Sunday, April 07, 2019

Νίκος Χρυσός, “Καινούργια μέρα”


Ένα πολυπρόσωπο δίκτυο αστέγων και κλοσάρ κι ένας παραμυθάς να γίνεται θρύλος. Ο κόσμος του πεζοδρομίου και οι απόκληροι της ζωής τίθενται στο κέντρο μια πολυσέλιδης σύνθεσης.



Νίκος Χρυσός
“Καινούργια μέρα”
εκδόσεις Καστανιώτη
-2018


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά …και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Για κάποιον παράξενο λόγο μ’ αρέσουν τα βιβλία που μιλάνε για άστεγους, κλοσάρ, ανέστιους, ανθρώπους που ξεσπιτώθηκαν και μένουν στα παγκάκια και στις γέφυρες, στα ζεστά κατώφλια παλιών σπιτιών και στις έρημες στοές της πόλης. Γνώρισα τέτοιους στη “Μαύρη μπίρα” του Βασίλη Δανέλλη στην ελληνική επικράτεια, κι έπειτα από την παγωμένη Μόσχα στη  “Ζωή στο δρόμο” του Μιχάλη Πάτση, που δείχνει την αξιοπρέπεια τέτοιων ανθρώπων ως το “Ο Όλυμπος των αποκλήρων” του Γιασμίνα Χάντρα. Προσθέτω σ’ αυτά και το “Στη λίμνη” του James Sallis, καθώς ο δολοφονημένος είναι ένας τέτοιος ανέστιος τύπος.

Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ και βαθιά σ’ ευχαριστώ, γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ και να μη σε υποφέρω (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Ανάλογο θέμα έχει κι ο Χρυσός στο τελευταίο του βιβλίο. Τον είχαμε ξαναδιαβάσει στο “Μυστικό της τελευταίας σελίδας”, όπου ο συγγραφέας φτιάχνει δύο ατμόσφαιρες οι οποίες κινούνται σχεδόν παράλληλα: από τη μία ο κόσμος των παλαιοβιβλιοπωλείων κι απ’ την άλλη ο κόσμος των κριτικών και των εφημερίδων.

Τώρα γράφει ένα πλούσιο βιβλίο, 700 περίπου σελίδων, όπου η ματιά του αγκαλιάζει τους άστεγους μέσα από πολλές ιστορίες που δένουν σε μια παρέα πέντε ανθρώπων. Η αφήγηση δίνεται διαδοχικά στα μέλη της συντροφιάς, οι οποίοι συχνάζουν σε ένα λιμάνι και ζουν απ’ τα σκουπίδια, την ελεημοσύνη, τα συσσίτια. Στην αρχή η αφήγηση χωρίς όνομα, έπειτα ο Τέως, μετά ο Μαρκόνης, στη συνέχεια ο Λάκυ… όλοι αφηγούνται σκηνές του δρόμου, την πείνα και το κρύο, τις επιδρομές νταβραντισμένων που τους διώχνουν, ξεσπούν πάνω τους και επιτίθενται στις αδύναμες γυναίκες, τις περιπλανήσεις τους προς αναζήτηση τροφής και μιας ήσυχης γωνιάς για τη νύχτα, τα σκηνικά στους τομείς της πόλης… αλλά και πλείστες ιστορίες που δίνονται αναδρομικά από τα λιμάνια του κόσμου και τις πόρνες που συναντάνε οι ναυτικοί μέχρι τη Ρουμανία, πατρίδα του Λάκυ.

Κέντρο της αφήγησης, σαν κύκλοι που ανοίγουν και κλείνουν πάνω του, είναι ο Σεβαστιανός. Άστεγος κι αυτός, που ξέρει να λέει ωραίες ιστορίες, δοσμένες σε πλάγια, όχι πάντα τις ίδιες, αφού κι ο ίδιος τις ξεχνά. Είναι ένας παραμυθάς που βγάζει τους άκλητους της ζωής απ’ τη σκληρή πραγματικότητα, ταξιδεύοντάς τους σε άλλους κόσμους, με ιστορίες ανθρώπινες που αφήνουν στάχτη και μέλι. Και κάποια στιγμή τον καίνε! Μια πράξη απάνθρωπη που συγκλονίζει τον μικρόκοσμο των αστέγων (έστω κι αν μερικοί δεν το πιστεύουν).

Ποιος είναι ο Σεβαστιανός και τι συμβολίζει, όπως υπόσχεται το οπισθόφυλλο;

Όλα αυτά απλώνονται σε πολλές ιστορίες και μικροϊστορίες, βιωμένες από τους ήρωες ή φανταστικές, οι οποίες δείχνουν δυο πράγματα. Απ’ τη μια, δημιουργείται ένα μεγάλο δίκτυο αφηγήσεων, που επιδεικνύουν τη ζωή των αστέγων αλλά και την άνεση στον χειρισμό τους από τον Χρυσό: άνεση, πλούσιο λεξιλόγιο ανά τομέα δράσης, ομαλή εξέλιξη κάθε επεισοδίου, καμία κοιλιά ή αμηχανία. Απ’ την άλλη, το δίχτυ αυτό κουράζει, ειδικά όταν συνειδητοποιήσει κανείς ότι πολλά μπορεί να διαβαστούν ελαφρά τη καρδία, αφού δεν υπηρετούν μια στιβαρή πλοκή. Έτσι, η ανάγνωση επιταχύνει υπό το βάρος των σελίδων και υπό την αίσθηση του ματαίου πολλών (όσο κι αν δημιουργούν ένα ευρύ δίχτυ ατμόσφαιρας και κλίματος), ενώ παράλληλα –παρά το πλούσιο λεξιλόγιο, που προείπα- δεν υπάρχει έντονη υφολογική διαφοροποίηση από αφήγηση σε αφήγηση, από πρόσωπο σε πρόσωπο.

Και ανάμεσα στα δεκάδες πρόσωπα ο Παύλος εμφανίζεται και καταγράφει συμπεριφορές και λόγια. Μαγνητοφωνεί τους κλοσάρ, διασώζει τα λόγια τους, κρατά ημερολόγιο με σχόλια και αποσπάσματα απ’ τις εφημερίδες.

Η πιο γλυκιά πατρίδα είναι η καρδιά, Οδυσσέα γύρνα κοντά μου, που τ’ άγια χώματα της πόνος και χαρά (Μανώλης Ρασούλης – Βάσω Αλαγιάννη):
Η συνολική ματιά στο πολυσέλιδο μυθιστόρημα δείχνει έναν τεράστιο ιστό βίας και ρατσισμού. Οι άστεγοι όχι μόνο αντιμετωπίζουν την πείνα, αλλά και τους “Άριους” που επιχειρούν με κάθε τρόπο να καθαρίσουν την πόλη από αυτούς. Και πάνω σ’ αυτό το “υπόγειο” πλέγμα στήνεται μια σειρά από ιστορίες, η μία να μπλέκει μέσα στην άλλη, ξέφτια αφηγήσεων και αφηγητών, αλήθειες και ψέματα, πραγματικοί και πλαστοί χαρακτήρες, ένας λαβύρινθος εγκιβωτισμών και νημάτων προς μια έξοδο;

In2life, 24/1/2019


> Ο Νίκος Χρυσός γεννήθηκε το 1972. Φοίτησε στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Τμήμα Σκηνοθεσίας της Σχολής Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. "Το μυστικό της τελευταίας σελίδας" είναι το πρώτο του βιβλίο, ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους.
Πάπισσα Ιωάννα


No comments: