Μια κοινωνία μέσα στην πασοκική
αλλαγή της δεκαετίας του ’80 κινείται στο περιθώριο της ελλαδικής ζωής και
τραγελαφικά αναμασά τα δεινά της νοοτροπίας που ποτέ δεν άφησε τον Νεοέλληνα να
προοδεύσει μέσα σε κουτοπόνηρες σκέψεις και σε ατομοκεντρικούς ελιγμούς.
Μοκατσίνο:
Χρήστος
Χωμενίδης
“Ο
κόσμος στα μέτρα του”
εκδόσεις
Πατάκη
2012
Η γραφή του
Χωμενίδη διακρίνεται από έναν ανάλαφρο τόνο, μια ατμόσφαιρα (ήπιας) χαλάρωσης,
ένα ίχνος μειδιάματος που διαπερνά τα πρόσωπα και τα θέματά-του και φτάνει ως
τον αναγνώστη. Μέσα σ’ αυτό, πέρα από τον ευπροσήγορο τόνο, ενέχονται ειρωνεία,
δόσεις σάτιρας, μορφές μιας παρωδιακής γραφής με την οποία ο συγγραφέας βλέπει
τον κόσμο, λίγος σνομπισμός και πάνω απ’ όλα διάθεση απομυθοποίησης της
σοβαροφανούς Ελλάδας. Άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε υποσυνείδητα, αφενός ο τόνος
αυτός γίνεται όχημα λαϊκισμού και εύκολης ανάγνωσης, κι αφετέρου μέσο
διακωμώδησης του πομπώδους αλλά συνάμα κούφιου προσώπου της σύγχρονης
κοινωνίας.
Το είδαμε στη
“Φωνή”, που όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να πείσει ότι η τηλεοπτικής
αισθητικής σάτιρα είχε να δείξει και βαθύτερες αρετές. Το είδαμε στα “Λόγια
φτερά”, το οποίο ντυμένο με το κλέος της ομηρικής αρχαιότητας κέρδισε
περισσότερες δάφνες λόγω της πετυχημένης σύζευξής-του με την καθημερινή πλευρά
του αρχαϊκού κόσμου. Το ξαναβλέπουμε τώρα στο τελευταίο έργο του Χωμενίδη, στο
οποίο η ζωή του Μάρκου Σιμώτα σκιαγραφείται με γρήγορες πινελιές, με μπρίο και
με γοργές κινήσεις, με πιρουέτες που παρουσιάζουν το ρηχό πρόσωπο του
πρωταγωνιστή.
Αυτό το πρόσωπο
ανακλά όμως και τη δεκαετία του ’80 που έρχεται να μπει στη λογοτεχνική
ζωή-μας, ίσως στην προσπάθεια των δημιουργών να βρουν την αρχή της σύγχρονης
νεοελληνικής νοοτροπίας που εδώ και τριάντα χρόνια διαμόρφωσε το λαϊκίστικο,
φαιδρό έως ένα σημείο, κρατικοδίαιτο, προσωποπαγές και προσωπολατρικό κλίμα,
μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε η σημερινή Ελλάδα. Η πρώτη δεκαετία του ΠΑΣΟΚ, ο
Ανδρέας και ο μύθος-του, η νοοτροπία του νεόπλουτου και ευδαιμονιστή Νεοέλληνα
που καλλιέργησε, η αλαζονεία της εξουσίας και ο μικροαστισμός που μπορεί να
έγινε μεσοαστισμός ή και μεγαλοαστισμός στο τρόπο ζωής, αλλά παρέμεινε εντελώς
επαρχιωτισμός και κουτοπονηριά. Η ελευθερία πήρε τη μορφή της σεξουαλικής
απελευθέρωσης, της ελευθεροτυπίας, της ανωνυμίας των πόλεμων, των προοδευτικών
αντιλήψεων, αλλά όλα αυτά εξελίχθηκαν ανεξέλεγκτα σε ασυδοσία και αποκοπή από
την ουσία του ελληνισμού και σε φτηνές απομιμήσεις της Δύσης. Το εύκολο χρήμα,
η άκοπη ευρωπαϊκή πορεία, η ρηχή αναδόμηση του κράτους, ο εκσυγχρονισμός που
έμεινε βιτρίνα και φιέστα, η νοοτροπία του ανερχόμενου αστού με πήλινα πόδια
υπερτέρησε των θετικών επιτευγμάτων…
Η δεκαετία του
’80 ξανα-ανακαλύπτεται: είτε παρωδιακά, όπως κάνει ο Γιατρομανωλάκης στο
«Χρονικό του Δαρείου»,
είτε νοσταλγικά όπως ο Δάνδολος που γυρίζει πίσω εκεί σαν αναζήτηση της
παιδικής ηλικίας, είτε συγκριτικά (το πριν το ’80 και το μετά) όπως ο
Παναγιωτόπουλος στο τελευταίο-του βιβλίο, οι σημερινές λογοτεχνικές πέννες αναζητούν το προ τριακονταετίας κατώφλι που
άλλαξε την ιδιοσυγκρασία του Νεοέλληνα. Δεν ζούμε όπως το ’60 και σ’ αυτό δεν
επέδρασε τόσο η δικτατορία και η επερχόμενη μεταπολίτευση αλλά η πασοκική
αλλαγή, που έφερε πρόοδο αλλά ταυτόχρονα και μια ωχαδελφιστική ατομικιστική
αίσθηση της ευτυχίας.
Στον Χωμενίδη ο
Αρθούρος Σιμώτας ψάχνει να βρει τα ίχνη της ζωής του πατέρα-του Μάρκου Σιμώτα,
ο οποίος, μόνο και μόνο επειδή ήταν γιος του δήθεν λαϊκού ήρωα Αρθούρου Σιμώτα,
διορίστηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου διοικητής στο μοναδικό υπερπόντιο νησί της
Ελλάδας, τον Άγιο, που χαρίστηκε στο ελληνικό κράτος από την Αμερική στα μέσα
του 19ου αιώνα. Εκεί πηγαίνει για να κάνει τουρισμό εξουσίας και
βρίσκει μια επικράτεια παραδομένη στις ασθένειες της μητέρας Ελλάδας. Η ζωή-του
τελικά δεν θα είναι τόσο ανέμελη όσο θα ήθελε…
Εξ αρχής ο
συγγραφέας φωτίζει πτυχές του παπανδρεϊκού σκηνικού, όπως την ανάδειξη ψεύτικων
ηρώων, την αποδοχή της αξίας ως κληροδοσίας στα παιδιά-τους, την αλλαγή του
κρατικού μηχανισμού με διορισμό ημετέρων, τη διατήρηση της διαφθοράς ως όρου
επιβίωσης ισχυρών και λαού, τον ατομικιστικό αρριβισμό κ.ο.κ. Βεβαίως στον Άγιο
ο Σιμώτας βρήκε μια δεξιά νοοτροπία ευπρέπειας και ηθικής βιτρίνας, η οποία
όμως δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα, βρήκε την Αμερικανική βάση, την
οποία κανείς δεν φαινόταν διατεθειμένος να πειράξει («Έξω οι Βάσεις»;), βρήκε
ναρκοεμπόριο που βόλευε όλους, Αγιίτες και Ελλαδίτες... Όλα αυτά ως διαχρονικά
συμπτώματα της πολιτισμικής κρίσης δεν μπαίνουν στο στόχαστρο κανενός και γι’
αυτό πληθαίνουν ή εκκολάπτονται έτι περισσότερα, αρκεί να χτιστεί η ισχυρή
Ελλάδα που στηρίζεται σε μια σικ προοδευτική πολιτική.
Πριν από τη μέση
του βιβλίου ήδη έχουμε κουραστεί καθώς το σκηνικό της παρωδίας έχει ολοκληρωθεί
και δεν περιμένουμε πλέον τίποτα άλλο. Η αφήγηση κινείται περικεντρικά και
παύει να εξελίσσεται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Έπειτα, το κείμενο
ξανακερδίζει πρόσκαιρα το ενδιαφέρον του αναγνώστη, πρόσκαιρα γιατί πάλι
ακολουθεί μια ευθεία γραμμή που δεν αυξομειώνει την ένταση, ενώ συνάμα δεν
εμβαθύνει με κοινωνικές προεκτάσεις ή σατιρικές νότες.
Έχω την εντύπωση
ότι ο Χωμενίδης στην προσπάθειά-του να σχολιάσει την ελληνική πραγματικότητα,
να την παρουσιάσει παρωδιακά και να δείξει πτυχές της πίσω πλευράς της ζωής-μας
παραπατά λογοτεχνικά. Το επιχείρησε ξανά στη «Φωνή» (1998) και το ξαναδοκίμασε
σε μερικά διηγήματα της συλλογής-του «Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία» (2010).
Εύκολη αφήγηση, ρηχή, χωρίς το μαχαίρι να κατεβαίνει στο κόκαλο, χωρίς η
γραφή-του να αιφνιδιάζει αφηγηματικά, ή να διεισδύει σε βάθος στο κοινωνικό και
ιδεολογικό γίγνεσθαι. Έχει δείξει κατά καιρούς ότι μπορεί να γράψει καλά (λ.χ.
“Λόγια φτερά”), αλλά συνάμα ότι έχει μια τάση να βολεύεται σε εξυπνακίστικες
εκτελέσεις μερικών ίσως καλών ιδεών που συλλαμβάνει.
Πατριάρχης
Φώτιος
6 comments:
Αγαπητέ Πατριάρχη, σε χαιρετώ. Είσαι από τους λίγους μπλόγκερς (τουλάχιστον από όσους ξέρω) που ασχολούνται τόσο συστηματικά με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Άδικα όμως προσπαθώ να εντοπίσω κάποιο πολύ αξιόλογο σύγχρονο βιβλίο πεζογραφίας. Έχω άδικο; Μήπως θα μπορούσες να μου υποδείξεις κάποιο που δεν πρόσεξα; Δεν είμαι πια τόσο νέα, δεν προλαβαίνω να πειραματίζομαι, όπως έκανα παλαιότερα. Σ' ευχαριστώ πάντως για την ενημέρωση.
Είναι δύσκολο, φίλη Anagnostria, να συμπέσουμε στο γούστο. Ούτως ή άλλως, όσα βιβλία διάβασα και μου άρεσαν, τα ανάρτησα κατά καιρούς στο ιστολόγιό-μου. Λέω ενδεικτικά από τα τελευταία τον Πανσέληνο, τη Φακίνου, οπωσδήποτε τον Μητά, την Πέτσα... (δες τις αντίστοιχες αναρτήσεις). Από εκεί και πέρα το τελευταίο βιβλίο του Αστερίου "Ίσλα Μπόα" που το διάβασα πρόσφατα και δεν πρόλαβα ακόμα να αναρτήσω, είνα αξιόλογο.
Αλλά γούστα είναι αυτά και οι επιλογές που πρόχειρα έδωσα είναι υποκειμενικότητες που δεν ξέρω καν αν θα ικανιοποιούσαν εμένα τον ίδιο λ.χ. μετά από τρία τέσσερα χρόνια.
Απλές προτάσεις...
Πατριάρχης Φώτιος
ΥΓ. Οι αναρτήσεις του καθενός-μας είναι και οι αναγνωστικές-του προτιμήσεις ή απαρέσκιες. Τα υπόλοιπα είναι μια μικρή συνόψιση.
Ευχαριστώ πολύ. Θα ξανακοιτάξω τις σχετικές αναρτήσεις. Πιθανόν να μου διέφυγαν.
Anagnostria,
να είσαι κι εσύ καλά.
Στον Χωμενίδη τώρα. Άνισος συγγραφέας. Μπορεί να γράψει παπάδες, αλλά μερικές φορές προτιμά να σχολιάζει την πραγματικότητα παρά να τη μυθοποιεί. Πιο πολύ γράφει ελαφρά για να κρίνει παρά για να δώσει μυθιστορηματική υπόσταση στις ιδέες-του.
Πατριάρχης Φώτιος
Συμφωνώ απόλυτα. Έπεσα τυχαία στο κείμενο σου, γράφοντας στο δικό μου μπλογκ μια κριτική για το βιβλίο. Η δική σου βέβαια είναι απείρως πιο επαγγελματική :)
Θα σε διαβάζω γιατί λατρεύω τη λογοτεχνία.
Ζωή,
σ' ευχαριστώ για τα καλά-σου λόγια.
Εύχομαι πάντα καλές αναγνώσεις.
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment