Sunday, June 17, 2018

Σωτήρης Δημητρίου, “θάμπωσε ο νους”


Μια στρώση παρατήρηση, ποτισμένη στο λογοτεχνικό σιρόπι, κι από πάνω νοσταλγία για μια παλαιική ζωή: έτσι φτιάχνονται τα διηγήματα του Δημητρίου, όσο κι αν δεν ωρύονται όταν τα διαβάζει κανείς.



Σωτήρης Δημητρίου
“θάμπωσε ο νους”
εκδόσεις Πατάκη -2017


Maybe I'm foolish, Maybe I'm blind, Thinking I can see through this:
Ανάμεσα σε πάμπολλα μυθιστορήματα που διάβασα πρόσφατα ήθελα τις μικρές αναπνοές που αφήνουν τα διηγήματα. Να μπαινοβγαίνουν στα αναγνωστικά πνευμόνια μου.

Don't ask my opinion, Don't ask me to lie:
Μικρά διηγήματα 4-8 σελίδων κατά μέσο όρο. Διηγήματα που συνοψίζουν σε μικρή έκταση ένα περιστατικό, το οποίο στέκει αυτόνομο σ’ ένα σύμπαν βιωμάτων. Κι όντως ο συγγραφέας δίνει την αίσθηση ότι όλα ξεκινάνε απ’ την παρατήρηση. Από μια βόλτα στην οποία συναντά το μικρό που θα το κάνει στο χαρτί μεγάλο. Από μια σκηνή στον δρόμο που θα πυροδοτήσει τη σκέψη.

Η συλλογή ξεκινά δυναμικά. Δυο αδέλφια, λοξοί κατά βάση, που είναι γνώριμοι σ’ όποιον περπατά στην παραλία του Φαλήρου. Κι όταν πέθανε ο ένας, ο άλλος έμεινε μετέωρος και εκκρεμής. Και το δεύτερο διήγημα στο ίδιο style. Η επαίτισσα στον δρόμο κι ο περαστικός που απαξιοί να την ελεήσει. Ώσπου κάποια στιγμή, σε ένα κούνημα του κέρματος, της δίνει ελεημοσύνη. Πώς λοιπόν η τυχαία συνάντηση δίνει το έναυσμα για να γραφεί ένα διήγημα; Και πόσο η φαντασία έρχεται να ξεσηκώσει το βίωμα και να το κάνει λογοτέχνημα; Ο Δημητρίου δείχνει πως το έχει εύκολο. Είναι όμως και πετυχημένο;

Μια άλλη κατηγορία διηγημάτων έχει αυτοαναφορική – αυτοβιογραφική βάση. Το μπέρδεμα με το όνομα Γρηγόρης Σταματίου ή Σταμάτης Γρηγορίου είναι σίγουρα ένα έμμεσο σχόλιο για το δικό του όνομα: Σωτήρης Δημητρίου που ασφαλώς το έχουν μπερδέψει με το αντίστροφό του. Στην “Αυτονομία της φωνής” η απαγγελία ενός ποιήματος πρέπει να είναι άχρωμη, ώστε να αφήσει τον ακροατή να συλλάβει το ποίημα κατά βούληση. Προσκρούει όμως στον πληθωρικό χαρακτήρα του ποιητή-αναγνώστη που τον οδηγεί σε ένα πομπώδες διάβασμα! Η ίδια η τέχνη, ο κόσμος των πεζογράφων και των ποιητών, οι συναντήσεις με αναγνώστες, τα βιβλία και οι βιβλιοθήκες κ.ο.κ. είναι ωραία ζύμη. Για να πλάσει ο Δημητρίου τα κείμενά του.

Σε μερικά από τα διηγήματα, ο συγγραφέας κάνει μια μικρή στροφή που ανατρέπει τα δεδομένα. Σε άλλα εξαρχής ο αναγνώστης καταλαβαίνει το σχέδιο και το παρακολουθεί μ’ ευχαρίστηση. Αλλά εξίσου συχνά το πρώτο ερέθισμα φαίνεται αδούλευτο ή ήπια δουλεμένο, με αποτέλεσμα να απορώ για την επεξεργασία που απέτυχε. Μεταξύ απλότητας και ευκολίας, μεταξύ παρατήρησης κι επεξεργασίας, μεταξύ βιώματος και γραφής. Και παράλληλα η γλώσσα του διηγηματογράφου, με την “ανώμαλη” σε μερικά σημεία συντακτική σειρά, δυσκολεύει παρά βοηθάει την ανάγνωση.

Το διήγημα του Δημητρίου διδάσκει την αξία του καθημερινού, που πυροδοτεί εικασίες. Κι η εικασία είναι μητέρα της φαντασίας, γιαγιά της λογοτεχνίας. Το συναντώμενο, είτε εμφανίζεται στο προσκήνιο είτε υπονοείται στο παρασκήνιο, φωνάζει την παρουσία του.

Ο Δημητρίου θυμίζει σε δύο σημεία Παπαδιαμάντη, αν δεν συναριθμήσω τη χρήση ντοπιολαλιάς σε μερικά κείμενά του. Αφενός, ο ίδιος ο τίτλος, που είναι και τίτλος ενός διηγήματος, είναι παρμένος από την απόφανση μιας γριάς ότι ο ήρωας αυτοκτόνησε, επειδή “θάμπωσε ο νους” του. Παραπέμπει, νομίζω, στο “ψήλωσε ο νους” της Φραγκογιαννούς. Αλλά αν το καλοσκεφτώ, όλη η θεματική των “παρατηρητικών” διηγημάτων του Δημητρίου συστήνει μια ανάλογη ατμόσφαιρα της πόλης. Μια απλή-απλοϊκή σύνθεση στα καθημερινά της ζωής, που ωστόσο νοσταλγεί κάτι αγνό και ανεπιτήδευτο.


I'm only human, That's all it takes, To put the blame on me:
Νομίζω τελικά ότι δεν αντιπαλεύει το βιωμένο με το λογοτεχνικό. Αντιπαλεύει το ακατέργαστο με το κατεργασμένο. Το τελευταίο προχωρά πιο πολύ, πιο βαθιά, πιο προβληματισμένα. Το πρώτο μένει σε μια “παράξενη” ιστορία. Το δεύτερο ζυμώνει για μέρες το αλεύρι. Το πρώτο το ρίχνει κατευθείαν στον φούρνο.

> Ο Σωτήρης Δημητρίου (1955-) γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το έργο του έχει τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδος "Τα Νέα" (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "Διαβάζω" (η τελευταία το 2002 για το βιβλίο του "Η βραδυπορία του καλού"), μία φορά με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2013), ενώ το μυθιστόρημά του "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου" ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους ("Αμέρικα" του Σάββα Καρύδα, "Απ' το χιόνι" του Σωτήρη Γκορίτσα, "Τα οπωροφόρα της Αθήνας" του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κ.ά.)
Πάπισσα Ιωάννα

No comments: