Για να γνωρίσεις
έναν πολιτισμό, λέει ο Βλάντα Τζόρτζεβιτς, δεν αρκεί να μάθεις τα δεδομένα του,
αλλά νάρθεις σε επαφή με τα γράμματα και την παράδοσή του. Και διαβάζοντας έναν
Σέρβο του 19ου αιώνα, αντιλαμβάνεσαι ότι τα Βαλκάνια της οθωμανικής
και μετα-οθωμανικής εποχής έχουν πολλά κοινά στοιχεία, παρά τις διαφορές λαών
και θρησκειών.
Laza Lazarević
“На обалама Саве”
19ος αιώνας
Λάζα Λαζάρεβιτς
“Στις όχθες του Σάβου”
μετ. Β. Τζόρτζεβιτς
εκδόσεις Ενύπνιο -2018
|
Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη
και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος
φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Μια φίλη Σέρβα μού σύστησε το
βιβλιαράκι, λέγοντας ότι ο Lazarević ήταν μορφή της σερβικής λογοτεχνίας τον 19o αιώνα, κάτι σαν τον δικό μας Βιζυηνό.
Από Σέρβους ίσως ξέρω μόνο τον Pavić (ψάχνω να βρω άλλον που να έχω διαβάσει) κι έτσι οι
σεβαστοί μας γείτονες δεν έχουν καταφέρει να φτάσουν σε μας.
Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη
βάση (Sadahzinia):
Τρία διηγήματα. Λιτά, στρωτά, προσιτά.
Χωρίς τις καινοτομίες της μετέπειτα λογοτεχνίας, χωρίς άλματα και κενά. Τρία
διηγήματα απ’ την καρδιά των Βαλκανίων. Γραμμένα με μια σταδιακή κορύφωση και
συγκινητική δραματικότητα.
1. “Στις όχθες του Σάβου” βρίσκονται μια ομάδα ανθρώπων που
περιμένουν το ποταμόπλοιο να φτάσει. Σε καιρό πολέμου με τους Τούρκους, ο
λοχαγός Elićić περιμένει τη
γυναίκα και το παιδί του κι ο χαλκωματάς Μπλάγογε τον γιο του, που, απ’ ό,τι
πληροφορήθηκε, είναι λίγο τραυματίας. Μετά από αναμονή, το πλοίο έρχεται με ένα
αίσιο κι ένα οδυνηρό μαντάτο: ο λοχαγός συναντά ευτυχής την οικογένειά του, σώα
και αβλαβή, ενώ ο χαλκωματάς βρίσκει τον γιο του ανάπηρο από το ένα πόδι, να
στηρίζεται σε δεκανίκια. Ο πόλεμος δρομολογεί το μέλλον των ανθρώπων… κι οι αναγνώστες διαβάζουν με συγκίνηση
πόσο εύκολα ξεχνιούνται οι ήρωες πολέμου. Διακρίνω την αίσθηση της ματαιότητας,
καθώς ο ένας συνέχισε να ζει με όλη την οικογένειά του, ενώ ο άλλος, παρόλο που
εμπιστεύθηκε την άμεση βοήθεια των γύρω του για τον ανάπηρο γιο του, γρήγορα
εγκαταλείφθηκε.
2. Στην “Πρώτη φορά με τον
πατέρα στον όρθρο” ο αφηγητής θυμάται την παιδική του ηλικία, όταν ο πατέρας του άρχισε να χαρτοπαίζει,
έχανε και κέρδιζε, προκαλώντας ανασφάλεια και συγκρούσεις μέσα στο σπίτι. Η
γυναίκα του προσπάθησε να τον αποθαρρύνει, αλλά αυτός εξαρτημένος δεν μπορούσε
να σταματήσει. Έτσι, κάποια στιγμή που έχασε τα πάντα, ήταν έτοιμος να
αυτοκτονήσει, αλλά πάλι η γυναίκα του
του έδωσε θάρρος, υποδεικνύοντάς του ότι ο ίδιος μπορεί ξανά να
δημιουργήσει ό,τι έχασε και να ανορθώσει την οικογένειά του.
3. “Στο πηγάδι” μια οικογένεια
ογδόντα και νοματαίων βρίσκεται υπό τη σοφή καθοδήγηση
του pater familias γέρο-Μανθαίου.
Ώσπου ο ένας εγγονός παντρεύεται την κακομαθημένη από το σπίτι της Annoka κι αυτή
αρνείται να μπει στον ζυγό της ευρείας οικογένειας. Όλοι βλέπουν το πρόβλημα κι ο εγγονός αναγκάζεται να απευθυνθεί στον
παππού, ο οποίος παραδόξως ζητά από όλους να υπηρετούν την Annoka. Κι αυτή, ενώ
της αρέσει, συνειδητοποιεί ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με τη μέγιστη απομόνωση,
καθώς ξεχωρίζει απ’ τους άλλους και μένει σε μια γυάλα, ανώτερη αλλά και
αλλοτριωμένη.
Στην αρχή με πείραξε
ως γυναίκα, γιατί το διάβασα ως το αρχέτυπο της υποταγής του γυναικείου φύλου
στον οικογενειακό ζυγό. Όμως μερικές λεπτομέρειες μ’ έκαναν να το ξαναδώ με
άλλο μάτι. Είμαστε στον 19ο αιώνα. Σε μια βαλκανική κοινωνία. Ο pater familias δεν φαίνεται καταπιεστικός κι εξάλλου βασικό ρόλο
στις αποφάσεις του παίζει η γυναίκα του αδελφού του. Κι αν κάτι
τέτοιο το έκανε ένας γιος ή ένας εγγονός, θα φερόταν αντίστοιχα ο παππούς
Μανθαίος; Μάλλον ναι. Επομένως, το διήγημα αυτό εστιάζει στην ανάγκη τέτοιων
κοινωνιών να βάζουν το συλλογικό συμφέρον πάνω από το ατομικό, να λειτουργούν
συλλογικά, να μην εξαίρουν το εγώ, θέτοντας σε κίνδυνο το εμείς.
Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την
πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Γενικά παλιομοδίτικο. Βγαλμένο από έναν
κόσμο που έχει πια πεθάνει. Που ο διαχρονικές του αξίες είναι στενά
συνυφασμένες με την εποχή, την προνεωτερική εποχή των Βαλκανίων. Όμως η συγκίνηση που αναδίδεται σαν άρωμα
από τα κείμενα έχει τη δική της αξία.
> Ο Λάζα Λαζάρεβιτς (Laza Lazarevic, Σάμπατς 1851 –
Βελιγράδι 1890) ήταν Σέρβος διηγηματογράφος. Ξεκίνησε να σπουδάζει ιατρική στο
Βερολίνο με κρατική υποτροφία και, όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε
στη Σερβία, όπου διορίστηκε διευθυντής του νοσοκομείου του Βελιγραδίου (1881).
Το 1889 διορίστηκε γιατρός της βασιλικής Αυλής, φέροντας τον βαθμό του
συνταγματάρχη. Ο Λ. παρουσίασε σε πολύ νεαρή ηλικία κλίση στη φιλολογία και στη
συγγραφή διηγημάτων. Μετά το τέλος των σπουδών του επιδόθηκε συστηματικά στη
διηγηματογραφία, περιγράφοντας με ζωηρά χρώματα και ρεαλισμό τη ζωή των λαϊκών
τάξεων της χώρας του. Με αυτά τα κείμενα σύντομα καθιερώθηκε ως ένας από τους
κυριότερους εκπροσώπους της νεότερης λογοτεχνίας στη Σερβία. Το δίτομο έργο
Άπαντα, στο οποίο περιλαμβάνονταν τα περισσότερα διηγήματά του, εκδόθηκε στο
Βελιγράδι μετά τον θάνατό του. Κάποια διηγήματά του έχουν μεταφραστεί και στην
ελληνική γλώσσα από τον συμπατριώτη του ελληνιστή Βλάδα Γεώργεβιτς.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment