Ο Σικελιανός κι
ο Ψευδο-Σικελιανός, τον οποίο έφτιαξε ο Χωμενίδης ως καρικατούρα, ως
μυθιστορηματικό ήρωα που κινείται στα όρια του λογικού, με σκηνές και με
ακρότητες εξόχως διογκωμένες.
Χρήστος Χωμενίδης
“Ο φοίνικας”
εκδόσεις Πατάκη -2018
|
Όλη η ζωή του ένας παραπονιάρης μύθος τυλιγμένος / στου νου του την ανέμη
και στου ονείρου την απόχη / κι αυτός στ’ άλογο με τα όπλα του στο στήθος
φορτωμένος / περνάει κι όλοι γιουχάρουν "Δον Κιχώτη" (Sadahzinia):
Το έργο του Χωμενίδη μπορεί να χωριστεί
σε δύο κατηγορίες, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν με αδιαπέραστα στεγανά τα έργα
του. Απ’ τη μια, κείμενα με πολιτική σκέψη, αφηγηματική άνεση, σύνδεση του
ατομικού και του κοινωνικού, μια χωμενίδεια σοβαρότητα που βρίσκει πλευρές του
ανθρώπου να αξιοποιήσει με επιτυχία (Π.χ. η “Νίκη”). Απ’ την άλλη, η υπερβολή της διακωμώδησης, η φάρσα ως αφηγηματική τεχνική, η
παρωδία ως διαρκές γίγνεσθαι, η διαστρέβλωση της πραγματικότητας ως λοξή ματιά,
στοιχεία που καθιστούν την ανάγνωση …χλιαρή.
Αυτό ζητάει η καρδιά του ν’ αλαφρώσει. / Να φέρει ανάσκελα το κόσμο από τη
βάση (Sadahzinia):
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι η
βιογραφία του Παρασκευά (Πάρη) Κερκινού.
Κι εδώ έχουμε το εξής παρωδιακά
πρωτόγνωρο. Συνήθως έχουμε βιογραφία πραγματικών προσώπων ή μυθιστορηματική
βιογραφία ιστορικών προσωπικοτήτων. Το ένα άκρο. Το άλλο άκρο θέλει βιογραφίες
φανταστικών προσώπων, τα οποία παρουσιάζονται σαν πραγματικά με όλες τις
λεπτομέρειες της μυθοπλαστικής ζωής τους. Ο Χωμενίδης κάνει κάτι διαφορετικό κι
απ’ τα δύο. Πάνω στα πρότυπα του Άγγελου
Σικελιανού (και της Εύας Πάλμερ) ο συγγραφέας φτιάχνει έναν Ψευδο-Σικελιανό,
τον Πάρη Κερκινό, που κρατά τους απόηχους της ζωής του πραγματικού ποιητή, αλλά
μόνο αυτούς, καθώς όλα τα άλλα είναι φανταστικές σκηνές, μυθιστορηματικά
γνωρίσματα, παρωδιακές καταστάσεις, που δημιουργούν έναν αλλόκοτο υβρίδιο
πραγματικής ζωής (λιγότερο) και αχαλίνωτης φαντασίας (περισσότερο).
Ο Πάρης Κερκινός παρουσιάζεται ως νόθος
γιος του αρχηγού των Αρβανιτών Ζήσιμου Μπούα, αλλά μεγάλωσε στο σπίτι ενός
δάσκαλου στην Ελευσίνα στο όριο του 19ου και του 20ού αιώνα. Κι ενώ
οι μεγάλοι έχουν όνειρα γι’ αυτόν, ο ίδιος θέλει να γίνει ηθοποιός –δίπλα στον
Κωνσταντίνο Χρηστομάνο-, γνωρίζει τη
μεγαλύτερή του Vivian (Ivy) Springfield, γόνο πάμπλουτης αμερικανικής οικογένειας, η οποία
θέλει ν’ αναβιώσει το αρχαίο ελληνικό μεγαλείο. Σαγηνεύεται απ’
την αύρα του Πάρη, τον ενθαρρύνει να συνεχίσει να γράφει ποίηση και τον
παντρεύεται άρον άρον στο ταξίδι τους για την Αμερική.
Ο Χωμενίδης ξεσαλώνει αφηγηματικά. Πάντα ήμουν σίγουρη ότι ήταν ένας
αξεπέραστος παραμυθάς, που πλάθει ιστορίες απ’ το πουθενά. Κι εδώ η σχέση
Σικελιανού – Πάλμερ δίνει μόνο το έναυσμα, γιατί από κει και πέρα ο συγγραφέας
φτιάχνει σκηνές κτηνοτροφικής μετοικεσίας, γυμνών κοριτσιών στην πλύση στο
ποτάμι, διώξεις κάτω στα υπόγεια tunnel της Αθήνας, πολυήμερο ταξίδι προς την
Αμερική, παραμονή σε καλύβα με Ινδιάνους και άλλα επεισόδια που παίζουν
ευτράπελα με την έννοια του πιστευτού.
Η
απορία μου είναι τι θέλει να πετύχει έτσι ο συγγραφέας. Βλέπει συνεχώς
την πραγματικότητα με τα παραμορφωτικά γυαλιά του και την αποτυπώνει ανάλογα;
Δείχνει έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο ότι η σοβαροφάνεια δεν είναι η πραγματική
εικόνα της ζωής; Ή ξεφεύγει από την όποια πραγματικότητα για να δοκιμάσει πάνω
της την ανατρεπτική, παρωδιακή, διαστρεβλωτική, κωμική πένα του; Παίζει δηλαδή
συγγραφικά για να φτιάξει τους δικούς του κόσμους, όπως στο “Ο κόσμος στα μέτρα του”, τεντώνοντας τη ζωή και την κοινωνία έξω απ’ τα όριά τους;
Κι
ο Σικελιανός με τις ιδιορρυθμίες του, τη μεγαλομανία και τον ναρκισσισμό του,
τις στο όριο του ουτοπικού βλέψεις του και την ωραιοπάθειά του είναι μια
προσωπικότητα, που χωρά τράβηγμα, καρικατουρίστικη ματιά κι υπερβολές. Είχα συνεχώς την
αίσθηση ότι μπροστά μου δεν έχω τον όποιο Σικελιανό, αλλά μια γελοιογραφία του,
βγαλμένη απ’ τον βίο του αλλά συνάμα με μια μονοκονδυλιά τραβηγμένη και
διαστρεβλωμένη. Έβλεπα δηλαδή τα χωμενίδεια χαρακτηριστικά του να κυριαρχούν,
αλλά στο βάθος ν’ αχνοφαίνεται ο πραγματικός ποιητής με τη γυναίκα του. Αν ήταν
ο πραγματικός ποιητής με τις μυθιστορηματικές του πτυχές, θα καταλάβαινα τη
λογική. Αν απ’ την άλλη ο Πάρης ήταν μια πλήρως αυτονομημένη μυθιστορηματική
προσωπικότητα, θάμπαινα στην εσωτερική λογική του κειμένου. Τώρα,
αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στον έναν και στον άλλο κι έτσι δεν μπορώ να απολαύσω
την αφήγηση, που ’χει τη δική της αξία.
Η γη το παραμύθι λέει του ταξιδιώτη / (που `χε αγάπη την ωραία, την
πριγκιπέσσα την κρυφή τη Δουλτσινέα) (Sadahzinia):
Ο Χωμενίδης βρήκε στο πρόσωπο του
Σικελιανού το σχέδιο κι έβαλε αυτός τα χρώματα. Αλλά ήταν σκόπιμα υπερβολικά,
κωμικά, καρικατουρίστικα, με αποτέλεσμα να νοιάζει τον συγγραφέα πιο πολύ η
δική του υπέρμετρη και γελοιογραφική αφήγηση παρά το πραγματικό πρόσωπο.
> O Xρήστος Xωμενίδης γεννήθηκε το 1966 στην Aθήνα.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και παρακολούθησε μαθήματα νομικών στην
Σοβιετική Ένωση και Επικοινωνίας στην Αγγλία. Αρχικά εργάστηκε σε δικηγορικό
γραφείο των Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1988, με διήγημά του στο
περιοδικό "Playboy". Έκτοτε συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και
περιοδικά, με πιο πρόσφατες τις συνεργασίες με "Τα Νέα" και με το
περιοδικό "Capital". Tο 1993 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα,
"Tο σοφό παιδί" (Εστία, 21η έκδοση: Μάιος 2001· Εκδόσεις Πατάκη,
2008), που το 1997 μεταφράστηκε στα γαλλικά ("Le Jeune sage", Seuil)
και στη συνέχεια στα ιταλικά και στα εβραϊκά. Ακολούθησε το μυθιστόρημα
"Tο ύψος των περιστάσεων" (Εστία, 1995, γαλλικά: "La hauteur des
circonstances", Seuil, 1998), η συλλογή διηγημάτων "Δεν θα σου κάνω
το χατίρι" (Εστία, 1997), το μυθιστόρημα "H φωνή" (Εστία, 1998,
10η έκδοση: 1999· Εκδόσεις Πατάκη, 2011, γαλλικά: "La voix volee",
Seuil, 2003), καθώς και τα βιβλία "Δεύτερη ζωή" (διηγήματα, Εστία,
2000), "Υπερσυντέλικος" (μυθιστόρημα, Εστία, 2003), "Το σπίτι
και το κελλί" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2005· 8η έκδοση, 2014), "Λόγια
φτερά" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2009), "Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας
βάλουν απουσία" (διηγήματα, Πατάκης, 2010), "Ο κόσμος στα μέτρα
του" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2014), "Νίκη" (μυθιστόρημα, Πατάκης,
2014, Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, Bραβείo μυθιστορήματος του περιοδικού
"Αναγνώστης" και Βραβείο μυθιστορήματος Public), "Νεαρό άσπρο
ελάφι" (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2016). Τα βιβλία του έχουν µεταφραστεί στα
γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, τσεχικά, λιθουανικά, τουρκικά και εβραϊκά.
Μετέφρασε στα ελληνικά το θεατρικό έργο "The Rope" του Patrick
Hamilton (α' παράσταση: Θέατρο Χώρα, 1998), και έγραψε το σενάριο για την
ταινία "Μαύρο γάλα" (σκην. Νίκος Τριανταφυλλίδης, 1999) και για την
τηλεοπτική σειρά της ΕΤ1 "Η φωνή" (πάνω στο δικό του μυθιστόρημα,
σκην. Γιώργος Οικονόμου, 18 επεισόδια, 2001). Για ένα μικρό διάστημα αναμίχθηκε
στην πολιτική, ως μέλος της ΚΕ του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ).
Μεταξύ 2002-2010 εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός, με καθημερινή εκπομπή στα
ερτζιανά. Σήμερα κατοικεί πάντα στην Κυψέλη και επιµένει να ελπίζει στο
καλύτερο.
Πάπισσα Ιωάννα