Καλή αναγνωστική… χρονιά.
Οι διακοπές του Αυγούστου πολλαπλασιάζουν τα διαβάσματα, αλλά κυρίως προσφέρουν την αργή, ξέγνοιαστη και ανέμελη ανάγνωση. Χωρίς την πίεση του χρόνου, το βιβλίο είναι τρόπος αξιοποίησης των μακρών αναμονών (στην παραλία για μαύρισμα, το μεσημέρι που όλοι κοιμούνται κ.λπ.). Από την 1 Σεπτεμβρίου 2007 ξεκινώ λοιπόν να παρουσιάζω την καλοκαιρινή σοδειά: κάθε δύο μέρες θα αναρτάται και ένα βιβλίο που με συνόδευσε –ευχάριστα ή απογοητευτικά- στην αυγουστιάτικη ραστώνη.
Τελικά άντεξα και το διάβασα όλο. Και λέω άντεξα, γιατί, αν και ήξερα πόσο καθηλωμένη είναι η συγγραφέας στα προσωπικά της βιώματα (και δη στα οικογενειακά), επιχείρησα να δω μήπως μπορεί να ξεφύγει. Εντέλει κάνει ακριβώς το ίδιο με αυτό που βλέπουμε στις επιφυλλίδες της: ο πυρήνας της είναι βιωματικός –κάτι που δεν θα πείραζε αν τον άφηνε γρήγορα πίσω της)∙ αντίθετα, μένει σ’ αυτόν σθεναρά, σαν να μην μπορεί να κόψει τον ομφάλιο λώρο και αναμασά συνεχώς θέματα της προσωπικής της μυθολογίας (όχι αναγκαστικά αυτοβιογραφικά) και της συγγραφικής της εμπειρίας. Στο “Γιάντες” αυτό απέδωσε, επειδή το συνδύασε με τη μόδα της γαστρονομικής λογοτεχνίας, αλλά κυρίως με τη συγκόλληση ετερόκλητων κειμένων στον βασικό κορμό της αφήγησης. Από εκεί και πέρα –βλέπε π.χ. και τον “Παλιόκαιρο”- η αφήγησή της ανακυκλώνεται χωρίς ο προβληματισμός της να δένει με την όποια υπόθεση. Τις προάλλες ο Β. Χατζηβασιλείου στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (10.8.2007) είχε ακριβώς την ίδια γνώμη.
Πατριάρχης Φώτιος
No comments:
Post a Comment