Όταν είδα κάποια στιγμή μέσα στην άνοιξη του 2009 την αλλαγή που έγινε στη Βιβλιοθήκη της παρασκευιάτικης Ελευθεροτυπίας, πίστεψα ότι κάτι καλό μπορεί να γίνει σ’ αυτό το κορεσμένο ένθετο. Πίστεψα, δειλά δειλά, ότι μπορεί ένα νέο επιτελείο σε συνεργασία με τους παλιούς να αναμορφώσει προς το καλύτερο το βιβλιολογικό κομμάτι μιας σοβαρής εφημερίδας και να βάλει το βιβλίο βαθύτερα στη σκέψη του μέσου αναγνώστη εφημερίδων.
Δυστυχώς οι προσδοκίες-μου δεν επαληθεύτηκαν ως τώρα και, αν διαβάσετε καλοπροαίρετα όσα έχω να πω, μπορεί και να γίνω κατά τι χρήσιμος στην προσπάθειά-σας για ουσιαστικό λόγο και άποψη.
Καταρχάς, στα θετικά οφείλω να αναγνωρίσω τη μεγέθυνση της σελίδας, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να διαβάζει πιο άνετα, πιο απλόχωρα, χωρίς να εγκλωβίζεται στα στενά όρια μιας πυκνοτυπωμένης σελίδας. Παράλληλα, η έλευση της Θεοδοσοπούλου (παρά τις τυχούσες επιφυλάξεις που έχω κατά καιρούς) δυναμώνει το κριτικό δυναμικό και μπορεί κάλλιστα να γίνει το κριτικό δίδυμο με τον Χατζηβασιλείου (αλήθεια πού είναι;), ώστε να ακούγονται δύο βασικές φωνές στην αξιολόγηση της ελληνικής παραγωγής. Δεν ξεχνώ τη θέλησή-σας για την ενίσχυση της ποίησης, την προβολή ποιητών και συλλογών, το κατέβασμα του ποιητικού λόγου στην καθημερινότητα του μέσου αναγνώστη.
Από εκεί και έπειτα στην εφαρμογή βλέπω, όπως και πολλοί με τους οποίους συζητώ, αρκετά λάθη στρατηγικής.
Αρχικά, έχω μετρήσει πάνω από 50-60 συνεργάτες, στοιχείο που, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, οφείλεται στη θέλησή-σας για ένα είδος εκδημοκρατισμού της βιβλιοκριτικής. Έτσι, όμως, χωρίς να το θέλετε, εξασθενίζετε τη φωνή όλων όσοι γράφουν. Ψάχνω να βρω κάποιους παλιούς συνεργάτες και τους συναντώ αραιά και πού, ψάχνω να βρω νέους που μου έκαναν εντύπωση και βλέπω να εμφανίζονται μια φορά στα επτά-οκτώ φύλλα. Αυτή η ισότητα καταντά ισοπέδωση και οι αναγνώστες-σας, οι οποίοι επιθυμούν να έχουν κάποιον ή κάποιους ως βάση, παύουν να περιμένουν, απλώς βλέπουν την παρέλαση ονομάτων, χωρίς άξονα, βλέπουν ένα περιφερόμενο τσίρκο, χωρίς αναγνωρίσιμες υπογραφές, χωρίς πρόσωπα που να στηρίζουν τον κριτικό-τους λόγο ανά τακτά διαστήματα.

Το σημείο αυτό για την επικαιρότητα πρέπει να εξηγηθεί περισσότερο. Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για κλασικά βιβλία και συγγραφείς, καλό είναι αυτό να γίνεται σταθερά σε μια συγκεκριμένη σελίδα, αναγνωρίσιμη κάθε φορά από τον αναγνώστη (έχουν θέση ωστόσο αυτά σε μια καθημερινή εφημερίδα;). Πέρα όμως απ’ αυτό, θέλουμε να διαβάζουμε κριτικές εκτιμήσεις αλλά ταυτόχρονα να ενημερωνόμαστε για ό,τι σημαντικό προκύπτει στο χώρο των εκδόσεων αλλά και τη βοερή ζωή βιβλίων, εκδόσεων, περιοδικών, βραβείων, θεσμών κ.ο.κ. (δεν εννοώ σε καμία περίπτωση κουτσομπολιά). Έτσι, είναι πολύ χρήσιμο το δισέλιδο που διατηρείτε με μικρά σημειώματα για τα τρέχοντα βιβλία. Όλο το υπόλοιπο όμως ένθετο αποπνέει (άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο) μια οσμή μουσείου, όταν δημοσιεύετε παρουσιάσεις βιβλίων παλαιότερων ετών χωρίς εγνωσμένη δικαιολογία, μια ατμόσφαιρα αποκομμένη μέχρις ενός σημείου από το σήμερα κι από το παρόν.
Μίλησα παραπάνω για τρεις στήλες, συν μία αυτήν της Θεοδοσοπούλου: σύνολο τέσσερις τακτικές στήλες. Κατά τ’ άλλα, η αρχιτεκτονική της Βιβλιοθήκης ποικίλλει από φύλλο σε φύλλο, με αποτέλεσμα κάτι τέτοιο να μη φαίνεται σαν μια ευχάριστη πολυφωνία, αλλά σαν μια άναρχη δόμηση. Μια μόνιμη στήλη παρουσίασης ποιητικών συλλογών, μια άλλη με παρουσιάσεις ξένης λογοτεχνίας, μια σταθερή ανά βδομάδα, δεκαπενθήμερο ή όποτε άλλοτε αποφασίσετε σελίδα για δοκίμια, επιστημονικά έργα ευρείας αναγνωσιμότητας, κοινωνιολογικές, πολιτικές κ.ο.κ. πραγματείες κ.ά. Αυτό που έχετε στερήσει από τους αναγνώστες σας είναι η ΠΡΟΣΜΟΝΗ. Ν’ ανοίγουμε το ένθετο και να βρίσκουμε παλιά, κλασικά μονοπάτια, αλλά και καινούργια, νεόκοπα κείμενα, σταθερά ονόματα βιβλιοκριτικής όσο και φρέσκιες υπογραφές που δε θα εμφανίζονται σαν κομήτες κι έπειτα θα χάνονται.
Υποπτεύομαι εξάλλου ότι εκδοτικές ή άλλες πιέσεις «επιβάλλουν» παλαιές συνήθειες. Λ.χ. ένα τεράστιο δοκίμιο του Αρανίτση, κατακτητής πολλών σελίδων σε διαδοχικά φύλλα, έρχεται να συνεχίσει μια τακτική που την είχα ξαναδεί και στην παλαιότερη έκδοση της Βιβλιοθήκης και ήλπιζα ματαίως ότι έχει τελειώσει. Δεν ξέρω εκ των ενόντων το χώρο των εφημερίδων, αλλά δε με πείθει ότι αυτό είναι μέρος των επιλογών σας, τόσο ξένο με το υπόλοιπο κλίμα της Βιβλιοθήκης, ή όταν συντηρείτε ονόματα και κείμενα, που έρχονται αυτούσια από το χθες και στοιχειώνουν το σήμερα. Γιατί εκεί που βλέπω σποραδικότητα, ξαφνικά εμφανίζεται μια προκλητική τακτικότητα, εκεί που βλέπω να έχει εξαφανιστεί λ.χ. η Σχινά (εκτός από τον Χατζηβασιλείου, που προανέφερα) παρουσιάζονται υπογραφές κατ’ εξακολούθηση συχνές.
Θα ήθελα να ξέρω αν σας έχει απασχολήσει ποιοι διαβάζουν τη Βιβλιοθήκη, η οποία δεν ενσωματώνεται καν σε ένα σαββατιάτικο ή κυριακάτικο φύλλο. Εικάζω μερικές εκατοντάδες φανατικοί αναγνώστες σαν κι εμένα, και ποικίλοι συγγραφείς, κριτικοί, εκδότες, βιβλιοπώλες και λοιποί άνθρωποι του χώρου. Επομένως, σε ένθετα σαν αυτό περιμένουμε πιο άμεσα αντανακλαστικά και μια σταθερή βάση, πάνω στην οποία να στηρίζουμε τις αναγνωστικές-μας επιλογές.
Δεν ξέρω αν είμαι αιθεροβάμων στα 45-μου χρόνια, επειδή ελπίζω ότι έστω και κατά τι θα εισακουστώ. Είμαι ίσως ο ρομαντικός φιλαναγνώστης που παρακολουθούσα τις στήλες βιβλίου της Ελευθεροτυπίας από τότε που δεν είχαν οργανωθεί σε ένθετο αλλά κοσμούσαν τα φύλλα της Τετάρτης, αν δεν κάνω λάθος. Τώρα, λοιπόν, μια μικρή φωνή μέσα-μου μου ψιθυρίζει ότι θα μπορέσετε –πέρα από τους φίλους-σας, που (όπως οι φίλοι όλων-μας) μιλάνε ενίοτε με διπλωματική διακριτικότητα ή με αυλική κολακεία- να ακούσετε έναν από τους εκατοντάδες αναγνώστες της Βιβλιοθήκης, ο οποίος με επιχειρήματα –πιστεύω- θέλησε να σας μεταφέρει ένα δείγμα της πρόσληψης της προσπάθειάς-σας από τη βιβλιόφιλη κοινή γνώμη.
Με την ελπίδα ότι τουλάχιστον θα διαβάσετε με καλή προαίρεση
όσα έχω παρατηρήσει
Μετά τιμής
Πατριάρχης Φώτιος