Τι μπορεί να
δείχνει η ζωή ενός ναυτικού και μιας πόρνης; Μια ζωή ενός μπουρδελιάρη
ταξιδευτή και μιας αξιοπρεπούς ιερόδουλης; Και πώς αυτές οι δύο ζωές
συνδιαλέγονται μεταξύ-τους;
Βαπορίσιος καφές:
Γιάννης Μακριδάκης
“Η πρώτη φλέβα”
εκδόσεις Εστία
2016
|
Πριν το διαβάσω:
Γιατί το διάλεξα; Επειδή είμαι φαν του
Μακριδάκη, έχω διαβάσει τα πάντα, τον παρακολουθώ από τότε που ξεκίνησε,
ασχέτως αν η ερεθιστική γραφή-του με εμπνέει ή με απωθεί, με βρίσκει σύμφωνο ή
με εξωθεί σε σφοδρές διαφωνίες.
Καθώς το διάβαζα:
Μικρό βιβλιαράκι που διαβάζεται
γρήγορα, με εκείνη την αφηγηματική άνεση που σε παρασέρνει, αν και λείπει η
υπόθεση που σε ωθεί προς το τέλος. Πρόκειται
για τους μονόλογους ενός ναυτικού και μιας πόρνης, οι οποίοι εναλλάσσονται,
καθώς μια διηγείται ο ένας και μια ο άλλος, σε ένα διαρκές πινγκ-πονγκ. Είναι
δυο προφορικές μαρτυρίες, που έχουν δουλεμένη τη γλώσσα, αν και θα μπορούσε ο
συγγραφέας-τους να φτιάξει πιο ιδιαίτερο το ύφος του καθενός.
Κι
αν επιλέξει ο συγγραφέας δύο τέτοιες παράλληλες ιστορίες, τότε τι να περιμένει
ο αναγνώστης από τη συμπαράθεσή-τους; Μπορεί
να περιμένει μια σταδιακή σύγκλιση, όπου στο τέλος οι δυο ιστορίες φέρνουν
κοντά τους πρωταγωνιστές-τους, τις μοίρες-τους ή τις ρότες-τους. Μπορεί να περιμένει μια κατοπτρική
αντανάκλαση, όταν η μία ιστορία αντικατοπτρίζεται στην άλλη, βρίσκει στην
απέναντί-της το δικό-της πρόσωπο, αλλοιωμένο βέβαια μέσα από τις παραμορφώσεις
του κρυστάλλου, διαστρεβλωμένο από τις ανάγκες και την προσωπικότητα του άλλου.
Ή τέλος μπορεί να περιμένει μια
αντίθεση, τα μέρη της οποίας να τονίζονται κάθε τόσο ή στην οποία να φαίνεται η
αντίστιξη δύο προσώπων.
Ο
ναυτικός εδώ αφηγείται τα ταξίδια-του, τις φουρτούνες και τα λιμάνια,
αποσπασματικά στιγμιότυπα από τη ναυτική-του σταδιοδρομία. Πιο πολύ όμως η αφήγηση εστιάζει στις περιπέτειες του αφηγητή με
γυναίκες, κατά βάση πόρνες, που ψάρευε ή τον ψάρευαν στα μπαρ ανά την
υφήλιο, από την Ιαπωνία έως τη Βραζιλία. Ελάχιστα δηλαδή εξιστορεί τα βάσανα
του ναυτικού (ίσα ίσα μια άγρια θαλασσοταραχή στον Βισκαϊκό κόλπο) και σε
συντριπτικό ποσοστό ο στόχος της αφήγησης είναι να δείξει πώς η ζωή-του γέμισε
με ερωτικές εμπειρίες της μιας νύχτας ή περισσότερων.
Η
ιερόδουλη από την άλλη είναι φυσικό να μιλάει κατά βάση για την πορνική-της πορεία, από τότε που
ξεκίνησε και μπήκε στο επάγγελμα μέχρι τώρα που συνταξιοδοτήθηκε. Από τα
πρώτα βήματα στον Πειραιά μέχρι το «σπίτι» που είχε στα Χανιά. Είναι μια ζωή
για την οποία δεν παραπονιέται, ίσα ίσα που επιμένει ότι ήταν ευχαριστημένη από
όσα έζησαν, δεν μεμψιμοιρεί, δεν γκρινιάζει για την άδικη μοίρα… Οι πελάτες-της
που τη σέβονταν, η θέση-της συχνά ως εξομολόγου, η ανεξαρτησία-της, η ανάληψη
του ρόλου-της που δεν την έκανε φτηνό δοχείο σεξ, αλλά μια “τιμιότερη” παρουσία
συνδρομής των ανδρών
Τελικά,
τι αποκομίζει ο αναγνώστης από αυτές τις δύο ιστορίες; Καταρχάς, απολαμβάνει τις αφηγήσεις, διαβάζει δυο
μονολόγους που έχουν ενδιαφέρον, ελεγχόμενο ρυθμό, γρήγορο τέμπο, καίριες
επικεντρώσεις σε σημεία που έχουν σημασία, συνδυασμός γεγονότων και σχολίων από
τον αφηγητή… Είναι λοιπόν δύο καλογραμμένες αφηγήσεις που κρατούν, και λόγω της
εναλλαγής-τους και λόγω της έκτασής-τους, το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Από
εκεί και πέρα ποιο μοτίβο συνδέει τις δύο ιστορίες; Δεν έχω πολλά να πω. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι υπάρχουν υπόγεια
κανάλια που συνδέουν τα δύο συγκοινωνούντα δοχεία. Το χρονικό διάστημα ας
πούμε σε πρώτη φάση των δεκαετιών ’60 μέχρι ’80 στο οποίο κινούνται και οι δύο
δεν φτάνει. Είναι όμως ορατό πως η μία ιστορία θηλυκώνει μέσα στην άλλη, σαν γιν
γιανγκ, αφού η πόρνη μιλά για τους πελάτες-της κι ένας πελάτης, όχι της ίδιας, ο
ναυτικός μιλά για τις εκδιδόμενες με τις οποίες κοιμήθηκε. Σε άλλους τόπους και
με άλλα συμφραζόμενα η ίδια ιστορία, σπασμένη και ξαναραμμένη από δύο
διαφορετικούς ανθρώπους που όμως ο ένας γνώρισε σχηματικά τον άλλο.
Μια
εμφανής ομοιότητα είναι η ανεξαρτησία
και των δύο ηρώων, καθώς ζουν ελεύθεροι, χωρίς περιορισμούς, χωρίς γάμους
και δεσμεύσεις (ο ναυτικός παντρεύτηκε και έκανε ένα παιδί, αλλά αυτό δεν
ακούγεται παρά μόνο στο τέλος, σαν να μην έπαιξε κανέναν ρόλο στις λιμανίσιες
περιπέτειές-του). Και οι δύο λοιπόν προβάλλουν
με τα λόγια και τις πράξεις-τους την ελεύθερη ζωή-τους, η μία που δεν είχε
ποτέ πάτρωνα να την καταπιέζει και να την εκμεταλλεύεται, ο άλλος αναδεικνύει
την ταξιδιάρικη υφή του επαγγέλματος που τον αποδεσμεύει από οποιαδήποτε
σταθερή και άρα υποδουλωτική μονιμότητα.
Αφού το διάβασα:
Ωραία ανάγνωση, αλλά δεν μπορώ να επαναπαυτώ
σ’ αυτήν τη διαπίστωση με έναν Μακριδάκη που συνεχώς τονίζει μια Ιδέα και προσπαθεί
με τη λογοτεχνία-του να της δώσει σάρκα και οστά. Εδώ τι; Την ελευθερία, την
αντισυμβατικότητα, το σπάσιμο των ταμπού, την πορεία κόντρα στα ήθη και τις
κοινωνικές σταθερές; Η πόρνη ναι, απόλυτα, αφού ζει ενάντια στα καθιερωμένα,
αλλά ο ναυτικός έχει περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο ως τέτοιο ον.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 29/11/2016. Εδώ αναδημοσιεύεται με δύο πίνακες στην αρχή και στο τέλος της ανάρτησης, του Γιάννη Τσαρούχη αφενός και του Γιάννη Κούτρικα («Τάνκερ») αφετέρου, και με τις λοιπές εικόνες να είναι παρμένες από: www.digital-camera.gr, www.inred.gr, www.allesoverchios.nl, www.mixanitouxronou.gr και flix.gr]
Πατριάρχης Φώτιος
10 comments:
Εκτός από την αφηγηματική τέχνη του Μακριδάκη δεν βρήκα τίποτε άλλο που να με συγκινήσει, να με συναρπάσει ή να με προβληματίσει. Καμιά σύγκριση με το εξαιρετικό "Η δεξιά τσέπη του ράσου". Εξού και δεν μπόρεσα να γράψω γι' αυτό στο blog.
Συμφωνούμε, φίλτατη Anagnostria.
Και δεν μπορώ να καταλάβω πάνω σε ποιον μακριδακικό άξονα
έστησε ο συγγραφέας το έργο-του,
καθώς "Η πρώτη φλέβα" απέχει πολύ από τις βασικές-του γραμμές.
Πατριάρχης Φώτιος
Μ' αρέσει πολύ η γραφή του Μακριδάκη, ειδικά το "Η δεξιά τσέπη του ράσου". Το συγκεκριμένο δεν ήταν του ίδιου επιπέδου ωστόσο κυλούσε όμορφα.
Πάντως, ακόμη κι αν είναι κάπως όπως τα λέτε, δεν παύει και αυτό το βιβλίο να έχει το ιδιαίτερο ύφος και στύλ του Μακριδάκη, αυτή τη δική του αφηγηματική τέχνη όπως είπε η anagnostria. Η αλήθεια είναι ότι δεν δένουν πολύ οι δύο ήρωες, εγώ τους είδα ξεχωριστά και με εντυπωσίασαν οι περιγραφές των τόπων και της ζωής του ναυτικού (μου θύμισε λίγο Καββαδία) αλλά και ... φυσικά οι περιγραφές γνώριμων σημείων και καταστάσεων στα Χανιά (εκείνος περιγράφει εικόνες προηγούμενων δεκαετιών που κι εγώ θυμάμαι αμυδρά ή νομίζω ότι θυμάμαι αυτά που άκουγα από τους μεγαλύτερους, εγώ βέβαια ως Χανιώτισσα, εκείνος ως Χιώτης και νεώτερός μου;).
Πατριάρχα, νομίζω θα σταματήσω εδώ τη φλυαρία, ίσως σκεφτώ να κάνω μια "κανονική" ανάρτηση.
Θα ήθελα να σας προτείνω να διαβάσετε ξανά το βιβλίο εστιάζοντας στον τίτλο και δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στις σελίδες 108 -110, 127. Θα καταλάβατε τη σχέση που έχουν οι δύο ιστορίες, ο Γιώργης με τη Λόλα και θα απολαύσετε πραγματικά ένα από τα πιο μεστά ανθρώπινα και τρυφερά βιβλία που μας έχει χαρίσει η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
Εύχομαι καλές γιορτές σε όλους με υγεία και ευτυχία.
Librarian,
πόσοι άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους κι εγώ,
λένε πως "Η δεξιά τσέπη του ράσου" ήταν το καλύτερό-του!
Π.Φ.
Κατερίνα, καλημέρα.
Δυο παράλληλες ιστορίες, όσο κι αν αξίζουν αφηγηματικά, δεν μπορούν να καταξιώσουν ένα έργο που θέλει να τις συμπλέξει.
Άρα, πρέπει να δούμε αν η Μαρίνα με τις υποδείξεις-της έχει δίκιο,
ώστε να ανακαλύψουμε τον κρυμμένο κρίκο.
Π.Φ.
Μαρίνα, δεν έχω τώρα πρόχειρο το βιβλίο,
αλλά, όταν το βρω,
θα ψάξω τον δεσμό που συνδέει τις δυο ιστορίες
κι ελπίζω να δω με άλλο μάτι τη νουβέλα.
Π.Φ.
Ο δεσμός που δένει τους δύο ήρωες υπάρχει, ας μην τον αναφέρω για όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο, συμφωνώ πάντως ότι είναι αδύνατος για να καταξιώσει αυτό και μόνο το στοιχείο το σύνολο του έργου. Για τούτο στάθηκα σε άλλα σημεία του βιβλίου. Η δεξιά τσέπη του ράσου νομίζω αρέσει σε όλους, πέρα από τα αφηγηματικά "μακριδακικά" πλεονεκτήματα ήταν και πολύ ευρηματική η σύλληψη της ιστορίας. Για μένα πάντως, το έργο του Μακριδάκη που θεωρώ σαν το καλύτερό του είναι το Ανάμισης τενεκές. Κρίμα που δεν δοκιμάζει ξανά σε μεγαλύτερη από νουβέλα φόρμα.
Συμφωνώ με την Κατερίνα Τοράκη.
Αναμφισβήτητα "Η δεξιά τσέπη του ράσου" ήταν αναπάντεχα ευρηματική. Όμως ο "Ανάμισης τενεκές" είναι το καλύτερό του έργο, από όσα έχω διαβάσει. Σημειωτέον, λίγο-πολύ μου αρέσουν όλα τα βιβλία του, για το ύφος, το ήθος και την ατμόσφαιρά τους, όλα "μακριδακικά".
Την "Πρώτη φλέβα" δεν την έχω διαβάσει.
Post a Comment