ΓΑΛΛΟΦΩΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ -4. Ο Γάλλος
συγγραφέας διακρίνεται για τα αιματηρά βιβλία του και τη σκληρή αστυνομική
δράση. Εδώ μπολιάζει το κινηματογραφικό θέαμα με διακίνηση προσφύγων και δίνει
έτσι μια κοινωνικοπολιτική διάσταση στο έργο του.
Caryl Férey
“Plus
jamais seul”
2018
“Ποτέ πια μόνος”
μετ. Α. Μακάροφ
εκδόσεις Άγρα -2018
|
Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη
και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος
φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Τον Férey δεν τον είχα συμπαθήσει, όταν
διάβασα το προηγούμενο βιβλίο του, το “Χάκα”. Θυμάμαι ένα γεμάτο δράση αστυνομικό, το οποίο όμως ήταν πολύ hard-boiled και μου τσάκισε
τα νεύρα αυτή η σκληροαμερικάνικη ατμόσφαιρα κι απ’ την άλλη από ένα σημείο και
μετά η αναζήτηση παρατράβηξε και μετατράπηκε σε εφετζίδικο αιματηρό
κινηματογραφικό ξεκλήρισμα.
Όμως
με παρακίνησε το γεγονός ότι αυτό το βιβλίο εκτυλίσσεται στην Ελλάδα. Και στην
Ελλάδα. Αυτό βέβαια δεν έπρεπε να είναι κριτήριο. Τ’ ομολογώ. Ωστόσο με έπεισε. Κι
εξάλλου δεν πρέπει να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία στον συγγραφέα; Έπρεπε. Τι
θέλετε τώρα;
Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη
βάση (Sadahzinia):
Ο Mc Cash είναι ένας
πρώην μπάτσος που έχει φύγει από το σώμα και με ένα μάτι ανακαλύπτει ότι έχει
μια κόρη 13 χρονών, την Alice, την οποία αναλαμβάνει μετά τον θάνατο της μητέρας της.
Κι εκεί που δείχνει ότι κάπως θα μπορούσε να γίνει πατέρας, μαθαίνει ότι καλός
του φίλος Marco Kerouan βυθίστηκε στον
Βισκαϊκό κόλπο, όταν ένα τεράστιο πλοίο έπεσε πάνω στο ιστιοφόρο του. Μαζί του
ήταν η γυναίκα της αδελφής του, η Angélique. Τι δουλειά είχε στην Ελλάδα, απ’ όπου έφυγε για τον
πλου του; Γιατί να αγοράσει από εκεί ένα ιστιοφόρο, ενώ είχε ένα μεγαλύτερο; Τι
έκανε μαζί του η Angélique; Τι ξέρει η
αδελφή της και γυναίκα του Zoë; Γιατί τρώει άγριο ξύλο μέχρι παρολίγο θανάτου στην Brest, όταν άρχισε να
σκαλίζει το τι συμβαίνει γύρω από το πλοίο “Jasper”;
Τα ερωτήματα θέτουν και τα σκαλοπάτια
προς την εξιχνίαση του ναυαγίου. Μαζί με τον Cash, που τρώει ξύλο και αιμορραγεί,
που πετάει ατάκες με σαρκασμό και αυτοσαρκασμό, ακολουθούμε κι εμείς τη σκληρή
ατμόσφαιρα του έργου μέχρι την Ελλάδα και τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς.
Η υπόθεση του έργου πάσχει από βασικές
αλχημείες που δεν την κάνουν τόσο αληθοφανή. Ο Marco
κι η Angélique φιλοδοξούν να
μεταφέρουν από την Ελλάδα 8-10 πρόσφυγες στη Γαλλία ώστε να τους προσφέρουν
καλύτερη ζωή! Κουφό. Κι όχι μόνο επιδιώκουν κάτι τέτοιο, αλλά το
δρομολογούν πάνω σε ένα ιστιοφόρο που θα τους περισυνέλεγε και θα τους μετέφερε
χιλιάδες μίλια μακριά!! Και μάλιστα διάλεξαν γι’ αυτό το νησί της Αστυπάλαιας,
ένα νησί που δεν δέχεται τόσο πολλούς πρόσφυγες, καθώς είναι απομακρυσμένο από
τα τουρκικά παράλια!!! Ο συγγραφέας δείχνει ότι να κάνει πού και πού ακροβασίες,
παρόλο που οι παρατηρήσεις του για τον
κόσμο, τη σύγχρονη Ιστορία και την Ελλάδα έχουν συχνά βάση:
“Μια πρώτη αμφισβήτηση
της δημοκρατίας εκφράστηκε μετά το δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Ευρώπης όταν,
παρόλο που οι Γάλλοι στην πλειονότητά τους είχαν ψηφίσει «όχι» στη συνέχιση της
νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ο Σαρκοζύ αγνόησε τη γνώμη του λαού υπογράφοντας τη
Συνθήκη της Λισαβόνας… Πράγματι οι Ολλανδοί και στη συνέχεια οι Έλληνες θα
είχαν την ίδια αντιμετώπιση. «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», έλεγε η Θάτσερ,
που είχε πουλήσει τη χώρα της στον μεγαλύτερο πλειοδότη. Η Ευρώπη θα
εγκατέλειπε τη δημοκρατική διακυβέρνηση; Πόσος
χρόνος απέμενε μέχρι οι τεχνοκράτες του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού να
εξουσιάσουν τους λαούς; Πόσος χρόνος απέμενε μέχρι οι αριθμοί να εξουσιάσουν
τις λέξεις –ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη;”
Ο κοινωνικός προβληματισμός εστιάζει στη
διακίνηση προσφύγων και στο εμπόριο που ανθεί από τις εμπόλεμες περιοχές μέσω
της Τουρκίας και της Ελλάδας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κυκλώματα διακινητών,
έμποροι λευκής σαρκός, μαύρο χρήμα, απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, φονικά,
αλβανική μαφία, ελληνικά μούτρα, διαφθορά των αρχών ακόμα και στη Γαλλία…
Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την
πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Δεν
μπορώ ν’ αγνοήσω τον σπιντάτο ρυθμό, ακόμα κι εκεί όπου η δράση δεν τρέχει. Δεν μπορώ ν’
αγνοήσω την ανάγνωση που δεν καθίζει. Σ’ όποιον αρέσει αυτή η hard-boiled υπόθεση, με
σκηνές cinema που
εναλλάσσονται γεμάτες αίμα και ξύλο, σκληρά αντράκια και κοφτερά λόγια, το
μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα θα τον αποζημιώσει.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment