Είναι η επιτυχία ένα κόστος της
μοναξιάς; Είναι η υλιστική συνείδηση υπεράνω όλων; Ο Σωτάκης θέτει αυτά κι άλλα
παρόμοια ερωτήματα με σατιρικό τρόπο, με μια χιουμοριστική αλληγορία του
σύγχρονου ανθρώπου.
Καφέ γκουρμέ:
Δημήτρης Σωτάκης
“Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ”
εκδόσεις Κέδρος
2015
|
Ο
“Ροβινσών Κρούσος” χάραξε ιστορία και ακολουθήθηκε από πολλούς ανά την υφήλιο.
Στην Ελλάδα θυμάμαι τους “Ναυαγούς της Πασιφάης” του Ταμβακάκη και το “Ίσλα
Μπόα” του Αστερίου, πριν έρθει ο Σωτάκης να ορίσει ως σκηνικό ένα ερημονήσι
μεταξύ Αυστραλίας και Ινδονησίας.
Όμως
ο συγγραφέας δεν γράφει ένα κλασικό έργο
του είδους, αλλά μια παρωδία-του, αφού στο ρεαλιστικό πλαίσιο της
απομόνωσης, των κινδύνων, της περιπέτειας, εισάγει το παράλογο, όχι στο
εξωτερικό περιβάλλον αλλά στο μυαλό του πρωταγωνιστή. Αυτός ονομάζεται Ροβήρος
Άνθρωπος (υπάρχει ένα έργο επιστημονικής φαντασίας του Ιουλίου Βερν με τίτλο “Ροβήρος
ο κατακτητής”) και είναι δημοσιογράφος, που αποστέλλεται στα νησιά Παπούα να
κάνει ρεπορτάζ. Ναυαγεί όμως και βρίσκεται ολομόναχος σε ένα νησί με τεράστια
Πόνγκο Μαμάκου, τα οποία του προσφέρουν τροφή.
Κι
ενώ όλα κινούνται, έστω και με πινελιές τραγέλαφου, σε φυσιολογικά πλαίσια, ο
Ροβήρος αποφασίζει να καταξιωθεί ανοίγοντας στο νησί, που τον έριξε η μοίρα,
σούπερ μάρκετ!
Η
έντονη και ξεκαρδιστική αντίθεση ερημονήσι – σούπερ μάρκετ δημιουργεί ερωτήματα
για τη φιλοσοφία του σύγχρονου ανθρώπου και για το τι θεωρεί επιτυχία. Ακόμα και στο τέρμα του πουθενά, αυτός
σκέφτεται το επιχειρείν, την άνοδο μέσω της καπιταλιστικής αγοράς, το εμπόριο,
την καταξίωση μέσω ενός καταστήματος και τον πλουτισμό. Ακόμα και το κυνήγι
ζώων, χωρίς τη δυνατότητα κατανάλωσής-τους, δείχνει την καταστροφική μανία του
ανθρώπου να εκμεταλλευτεί τη φύση, ακόμα και πέρα από τις ανάγκες-του.
Η υπόθεση του
μυθιστορήματος οδηγείται στα άκρα, καθώς ο πρωταγωνιστής φτιάχνει νεφέλες από
κέρδη, προϊόντα, κατανομή ωραρίων στο προσωπικό και το κορυφαίο όνειρα για το
τι θα κάνει τα χρήματα και τα πλούτη, ενώ όλα στηρίζονται κυριολεκτικά στην
άμμο της φύσης και της απουσίας πελατών. Ο Ροβήρος γίνεται το πρότυπο του
ανθρώπου-επιχειρηματία που επινοεί συνεχώς τρόπους πλουτισμού, ακόμα και στο
πιο ακατάλληλο μέρος όπως το νησάκι με τα Μαμάκου, ο πολιτισμός που έρχεται να δώσει νόημα στη φύση, η ειρωνεία μιας ζωής
παραδείσιας που ωστόσο αλλοιώνεται από το οικονομικίστικο μοντέλο ανάπτυξης.
Αυτός
ο τρόπος γραφής έχει ξαναχρησιμοποιηθεί από τον συγγραφέα στον “Άνθρωπο
καλαμπόκι” και στην “Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον”, όπου καρικατούρες με εμμονικά
οράματα, με φρούδα όνειρα, με ασύμπτωτες ελπίδες στην ουσία δείχνουν το πρόσωπο
της κοινωνίας-μας σε έναν παραμορφωτικό αλλά πιστό καθρέφτη. Εδώ καταλήγει να
δείξει την παράνοια του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος προτιμά να είναι
πετυχημένος (!) και μόνος, παρά μέσα στους ανθρώπους και ένας από αυτούς.
[Δημοσιεύτηκε στις 29/3/2016 στο In2life και εδώ διακοσμείται με εικόνες που κατέβασα από: konwersatorium3.blogspot.com, redfootsafaris.co.za, hereandtherewithoutacare.com, www.intifada-palestine.com και www.alexanderproudfoot.com]
Πατριάρχης Φώτιος
10 comments:
Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει πιο ουδέτερη κριτική Πατριάρχα μου από σένα. Στο όριο της παρουσίασης ήταν αυτό. Σου άρεσε, δεν σου άρεσε; Το έκανε καλά ο Σωτάκης, δεν το έκανε καλά;
Ελπίζω να φταίει η περίοδος νηστειών που διανύουμε και μετά την Ανάσταση να επανέλθεις στα συνήθη επίπεδά σου.
Την ευλογία σου.
Anonymous,
ένα όνομα/ψευδώνυμο, παρακαλώ!
Τώρα που με παρακίνησες να ξαναδώ την εντύπωση που μου προκάλεσε το βιβλίο,
σκέφτομαι ότι έχει μερικά πολύ καλά στοιχεία
τα οποία μου έδωσαν μια πολύ δυνατή εμπειρία:
άνεση στο γράψιμο,
εξωτισμό με νέο μάτι,
αλληγορία και παρακολούθηση του πώς ξεδιπλώνεται,
σκόρπια μηνύματα που κλείνουν το μάτι,
παραλογισμός μέσα στην αληθοφάνεια κ.ο.κ.
Αυτό που με κάνει επιφυλακτικό με τέτοια κείμενα είναι η ευτράπελη διάθεση,
η οποία μοιάζει να υπονομεύει τον συμβολισμό.
Θες από προκατάληψη, θες από αίσθηση του μερικώς ασύμβατου,
δυσπιστώ στη διακωμώδηση εν υπερβολή...
Π.Φ.
Παρακολουθώ εδώ και χρόνια τη λογοτεχνική κίνηση και θα ήθελα να θέσω ένα ζήτημα - ίσως για κάποιο μελλοντικό thread. Έχετε παρατηρήσει πόσο 'πεσμένη' είναι η γενικότερη συζήτηση εσχάτως; Βιβλία κυκλοφορούν, κάποια απ' αυτά είναι και αξιόλογα, αλλά συζητιούνται λίγο ή και ελάχιστα σε σχέση με μερικά χρόνια πριν.. Αυτό μπορεί να το παρατηρήσει κανείς από μια απλή επίσκεψη στη βιβλιονέτ - εκεί όπου παλιότερα έβλεπες 'σεντόνια' τίτλων από κριτικές και σχόλια, τώρα μετά βίας φιλοξενούνται πέντε-δέκα..
Θα μου πεις, ώπα ρε φίλε, για νέο μας το λες; Δε βλέπεις ότι πλέον στις εφημερίδες η λογοτεχνία είναι σχεδόν εξαφανισμένη; Και από την άλλη, είναι τόσα τα μπλογκ και τα σάιτ με υλικό περίπου αυτοαναφορικό, ημερολογιακού τύπου, ή ακόμα και ασχολούμενο με παρουσιάσεις και απλή καταγραφή νέων τίτλων χωρίς ιδιαίτερη κριτική ή ανάλυση... Επειδή είμαι και παλιός, θυμάμαι την ειδησεογραφική-κριτική θύελλα που ξεσήκωναν παλιότερα λογοτεχνικά έργα, την 'Ελένη' του Γκατζογιάννη, ή την 'Ορθοκωστά' του Βαλτινού. Για τους λάθος λόγους, ενδεχομένως, αλλά υπήρχε μια ζωντάνια ρε παιδί μου, ένας δυναμισμός. Σήμερα;
Τυπούκιτε,
θα συμφωνήσω με το συμπέρασμά-σου,
αλλά εκκινώντας από τελείως διαφορετική βάση:
Οι κριτικές δεν έχουν μειωθεί, αν και βεβαίως οι εφημερίδες διαθέτουν όλο και λιγότερες σελίδες βιβλίου.
Τα κείμενα όμως για το βιβλίο, κριτικές, παρουσιάσεις, σχόλια, έχουν πληθύνει,
καθώς έχουν εμφανιστεί πλείστα τόσο διαδικτυακά σάιτ και μπλογκς,
που καταθέτουν ποικίλες γνώμες για τη λογοτεχνία.
Ωστόσο, ο ντόρος για ένα αμφιλεγόμενο βιβλίο όντως έχει κοπάσει
και πολλά περνάνε αθόρυβα.
Αυτό, κατά τη γνώμη-μου, συμβαίνει γιατί:
α. η πληθώρα απόψεων (κριτικών και αναγνωστικών) έχει στομώσει την ιδιαίτερη γνώμη των λίγων, με την οποία αξίζει να ασχοληθεί κανείς.
β. κυριαρχεί η επίπεδη (ισοπεδωμένη) άποψη ότι όλα τα βιβλία κάτι έχουν να πουν.
γ. ο διάλογος (οι διαπληκτισμοί και οι συζητήσεις) έχει ατονήσει,
είτε επειδή δεν καταπιάνονται όλοι με επιχειρήματα, είτε επειδή η διαφωνία έχει απλώς χαρακτήρα ατάκας, μπηχτής και αόριστης απαρέσκειας.
Π.Φ.
Ευχαριστώ για την απάντηση. Ο προβληματισμός μου είχε να κάνει με το γεγονός της σταδιακής υποχώρησης των βιβλίων και -παρεπόμενα- τον συγγραφέων απ' τη δημόσια αρένα και διάλογο. Θα περίμενε κανείς σε μια εποχή διάδοσης της πληροφορίας τα βιβλία να πρωταγωνιστούν στην ανταλλαγή ιδεών, να σοκάρουν, να συζητιούνται, το ίδιο και οι συγγραφείς τους. Κάποτε οι ίντριγκες, οι διαφωνίες και οι ιδεολογικοαισθητικές αναζητήσεις γίνονταν πρωτοσέλιδα, είτε ήταν ο πόλεμος μεταξύ δημοτικιστών-καθαρευουσιάνων, ή η διαφωνία Παλαμά-Ξενόπουλου για τον Καβάφη, η υποψηφιότητα ή μη του Καζαντζάκη και του Σικελιανού για το Νόμπελ, οι αντιδράσεις του ΚΚΕ για τους 'κομματικά αποκλίνοντες' Τσίρκα, Χατζή, Πατρίκιο και Αναγνωστάκη, αργότερα οι 'μονομαχίες' Ρένου Αποστολίδη-Ντίνου Χριστιανόπουλου-Ταχτσή-Ιωάννου, ακόμα και πιο πρόσφατα, η δημοσίευση του Εμπειρίκειου 'Μεγάλου Ανατολικού', ή οι συζητήσεις γύρω απ' την ελληνική χρονιά στην διεθνή έκθεση της Φρανγκφούρτης (το 2001 ήταν;) και οι προβληματισμοί για τη μοίρα της ελληνικής λογοτεχνίας - όλα αυτά υπήρχαν.
Σήμερα; Πολλά τα λόγια, λίγο το ζουμί. Δεν είναι τυχαίο που οι συγγραφείς (λόγω και του άλλου μεγάλου ζητήματος, του βιοποριστικού, που ωστόσο συνδέεται σαφέστατα με τα υπόλοιπα) το ρίχνουν ολοένα και αυξανόμενα στη δημοσιογραφία ή στην πολιτική. Νιώθουν ότι 'δεν ακούγονται' μέσα απ' το έργο τους, ότι το έργο τους δεν αφορά πλέον παρά μια δράκα εξειδικευμένων ανθρώπων, που το αντιμετωπίζουν περίπου όπως θα αντιμετώπιζαν οποιοδήποτε άλλο εξατομικευμένο ενδιαφέρον ή χόμπι. Με αποφάνσεις τύπου "καλό ήταν," "μου άρεσε," "δεν τρελάθηκα," λες και μιλάμε για πανσιόν ή ξενοδοχεία στο Πήλιο. Δεν ξέρω ωστόσο αν το γεγονός αυτό οφείλεται στην ποιότητα της παραγόμενης λογοτεχνίας, στην σταδιακή υποβάθμιση του κοινού (παρά την εξάπλωση της αναγνωσιμότητας, οι παλιές ελίτ ίσως ήταν πιο βαθιά διαβασμένες) ή στη σαρωτική επέλαση της λογικής της αγοράς. Υποθέτω σε όλα τα ανωτέρω συνδυαστικά.
Τυπούκιτε,
νομίζω ότι ο πυρήνας της σκέψης-σου θίγει δύο πολύ σημαντικά θέματα:
Είναι όντως ο λόγος της λογοτεχνίας που έχει παραγκωνιστεί από τα ΜΜΕ, την (παρα)πολιτική, το διαδίκτυο, τον κινηματογράφο, το σταρ σύστεμ κ.ο.κ.,
με αποτέλεσμα να μην ακούγεται ως μία ξεχωριστή και σημαίνουσα φωνή.
Αυτό εξηγείται αφενός, όπως λες, από τον περιορισμό των ενεργών αναγνωστών σε μερικές χιλιάδες
κι αφετέρου από τη στάση-τους απέναντι στη λογοτεχνία,
που είναι στάση διασκέδασης και αυτοεπιβεβαίωσης παρά ψυχαγωγίας και αναζήτησης.
Πάντα όμως ελπίζω ότι θα εμφανιστεί πάλι ένα βιβλίο
που αμφιλεγόμενο και αληθινό θα ταρακουνήσει τα νερά.
Π.Φ.
Για μένα η έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου για τη λογοτεχνία έχει παγκοσμίως μία αιτία: την απουσία κυρίαρχων ρευμάτων, αυτών που μετά βδελυγμίας κάποιοι αποκαλούν "-ισμούς". Και η αιτία για τούτο είναι η εδώ και δεκαετίες αποπολιτικοποίηση της τέχνης, δια της επιβολής του μεταμοντερνιστικού προτύπου - κοινώς, anything goes, όλα είναι θέμα γούστου - πράγμα που καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια στη σούπα των σχολίων α λα goodreads, facebook, amazon, κλπ (ακόμα και οι ίδιοι οι συγγραφείς εκεί πρωτοψάχνουν για σχόλια στα βιβλία τους, για να μην πούμε και το άλλο, ότι ενίοτε μπαίνουν και σχολιάζουν ανώνυμα υπέρ εαυτών).
Το φαινόμενο φυσικά επιτείνεται στην Ελλάδα λόγω της ενδημούσας ημι-αγραμματοσύνης και της γενικότερης λαϊκής αδιαφορίας περί τα πνευματικά ζητήματα.
Anonyme,
(ένα όνομα/ψευδώνυμο για να συνεννοούμαστε;),
το υπαινίχθηκα κι εγώ, όταν έγραφα παραπάνω ότι όταν όλα φαίνονται λίγο ή πολύ αποδεκτά,
ως αποτέλεσμα της μεταμοντέρνας σούπας.
Τα σχόλια δεν είναι πρόβλημα, πρόβλημα είναι αυτά να μένουν σε επιπόλαιες ατάκες.
Π.Φ.
Για μένα ένας καλός 'μπούσουλας' για να ξέρουμε τι γίνεται, είναι, πέρα από την κριτική, η ταξινόμηση. Δε γίνεται αποτίμηση λογοτεχνίας (ιδίως στην ιστορική της διάσταση) χωρίς αναφορά σε σχολές και γενιές. Και μιας και οι σχολές μας άφησαν πλέον χρόνους (ή μήπως όχι;) είναι ίσως καλό να κατατάσσουμε τους συγγραφείς ανάλογα με τις ηλικίες ή τις χρονιές εισόδου τους στο άθλημα, ώστε να μπορούμε κάπως να συστηματοποιήσουμε την κριτική ή άλλη επαφή μας μαζί τους και με το συνολικά παραγόμενο προϊόν. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι στις μέρες μας (μεταμοντέρνες, όπως τις χαρακτηρίζετε) υπάρχει καθολική σχεδόν αντίδραση σ' αυτό - θεωρείται ντεμοντέ, ενώ και οι ίδιοι οι συγγραφείς ατομικά αντιδρούν στην όποια κατάταξή τους, αφού τους χαλάει το μύθο της αυθεντικότητάς τους. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι μετά τη γενιά του 80, τόσο σε ποίηση όσο και πεζογραφία, δεν έχει ξαναγίνει συστηματικά λόγος για λογοτεχνική γενιά στη χώρα μας. (Μονάχα ο Κούρτοβικ νομίζω είχε μιλήσει κάποτε για 'Μηλίτες', αναφερόμενος στους εκδόσαντες πρώτη φορά περί τα τέλη του 90, ενώ στην ποίηση εσχάτως γίνεται πολύς λόγος για τη 'γενιά της Κρίσης', ή τη 'γενιά του 2004').
Κι αυτό ίσως θα ήταν ένα ωραίο θέμα: τι γίνεται με τις γενιές πέραν εκείνης του 80; Ποιοι ακολούθησαν, ποιοι εμφανίζονται ακμαίοι, ποιοι κουρασμένοι, κλπ. Επίσης, από ποια γενιά αρχίζει η ενδεχόμενη 'κανονικοποίηση'; Πχ, ο Πανσέληνος, η Ζατέλη, η Δούκα, αποτελούν πια μέλη του 'Κανόνα', όπως αποτελεί πχ ο Τσίρκας ή ο Χατζής;
Όλα αυτά ακούγονται σχολαστικά ενδεχομένως (και έχω παρατηρήσει ότι γενικά δεν συγκινούν πολύ το κοινό των ιστολογίων, που προτιμά να ασχολείται με μεμονωμένα βιβλία, χωρίς να γενικεύει ή να ψάχνει τη συνολικότερη εικόνα) αλλά ίσως αποτελούν εναύσματα για συζητήσεις που δεν γίνονται πλέον, και που προσωπικά μου έχουν λείψει.
Τυπούκιτε,
δεν ξέρω αν αυτή η ταξινόμηση θα οδηγήσει και στην απαιτούμενη αξιολόγηση των έργων.
Χρήσιμη, δεν λέω, αλλά ανεπαρκής.
Αξιολόγηση σημαίνει ευρύτερα πλαίσια, που κι αυτά μόνο γενικότητες μοιάζουν,
και οξέα κριτήρια.
Κι απ' την άλλη δεν μιλάμε τόσο για γενιές,
επειδή ατόνησε η ταξινομική-μας ικανότητα
ή επειδή οι ίδιοι οι συγγραφείς δεν ομαδοποιούνται, αλλά φυγόκεντρα απλώνονται προς διάφορες διευθύνσεις;
Π.Φ.
Post a Comment