δεν εχω διαβάσει (Στεφανάκη καθόλου, Σκαμπαρδώνη μόνο ένα, το Τομάρι του σκύλου, που μου άρεσε) Αλλά όλα εχουν κατι να πουν, δείχνουν δουλειά, έρευνα, φέρνουν τον αναγνωστη σε επαφή με ένα θεμα της σύγχρονης κοινωνίας ή του πολτιτισμού. Ας αφήσουμε τη μεγαλολογία, γιατί οι μεγαλολογούντες (γενικώς) εχουν χάσει το τρένο: η λογοτεχνία πρέπει να ερθει κοντά στον κόσμο. Ο Βαμβακάρης, ο Καμύ στη Μύκονο, η λεσβία ελληνοαμερικανίδα είναι πράγματα που διευρύνουν τον ορίζοντα του τηλεορασόπληκτου χάνου. Δεν εχουμε την πολυτέλεια...
(κι όσο για το ..θεό, νομίζω πως και αυτόν τον εχουν καλύψει τα ροζ: οι ηρωίδες πάνε στην εκκλησιά -όπου κάνουν βλακώδεις γάμους ή/και ...καμάκι, ανεβοκατεβάινουν στα μοναστήρια- κλπ. Ας αφήσουμε τις πυραμίδες λοιπόν, οι συγγραφείς μπορούν μια χαρά να τις ανεβοκατεβαίνουν πειραματιζόμενοι. Οι αναγνώστες τι κάνουν;
(φλυαρία πρωινού καφέ: θελω να πω επιγραμματικά, μη διώχνουμε αναγνωστες. Δεν θα ψάξουν την "κορφή", το "θεό" κλπ. Απλώς ΘΑ ΚΟΥΡΑΣΤΟΥΝ από τη γκρίνια!
υγ: φυσικά το ζητούμενο (προλαβαίνω πατριάρχη!) στη λογοτεχνία δεν είναι μόνο το σύγρχονο θέμα λαλά και η "καλή" διαπραγμάτευση, αλλά ο σύγχρονος νεοέλληνας (βοηθούσης της τριαξονικής "ΠΛΑΣΜΑ")έχει χάσει παντελώς την αίσθηση του "καλού". Έστω και ψήγματα καλολογίας λοιπόν (που ΟΛΑ τα βιβλία εχουν),καλό θα του (μας) κάνουν!
Όχι, Θεόφιλε. Παρόλο που είμαι Πατριάρχης, δεν μιλάω σχεδόν ποτέ μεταφυσικά. Το "ψηλά ως το Θεό" είναι σχήμα λόγου: εννοώ υψηλή λογοτεχνία, χωρίς ταβάνι, κείμενα με μορφή και ιδεολογία, με μορφική πρωτοπορία αλλά και ουσία.
Τίποτε μ ε τ α φ υ σ ι κ ό.
Πατριάρχης Φώτιος
Pellegrina,
το θέμα του Θεού στα ροζ είναι τόσο βιτρινάτο όσο και στις τηλεοράσεις. Από εκεί και πέρα, διαβάζω δέκα βιβλίο και λέω "χάλια, σίγουρα υπάρχουν και καλύτερα", διαβάζω τέσσερα-πέντε και λέω "μέτρια, αστόχησαν, καλές προθέσεις αλλά λείπει αυτό και το άλλο κ.ο.κ." και διαβάζω ΕΝΑ καλό και λέω "ναι έχουμε ελπίδες ως ελληνική λογοτεχνία". Έτσι χτίζω την αναγνωστική μου πυραμίδα. Κι ευτυχώς/δυστυχώς το χρόνο βάζω στο πάνω μέρος της τρία τέσσερα το πολύ κορυφαία έργα.
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment