Γενιά του ’80: Αλέξανδρος Ασωνίτης, Χρήστος Βακαλοπουλος, Άρης Σφακιανάκης, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Έρση Σωτηροπούλου, Πέτρος Τατσόπουλος κ.ο.κ. Γεννημένοι λίγο πολύ στη δεκαετία του ’50, πρωτοεμφανίζονται εκεί γύρω στα 1980-1990 και γίνονται δεκτοί με ευμενή σχόλια.
εκδόσεις Καστανιώτη
2009
Ο Αλέξανδρος Μ. Ασωνίτης πρωτοδημοσίεψε λίγο αργότερα, αρχές του ’90, με πρώτο βιβλίο τη “Συνείδηση της αιωνιότητας” (αυτοί οι βαρύγδουποι τίτλοι φαίνεται ότι ήταν της μόδας, αν θυμηθούμε και την “Αυτοκρατορική μνήμη του αίματος” του ομήλικού-του Β. Ραπτόπουλου). Το πρώτο-του έργο ακούστηκε, απ’ όσο θυμάμαι, και έτσι ο συγγραφέας εισήλθε στων “ποιητών την πόλη”. Από εκεί και έπειτα σχεδόν τον έχασα, μέχρι που βρήκα αυτό το βιβλιαράκι με δυο νουβέλες-του κι είπα να τον ξανασυναντήσω.
Το πρώτο έργο-του με τον ομώνυμο του τομιδίου τίτλο φέρει τα ίχνη μιας υφολογικής μεγαλομανίας με την οποία έχουμε συνηθίσει τον πεζογράφο. Φράσεις όπως «Ήταν ένας ρέκτης πατροκτόνος που, εκτός των άλλων, δικαίωνε την ύπαρξη της ψυχανάλυσης ως ανάγκη και απόδειξη της ολοκληρωτικώς διχοστατούσης ακοσμίας» δείχνουν πόσο αυτό το υψηλόφρον ύφος τον κανοναρχεί [Σε δύο σημεία ίσως να πρέπει να του δώσω δίκιο: α) η χρήση-του, τουλάχιστον σ’ αυτήν τη νουβέλα, αιτιολογείται από το γεγονός ότι δείχνει τη μεγαλοϊδεατική (ας μου επιτραπεί ο όρος) αντίληψη, την ιμπεριαλιστική λογική του Τσόρτσιλ και β) η δεύτερη νουβέλα, λες και το έκανε επίτηδες αναπαράγει σε παπαδιαμάντειας έμπνευσης ύφος τον λόγο του αιγαιοπελαγίτικου νησιού].
Η δεύτερη νουβέλα με κούρασε γιατί δεν βρήκα τι νόημα είχε η λαϊκότροπη αυτή αφήγηση. Γενικά τη διάβασα ράθυμα και άνευρα, πράγμα που έδειχνε πως, αν και στα άλλα του έργα ο Ασωνίτης ίσως δεν μπορεί να εμβαθύνει, τουλάχιστον έχει όμως νεύρο και τσαγανό. Εδώ όμως χάθηκε κι αυτό, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να τον παρακολουθήσω άλλο.
εκδόσεις Μεταίχμιο
2009
Θα μπορούσε να είναι αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά ο συγγραφέας δεν το ήθελε. Το έχυσε στο καλούπι-του, σκόπιμα φαντάζομαι το έσπασε κι έφτιαξε ένα ψηφιδωτό από στιγμές της πόλης Αμεριμνησίας.
Το ερώτημα της Θεοδοσοπούλου στην “Ελευθεροτυπία” (19/1/2010) δεν είναι τόσο σχολαστικό όσο φαίνεται: είναι αστυνομικό μυθιστόρημα με κοινωνικές προεκτάσεις ή είναι κοινωνικό με αστυνομικό περιτύλιγμα; Συμφωνώ με την κριτικό για τη δεύτερη εκδοχή, αφού η αστυνομική πλοκή εξαρθρώνεται με ανορθόδοξες μεθόδους και φυγόκεντρες τάσεις, σε σχέση τουλάχιστον με το ορθόδοξο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Το ερώτημα της Θεοδοσοπούλου στην “Ελευθεροτυπία” (19/1/2010) δεν είναι τόσο σχολαστικό όσο φαίνεται: είναι αστυνομικό μυθιστόρημα με κοινωνικές προεκτάσεις ή είναι κοινωνικό με αστυνομικό περιτύλιγμα; Συμφωνώ με την κριτικό για τη δεύτερη εκδοχή, αφού η αστυνομική πλοκή εξαρθρώνεται με ανορθόδοξες μεθόδους και φυγόκεντρες τάσεις, σε σχέση τουλάχιστον με το ορθόδοξο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ο Λυκεσάς στήνει έναν πολυπλόκαμο κοινωνικό ιστό, από τον γύφτο τραγουδιστή ως τον μοναχό αντιγραφέα βυζαντινών έργων τέχνης κι από τον καθηγητή πανεπιστημίου ως μία αμφίθυμη δικηγόρο. Όλοι αυτοί σαν εκτεινόμενο τσίρκο, ή καλύτερα σαν ψηφιδωτό όπου η μεταξύ των προσώπων σχέση μόλις που αχνοφαίνεται στην ομίχλη της Αμεριμνησίας, παρελαύνουν απομακρύνοντας τη σκέψη του αναγνώστη από το έγκλημα του ηγούμενου, την έρευνα του οποίου αναλαμβάνει ο αστυνόμος Απέργης. Κι όλα ξεκινούν ασύμβατα, μικρές ιστορίες στον κόσμο της φανταστικής πόλης που κινούνται παράλληλα μεταξύ-τους, αλλά που σταδιακά ολοκληρώνουν το αόρατο παζλ.
Δεν ξέρω όμως τελικά τι πέτυχε ο συγγραφέας; Μια τοιχογραφία μικροϊστοριών που οδηγούνται σε ένα καθαρτήριο τέλος; Μια συλλογή υπόπτων από τους οποίους ξεδιαλύνουμε σταδιακά τον ένοχο/ τους ενόχους; Ένα μεγάλο ερωτηματικό πλανάται πάνω από τη σκέψη μου και γι' αυτό δεν βρήκα ανάπαυση σ' αυτό το βιβλίο.
Πατριάρχης Φώτιος
No comments:
Post a Comment