“Το πάθος χιλιάδες φορές”
εκδόσεις Καστανιώτη
2009
Κάθε επτά χρόνια η Ζατέλη επεκτείνει το πεζογραφικό-της σύμπαν με 700 τόσες σελίδες, που θα μπορούσαν να συνεχίζονται επ’ άπειρον, σαν τα Χάρι Πότερ ή τις ταινίες με τον Τζέιμς Μποντ.
15 χρόνια τώρα, τόσο στον πρώτο-της ογκόλιθο με τίτλο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» όσο και στο «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος» και φυσικά στο «Πάθος χιλιάδες φορές» νιώθω να διαβάζω ες αεί το ίδιο έργο: μακεδονική ύπαιθρος, διασκευασμένος μαγικός ρεαλισμός, το μοτίβο του θανάτου και τα ίχνη-του στα μέλη μιας πολυμελούς οικογένειας, η μνήμη και το παρελθόν, οι ατελείωτες περιγραφές, τα αργόσυρτα βήματα της συγγραφέως στα χωριάτικα καλντερίμια, οι νωθροί διάλογοι που αποκαλύπτουν πιο πολλά για τα πρόσωπα παρά προχωράνε παραπέρα την ιστορία, μικρά κοριτσάκια αν όχι με μεταφυσικές ιδιότητες τουλάχιστον με παράδοξα γνωρίσματα.
Προσωπικά δεν ξέρω αν υπήρξε καμία αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η ψιλοκεντημένη γραφή-της αγκαλιάζει με την ύφανσή-της τις άπειρες ιστορίες που εξυφαίνονται στον αργαλειό-της. Διάβασα το βιβλίο με την υπομονή του πεζοπόρου που περπατά στο δάσος, χωρίς να παρατηρεί ή να περιμένει εναλλαγές: πάντα τα ίδια δέντρα, τα ίδια μονοπάτια, πού και πού μικρά αγριολούλουδα, κορμοί δέντρων και σκιές ζώων, γωνιές με λίγη κίνηση κι άλλες με ψυχές να κρύβονται πίσω από τους θάμνους. Φυσικά χαίρεσαι τη βόλτα αλλά δεν περιμένεις εκπλήξεις, δεν αδημονείς για το μετά, δεν προσμένεις καταρράκτες ή άλλου είδους ομορφιές. Το δάσος της Ζατέλη ή το χαίρεσαι στις μικρολεπτομέρειες που δεν σε πειράζει να επαναλαμβάνονται με άλλα χρώματα ή το αρνείσαι εντελώς, για την απουσία νομοτελειακής πλοκής και δη ενδιαφέροντος σε μυθιστόρημα που δεν διεκδικεί δάφνες για την αρχιτεκτονική-του πολυπλοκότητα, παρά μόνο για την διακοσμητική-του χάρη μέσα στους εσωτερικούς-του χώρους.
Όπως ξαναέγραψα, μίλησαν γι’ αυτό όλοι, μια και δυο φορές σε κάθε έντυπο, σε βιβλιοπαρουσιάσεις και σε βιβλιοκρισίες, σε συνεντεύξεις και σε σχόλια. Κάθισα με περιέργεια να δω αν και ποιοι μίλησαν για το έργο ως λογοτέχνημα ή αν περιορίστηκαν να λιβανίζουν τη Ζατέλη σαν μύθο μιας επαρχιακής Ελλαδίτσας που αρέσκεται σε πρόσωπα και όχι σε έργα που θα αντέξουν στον χρόνο. Ιδού τι ψάρεψα:
18.6.2009 (Όλγα Σελλά, Η Καθημερινή): η Ζατέλη γράφει με το χέρι, ενώ ο υπολογιστής δεν ταιριάζει στον χώρο-της.
18.6.2009 (Ελπίδα Πασαμιχάλη, Ελεύθερος Τύπος): ο αριθμός επτά στοιχειώνει τη συγγραφέα, αφού αυτή γεννά σαν ελαφίνα κάθε επτά χρόνια και ένα έργο.
18.6.2009 (Μανόλης Πιμπλής, Τα Νέα): ο έρωτας που γίνεται πάθος και οι αυτοβιογραφικοί απόηχοι που αντιλαλούν μέσα στο έργο-της.
18.6.2009 (Ναταλί Χατζηαντωνίου, Ελευθεροτυπία): η μεταφυσική του αριθμού 7 και το λογοτεχνικό-της σύμπαν, όπου ο ρεαλισμός συνυπάρχει με το απρόβλεπτο. Τα τρία μέρη του μυθιστορήματος αφορούν τη σύναξη νεκρών και ζωντανών από το προηγούμενο έργο-της, τη «δίδυμη» αδελφή / φίλη της Λεύκας και την παιδική ηλικία της ηρωίδας.
21.6.2009 (Νίκος Μπακουνάκης, Το Βήμα): το νέο έργο της Ζυράννας δεν είναι καινούργιο αφού εντάσσεται στον μυθιστορηματικό-της κόσμο, τον οποίο δουλεύει χρόνια τώρα. Τα έργα-της ξεφεύγουν από την επικαιρότητα, γίνονται κλασικά, στηρίζονται στα όνειρα και στις χιλιάδες σημειώσεις-της που τροφοδοτούν την αφήγησή-της.
Όλα τα παραπάνω σημειώματα γράφονται με βάση τη συνέντευξη τύπου που έδωσε η ίδια η συγγραφέας και στηρίζονται στα προηγούμενα βιβλία-της, αφού κανείς ως τότε δεν είχε προλάβει να διαβάσει το νυν έργο-της. Αναφέρονται πιο πολύ –πέρα από τις πρώτες επισημάνσεις για το «Πάθος»- στον μύθο της Ζατέλη και στην αχλύ που τυλίγει το όνομά-της.
4.7.2009 (Μικέλα Χαρτουλάρη, Τα Νέα): «Η Ζυράννα Ζατέλη χρειάστηκε τριάντα χρόνια για να αισθανθεί έτοιμη να αγγίξει το θέμα της αιμομιξίας … Έχουμε ένα ανείπωτο μυστικό, δυο δυνατούς βασικούς χαρακτήρες, γήινους αλλά και άπιαστους, και γύρω τους μερικά ακόμη γοητευτικά πρόσωπα- όσα χρειάζονται για να φωτίσουν τους δύο πρωταγωνιστές και τις εμμονές τους. Στο φόντο η μεταπολεμική Μακεδονία σε μια εποχή όπου οι θρύλοι επιβιώνουν (για λίγο ακόμα) στην καθημερινότητα των ανθρώπων, σε μια εποχή όπου τα ζώα έχουν ψυχή και η φύση «μιλά» με τα σημάδια της, σε μια εποχή όπου τα σπίτια έχουν «βουή και ήσκιους». Σε μια εποχή που ο παλιός κόσμος δεν έχει ακόμα προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες».
16.7.2009 (Κωστής Παπαγιώργης, Lifo): ο αναγνώστης θέλει λίγες σελίδες για να ξεπεράσει τις όποιες ενστάσεις του και να προσχωρήσει στη ζατελική κοινότητα με ενθουσιασμό. Θέμα της αφήγησης είναι το αίμα, κάθε νέος τοκετός προϋποθέτει και έναν θάνατο, κι όλα αυτά χωρίς τη σκιά της φολκλορικής ηθογραφίας αλλά με τον παλμό ενός πολύχρωμου υδροβιότοπου.
17.7.2009 (Λίνα Πανταλέων, Ελευθεροτυπία): “Το μυστικό που η έφηβη γράφουσα περιφρουρεί μέσω κρυπτογραφιών, δεν είναι μόνον ο έρωτας για τον «ανομάτιστο», τον θάνατο, αλλά και ο ακατονόμαστος έρωτας για τον παππού της, τον Τριαντάφυλλο”
18.7.2009 (Λώρη Κέζα, Το Βήμα): “Οι προβληματισμοί και τα θέματα δεν ακολουθούν ούτε επηρεάζονται από την επικαιρότητα, τα λογοτεχνικά κινήματα, τη θέση στα ευπώλητα, τις γεωγραφικές αποστάσεις. Καταθέτει ξανά ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, εμπλουτισμένο με λαϊκές δοξασίες, μυθολογικές προσαρμογές, όνειρα και παραλογισμούς.”
Πουθενά δεν διάβασα κάτι αρνητικό, πουθενά μια κάποια επιφύλαξη, λες και όλοι σαν μύγες πιάστηκαν στον μαγικό ιστό της αράχνης-Ζατέλη και παρέλυσαν μέσα στη γλυκιά νάρκωση της γραφής-της. Αν εξαιρέσει κανείς το απωθητικό μέγεθος που κάνει την ανάγνωση Γολγοθά, ούτε κι εγώ μπόρεσα να βρω κάτι αρνητικό –εκτός αν πω ότι δεν μου αρέσει αυτή η ατελεύτητη πορεία μέσα στη γραφή. Έτσι μάλλον ο αναγνώστης που θα μυηθεί στο έργο της συγγραφέως, προφανώς προετοιμασμένος, ή παραδίδεται ή παραιτείται, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μιλιά.
Πατριάρχης Φώτιος