“Αγαπημένη” (του τίτλου), είναι η μάνα ή η ερωμένη, που βρίσκει ο πρωταγωνιστής στη Θεσσαλονίκη; Και τι μπορεί να κάνει κανείς για τη μία και την άλλη;
Νίκος Μπακόλας “Μην κλαις, αγαπημένη” [πρώτη έκδοση: Θεσσαλονίκη 1958] εκδόσεις Σοκόλη 2020 |
Δεν έχω διαβάσει
ποτέ Μπακόλα. Με φόβισε η υπερμοντέρνα γραφή του, όπως τη διάβαζα από εδώ κι
από κει. Με φόβιζε και ο όγκος μερικών έργων του, γι’ αυτό και πήρα ένα πιο
στρωτό και πιο μικρό.
> Ο Νίκος Μπακόλας γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο μαθηματικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής Θεσσαλονίκης (αποφοίτησε το 1956). Από τα φοιτητικά του χρόνια στράφηκε στη δημοσιογραφία με πρώτη εμφάνιση στην εφημερίδα "Νέα Αλήθεια" το 1951. Συνεργάστηκε με τις περισσότερες εφημερίδες της συμπρωτεύουσας ("Ελεύθερος Κήρυξ", "Μακεδονία", "Ελεύθερος λόγος", "Θεσσαλονίκη", "Νέα Αλήθεια", "Ελληνικός Βορράς", "Δράσις"), όπου δημοσίευσε μεταφράσεις, άρθρα και φιλολογικά δοκίμια και υπήρξε κατά καιρούς υπεύθυνος σύνταξης και αρχισυντάκτης. Διετέλεσε επίσης προϊστάμενος του τμήματος τύπου της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (1959-1967) - και υπ’ αυτή την ιδιότητα άτυπος γραμματέας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 1960-1965 -, πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής, εισηγητής δραματολογίου και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με το έργο "Παραλλαγή στο πένθιμο εμβατήριο", για το οποίο τιμήθηκε με τον β’ έπαινο στο διαγωνισμό νουβέλας του περιοδικού "Μορφές" και τρία χρόνια αργότερα άρχισε να δημοσιεύει πεζογραφήματά του στο περιοδικό "Φοιτητικά Γράμματα" και την εφημερίδα "Παμφοιτητική". Το 1958 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο "Μην κλαις, αγαπημένη". Τιμήθηκε με το βραβείο Plotin του περιοδικού "Τομές" (1978 για το έργο του "Μυθολογία"), το α΄ κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1988 για τη "Μεγάλη πλατεία").
Ο Νίκος Μπακόλας ανήκει στους έλληνες
πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς, ειδικότερα στους λογοτέχνες της λεγόμενης
μοντερνιστικής παράδοσης της σχολής της Θεσσαλονίκης. Με επιρροές από το ρεύμα
του εσωτερικού μονολόγου και αμερικανούς πεζογράφους όπως οι W. Faulkner, H.
James και F.S. Fitzgerald, το σύνολο του μυθιστορηματικού του έργου κινείται
στα πλαίσια της προσωπικής μυθολογίας του συγγραφέα για τη γενέτειρά του και
την ιστορία της κατά την περίοδο από το 1880 ως τις μέρες μας.
ΤΟ ΥΦΟΣ θυμίζει έντονα μεσοπόλεμο. Μια άγουρη ακόμα ελληνική που φέρνει σε λαϊκό λόγο, χωρίς αυτό να είναι κακό. Θυμίζει όμως μια ατμόσφαιρα, αισθητική και κοινωνική, που ίσως δεν επικοινωνεί με το σήμερα. Έστω κι έτσι, η ιστορία, όπως είναι δοσμένη, κερδίζει το ενδιαφέρον.
Ο ΜΠΙΛΛΥ, είναι μαύρος ναυτικός, που βρέθηκε στη
Θεσσαλονίκη με χρήματα. Αναπολεί τα μπαμπακοχώραφα των νότιων περιοχών των
ΗΠΑ και τη μάνα του, ενώ ερωτεύεται τη Φαίη που δουλεύει σε μπαρ της περιοχής
και κάνει βίζιτες. Η Φαίη μέχρι ενός
σημείου ταυτίζεται με την αγάπη για τη μάνα του και την αποσπά από τη
δουλειά, ώσπου εμφανίζονται τρεις τύποι απ’ το παρελθόν του. Το παρελθόν αυτό,
που το αποκαλύπτει στη Φαίη και σε μας, σχετίζεται με λαθρεμπόριο ρολογιών,
δουλειά στην οποία ο Μπίλλυ έκανε λαδιά, πήρε τα χρήματα κι εξαφανίστηκε από τη
“συμμορία”. Έτσι, τώρα είναι διωκόμενος και δραπέτης…
Ο ΚΟΣΜΟΣ του περιθωρίου αναπλάθεται γλαφυρά. Μπαρ, υπόκοσμος, νύχτα, πόρνες, λαθρέμποροι και κυρίως μια υπολογισμένη καχυποψία που οδηγεί ή οδηγείται από την προδοσία. Ο ιταλός Λουίτζι, που σκέφτεται πολύ, ο Νορβηγός Όλε, που δέρνει πολύ, κι ένας τρίτος, μυστήριος και αφανής, που δρα …παρασκηνιακά. Πολύ εξαιρετικοί οι μονόλογοι των δύο πρώτων, που καταλήγουν από άλλο δρόμο στο ίδιο συμπέρασμα: δεν τους νοιάζουν τα λεφτά, αλλά πρέπει να τα πάρουν από τον προδότη Μπίλλυ.
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ η
λιτότητα και η ευστοχία όσων λέγονται. Αλλά πιο πολύ μου άρεσε η μετακίνηση από τη μία οπτική γωνία στην
άλλη, μια του Μπίλλυ, μια της Φαίης, μια των τριών, τεχνική που εκφράζει
(και μέσω της λιτότητας) τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας απ’ αυτούς βλέπει
τους άλλους και το στιγμιότυπο μέσα στο οποίο εμπλέκεται.
ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ μου άρεσε η αυτοθυσία του Μπίλλυ, ο οποίος
πιθανόν μπήκε φυλακή, αλλά κατάφερε να δώσει ώθηση σε όνειρα που θα έμεναν
νεκρά, χωρίς τη δική του συμμετοχή. Το τέλος… που δεν το αποκαλύπτω, δεν είναι
αιματηρό ή εντελώς αιφνιδιαστικό, δεν έρχεται όμως κι από το πουθενά, αλλά
στηρίζεται στη νοοτροπία του κεντρικού ήρωα.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment