Η κλασική –και αναμενόμενη έως
πρόσφατα- εξέλιξη ενός μυθιστορήματος είναι ο εκτελεστής ενός εγκλήματος να
συλλαμβάνεται στο τέλος του έργου και να τιμωρείται. Αυτή η δικαιική πράξη
στηρίζεται στην πεποίθηση ότι οι νόμοι υπάρχουν για να προστατεύουν τους
πολίτες, η ζωή καθενός είναι αδιαμφισβήτητο δικαίωμα και οι αρχές τίθενται στην
υπηρεσία της κοινωνικής ομαλότητας. Όποιος λοιπόν παραβιάσει τον νόμο,
στρέφεται καταρχάς εναντίον των απαράβατων ανθρώπινων δικαιωμάτων και κατ’
επέκταση κατά της ίδιας της κοινωνικής τάξης. Η τιμωρία-του επομένως έρχεται ως
αποκατάσταση της αδικίας και καταδίκη κάθε εγκληματικής ενέργειας.
Ειδικά τα αστυνομικά
μυθιστορήματα κλείνουν με αίσιο τέλος, καθώς ο ένοχος συλλαμβάνεται και τα
αδικήματά-του, συνήθως φόνοι, καταδικάζονται στη συνείδηση των αναγνωστών ως
παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, έστω κι αν τα τελευταία χρόνια το βάρος
μετατίθεται στην κοινωνική νοσηρότητα που γέννησε τέτοια φαινόμενα. Η δικαιοσύνη των νόμων και η εμπιστοσύνη
στις αρχές, παρά τις πολλές διαπλεκόμενες σχέσεις-τους με την πολιτική, τα
ΜΜΕ και το οργανωμένο έγκλημα, δεν
κλονίζεται και έτσι ο παραβάτης πρέπει να τιμωρηθεί.
Τα τελευταία χρόνια
παρατηρώ μια τάση αμφισβήτησης της δυνατότητας έννομης απονομής δικαιοσύνης,
πράγμα που το οσμίζεται όποιος διαβάζει σύγχρονη λογοτεχνία. Από την Ιαπωνία
έως την Τουρκία και φυσικά εδώ στην Ελλάδα, ο δράστης φαίνεται να λειτουργεί ανιδιοτελώς και υπέρ της αποκατάστασης
της δικαιοσύνης, όχι όμως μέσω του νόμου, αλλά μέσω μιας προσωπικής
απονομής-της. Ο συγγραφέας βλέπει ότι η επίσημη δικαιοσύνη δεν μπορεί ή δεν
θέλει να βάλει τας χείρας επί τον τύπον των ήλων και έτσι αφήνει τον δράστη να
επωμιστεί το ξεβρόμισμα της κόπρου του Αυγεία, κερδίζοντας τη συμπάθεια ή την
ανοχή των αναγνωστών. Η τιμωρία-του είτε έρχεται αλλά θεωρείται το αναγκαίο
τίμημα, είτε δεν έρχεται ποτέ αφήνοντας το έγκλημα ατιμώρητο στο πλαίσιο μιας
δίκαιης έστω και άνομης πράξης.
Από την εποχή του έργου
του Αλέξανδρου Δουμά “Ο Κόμης Μοντεχρίστο” (1844), η εκδίκηση “παίζει” στα
λογοτεχνικά έργα ως αυθόρμητη εκδήλωση της οργής ενάντια στην αδικία, αλλά τις περισσότερες
φορές αυτή η έκφραση καταδικαζόταν. Ειδικά, όπως προείπα, το αστυνομικό
μυθιστόρημα επέφερε μια ισορροπία, αφού ξεκινούσε με την ανακάλυψη του πτώματος
και κατέληγε στην αποκάλυψη του δράστη.
Τα τελευταία χρόνια
παρατηρώ μια τάση ανενοχοποίησης του θύτη, όταν ο λόγος της διάπραξης της
εγκληματικής-του πράξης είναι η έμπρακτη εφαρμογή της αίσθησης που υπάρχει στον μέσο
πολίτη για το τι είναι δίκαιο και ποιος αξίζει να τιμωρηθεί, ασχέτως πώς
αντιμετωπίζει το ίδιο θέμα ο αφερέγγυος -ή έστω χρονοβόρος- νόμος ή ακόμα
χειρότερα οι διεφθαρμένοι λειτουργοί-του.
Το 2002 η αλλαγή είναι
ήδη ορατή: ο ισλανδός Arnaldur
Indridason γράφει τη “Σιωπή του τάφου”,
όπου μια δολοφονία ανακαλύπτεται 70 χρόνια μετά και αποκαλύπτεται ότι πρόκειται
για μια εκδίκηση προς έναν άνδρα που βασάνιζε τη γυναίκα-του και φερόταν σκληρά
στα παιδιά-τους, ανάμεσα στα οποία και η κόρη που ήταν άτομο με ειδικές
ανάγκες. Ο φόνος δεν εξιχνιάστηκε τότε και δεν τιμωρήθηκε κανείς.
Το 2008 στις “Στάχτες”-του ο Σέργιος Γκάκας δεν οδηγεί τους δράστες στο δικαστήριο, αφού δεν
εμπιστεύεται την εξουσία και τους νομείς της δικαιοσύνης: “τα
κατά συρροήν εγκλήματα του τέλους του βιβλίου, ένα είδος κάθαρσης στην οποία
πιστεύει ο Γκάκας ως θαυμαστής των αρχαίων ποιητών, δεν συνδέονται με το χρήμα
αλλά με την ανάγκη για τιμωρία και εκδίκηση” (Φιλίππου, «Το Βήμα»).
Την ίδια χρονιά το μυθιστόρημα “Παλιά πολύ παλιά” του Πέτρου Μάρκαρη
αναφέρεται στα εγκλήματα Ελλήνων εναντίον Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη της
δεκαετίας του ’50 και χρόνια μετά μια ηλικιωμένη Κωνσταντινουπολίτισσα
δηλητηριάζει όσους εκμεταλλεύτηκαν τους διωγμούς για να πλουτίσουν. Η γηραιά
φονέας δεν γνώρισε την ένδικη τιμωρία.
Αλλά και στο διεθνές
προσκήνιο, όσο τουλάχιστον γνωρίζω, η εκδίκηση προβάλλεται ως αναγκαία σε ένα
σύστημα που δεν μπορεί να τιμωρήσει ποινικά τους δράστες, όπως είναι αυτοί που
βιαιοπραγούν εναντίον των γυναικών-τους ή βιάζουν ανήλικα κοριτσάκια. Αυτό ακριβώς
το θέμα χειρίζεται, μεταξύ άλλων, στο “1Q84”
ο Χαρούκι Μουρακάμι το 2009. Η δράστις, απόλυτα συνειδητοποιημένη και
ιδεολογικά πλήρης, εκτελεί καθαρίζοντας την κοινωνία από τα μιαρά άρρενα
υποκείμενα, που χρησιμοποιούν την έμφυλη δύναμή-τους για να διαλύσουν
ψυχολογικά τα θήλεα θύματά-τους. Στη γειτονική Τουρκία ο Αχμέτ Ουμίτ το 2010 με τις “Μνήμες της Κωνσταντινούπολης”
καταφέρεται εναντίον όσων καταστρέφουν την ιστορία της Ισταμπούλ. Οι δολοφόνοι
με κίνητρο τη σωτηρία της πόλης-τους εκτελούν και εντέλει αποκαλύπτονται, χωρίς
όμως να υπάρχει η διάθεση να εγκλειστούν στη φυλακή.
Ο Πέτρος Μάρκαρης το 2011 στην “Περαίωσή”-του
χρησιμοποιεί κι αυτός, όπως ο τούρκος συνάδελφός-του, την ιστορία της
πόλης-του, της Αθήνας, για να συνδέσει τις αξίες του παρελθόντος με τις
δολοφονίες όσων χρωστάνε στο δημόσιο. Έτσι, ο φονέας εμφανίζεται ως εθνικός
εκκαθαριστής, που τιμωρεί όσους δεν μπορεί να τσιμπήσει η τσιμπίδα του νόμου,
αν και στο τέλος αποκαλύπτεται από την αστυνομία. Ανάλογη διάθεση εκδίκησης
έχουν οι μαρκαρικοί “Παλιοί λογαριασμοί” του Γρηγόρη Αζαριάδη
(2012), όπου ο τιμωρός από το παρελθόν εμφανίζεται και καθαρίζει την κοινωνία από
τους αρριβίστες για να αποδώσει δικαιοσύνη. Γενικότερα, τόσο ο Μάρκαρης όσο και
ο Αζαριάδης προτείνουν μια πρωτοβουλία εκκαθάρισης όσων πλούτισαν με άνομα
μέσα, ένα είδος εκδίκησης της κοινωνίας για όσους πρόδωσαν τις αξίες-τους και
επιπλέον ασέλγησαν εις βάρος-της με μίζες, κομπίνες και άλλες …επαγγελματικές
δραστηριότητες γρήγορου πλουτισμού. Μέχρις ενός σημείου εκφράζεται έτσι η κοινή
γνώμη που θα ήθελε μια θεία! τιμωρία, που θα αντικαταστήσει τους διεφθαρμένους
μηχανισμούς απονομής δικαιοσύνης.
Αλλά και εκτός
αστυνομικής λογοτεχνίας, η εκδίκηση μπορεί να παίξει ρόλο ψυχολογικής
εκτόνωσης. Έτσι, στο τελευταίο μυθιστόρημα του Percival Everett “Η θεραπεία του νερού” ένας πατέρας αναλαμβάνει να βασανίσει και να σκοτώσει τον
δολοφόνο της εντεκάχρονης κόρης-του.
Τι είδους δικαιικό
σύστημα προτείνει αυτή η σειρά μυθιστορημάτων που ανέφερα; Μήπως τελικά οι συγγραφείς συστήνουν την αυτοδικία ως αντικατάστατο
της δικαιοσύνης;
Καταρχάς, φαίνεται σε
όλες τις χώρες, μέσω των λογοτεχνιών-τους, ότι το ένδικο σύστημα δεν αποδίδει,
είτε επειδή είναι γραφειοκρατικό και χρονοβόρο ή επειδή είναι διεφθαρμένο. Ο μέσος πολίτης δεν εμπιστεύεται τα
δικαστήρια, επειδή δεν πιστεύει ότι, αν είναι ο ίδιος θύμα, θα βρει το
δίκιο-του στο έπακρο και συνάμα μεγάλοι εγκληματίες, που έχουν διακορεύσει
το κοινωνικοπολιτικό σύστημα, δεν τιμωρούνται. Επομένως, η λογοτεχνική
αυτοδικία έρχεται από ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να χάσουν να
υποκαταστήσουν τις αρχές και να αποκαταστήσουν την απολεσθείσα κοινωνική
ευταξία.
Το νέο αξιακό σύστημα
προσπερνά, με κίνδυνο να φανεί το ίδιο αυθαίρετο και ατομοκεντρικό, το υπάρχον
ποινικό δίκαιο και επιφέρει πιο άμεση, πιο καίρια και ενίοτε παραδειγματική
τιμωρία σε όσους μέσα στην εξέλιξη της υπόθεσης αποδεικνύονται πραγματικά
ένοχοι, όχι σε προσωπικό επίπεδο αλλά σε συλλογικό. Αυτή η απονομή ηθικής δικαιοσύνης δηλαδή, μια ηθικής που μετέχει
άλλων του νομικού συστημάτων αξιών, αφορά
μόνο ανθρώπους που με τα εγκλήματά-τους λεηλάτησαν όχι μόνο την προσωπική
αξιοπρέπεια του θύματος αλλά και την κοινωνική ομαλότητα.
Θα ακολουθήσουν μερικά
αστυνομικά έργα, από τα οποία άλλα βασίζονται στην εκδίκηση κι άλλα όχι, που
συντονίζονται με το κλίμα του καλοκαιριού που έχει ήδη έλθει.
Πατριάρχης
Φώτιος
No comments:
Post a Comment