Ρίξτε μια ματιά στην επαρχία.
Φυτρώνουν εδώ και δεκαετίες φωνές που δεν ζουν στο κέντρο αλλά εκπέμπουν. Φωνές
που πιάνουν τον σφυγμό της άλλης Ελλάδας. Φωνές που ξέρουν να γράφουν και να
στέλνουν το σήμα τους στην υπόλοιπη επικράτεια.
Βασίλης Τσιαμπούσης
“Πούρα γεμιστά”
εκδόσεις Εστία
2017
|
Μια ιστορία
αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης είναι
συγγραφέας της επαρχίας, από τη Δράμα. Είναι γνωστός περισσότερο ως
διηγηματογράφος με πρώτη του συλλογή τη «Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα»
το 1988. Ακολούθησαν τα «Χερουβικά στα κεραμίδια» (1996), «Η γλυκιά Μπονόρα»
(2000), «Να σ' αγαπάει η ζωή» (2004).
Τα κακά τα
κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Η τελευταία του συλλογή ίσως είναι
–απ’ όσο μπορώ να κρίνω- η πιο ώριμη. Που αναδεικνύει το διήγημα πάνω απ’ τις
αυτοβιογραφικές του καταβολές. Πάλι βέβαια εμφανίζεται ο ίδιος ως αφηγητής σε
πολλές ιστορίες και πάλι η περιοχή της Δράμας και της Δυτικής Μακεδονίας και
Θράκης είναι το γνώριμο σκηνικό του. Αλλά πλέον το βιωμένο εναλλάσσεται έντεχνα
με το πλαστό. Κι ο χώρος της διηγηματογραφίας που καλύπτεται από τα «Πούρα
γεμιστά» κλονίζει τις όποιες βιογραφικές εικασίες.
Το ομώνυμο διήγημα, τρίτο στη σειρά,
αποδίδει με αυτοαναφορικό τρόπο τη ρευστότητα των ορίων και την κατασκευαστική
δύναμη της λογοτεχνίας. Αναφέρεται στην αγάπη του Churchill για τα πούρα και την Ανατολική
Μακεδονία και Θράκη, περιοχές που τον τροφοδοτούσαν με αγνό καπνό. Χάρη σ’ αυτό
πιθανόν να τις εξαίρεσε από τη βουλγαρική επικράτεια, προκειμένου να μην
ανήκουν στον σοβιετικό κύκλο επιρροής. Το θέμα αυτό αναδεικνύει την ενδεχόμενη
επίδραση μικρών προσωπικών προτιμήσεων στη χάραξη της ευρύτερης πολιτικής. Άρα
και τη σημασία τυχαίων παραγόντων στα παιχνίδια της Ιστορίας. Κι ενώ αυτό μένει
σκόπιμα εκκρεμές, εξίσου μετέωρο μένει το κατά πόσο όλα όσα λέει στο διήγημα,
όλα όσα πλαισιώνουν αληθοφανώς ένα ιστορικό πρόσωπο, είναι αληθινά. Αληθινά ή ψεύτικα,
πλαστά στοιχεία που παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια άλλη ανάγνωση της Ιστορίας,
έξω από τα πραγματικά γεγονότα.
Τα περισσότερα ωστόσο διηγήματα
κανοναρχούνται απ' την αίσθηση της ανθρώπινης συγκίνησης, που προκαλούν οι
άρρωστοι, οι απόκληροι, οι παραγκωνισμένοι. Κάθε αφηγητής συλλαμβάνει στο
ραντάρ του τους δικούς του ανθρώπους, που βρίσκονται στο περιβάλλον του, και
όχι την αφηρημένη μάζα των αναξιοπαθούντων. Έτσι, ο συνταξιούχος που περιμένει
τη σύνταξή του, άνθρωποι που αρρωσταίνουν και ζουν τον πόνο του τέλους. Η τρελή
της γειτονιάς που εισπράττει τη χλεύη. Κι άλλα ανάλογης θέσης άτομα κερδίζουν
τη συμπάθεια του αφηγητή και των άλλων προσώπων, και μαζί των αναγνωστών, καθώς
η διάχυτη ανθρωπιά κατακλύζει σχέσεις και στιγμές.
Το μυαλό
μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Σταδιακά έχασα το υψηλό και από ένα
σημείο και μετά διάβαζα με αδιαφορία. Μετά τη μέση έβλεπα ωραίες επαρχιακές
ιστορίες. Αλλά βούλιαξα μέσα στο επίπεδο. Ωστόσο κρατώ την ορμή που μου έδωσαν
τα πρώτα. Είδα πώς το μικρό μπορεί να γίνει διαχρονικό. Πώς η συγκίνηση μπορεί
να φτάσει μέχρι τον αναγνώστη. Πώς το διήγημα μπορεί να γίνει παράθυρο.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment