Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία:
αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν,
μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα
δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την
ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά,
τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με
αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ,
αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς
κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
(Νίκος
Χουλιαράς, από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη
147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)
[Πρόταση
από τη Rosa Mund]
Όχι δικό-σας. Στείλτε το ποίημα με
όνομα ποιητή, ποιητική συλλογή και χρόνο δημοσίευσης.
Βρείτε το ποίημα που ταιριάζει στη
διάθεσή-σας ή στους προβληματισμούς-σας
και μοιραστείτε-το μαζί-μας.
Πατριάρχης Φώτιος
6 comments:
Εμένα, τέτοιες μέρες, μου αρέσει το "Χιόνια στο καμπαναριό".
Όπως το τραγουδούσαμε στο σχολείο, τότε που άνθρωποι και σπίτια έλαμπαν από μέσα. Ένα χριστουγεννιάτικο δεντράκι μόνο, πίσω από τζάμια στολισμένα με κομματάκια από βαμβάκι και χάρτινες ζωγραφιές.
Στη φτωχική μου γειτονιά... πλούτη αμύθητα.
Χρόνια Πολλά!
Ρόζα,
κι εμένα μ' αρέσει.
Και στην παιδική-μου μυθολογία
αυτό και άλλα τραγούδια έδιναν τον τόνο,
όταν ετοιμάζαμε κούτες με τρόφιμα για να μοιράσουμε σε οικογένειες που είχαν ανάγκη.
Αυτά ήταν πλούτη αμύθητα, παιδικές εμπειρίες, μικρά χαμόγελα.
Π.Φ.
Rosa Mund,
με έχεις στείλει με τα ποιήματα που διαλέγεις!
Ό,τι πιο ουσιαστικό και μαζί ποιητικό,
ό,τι πιο κοινωνικά οξύ και μαζί αισθητικό!!!
Θα πρέπει να σε εκμεταλλευτώ σαν δεξαμενή ποίησης,
ακόμα και όταν τελειώσουν οι γιορτές.
Π.Φ.
Χαίρομαι τρελά που τυχαίνει να σας αγγίζουν οι (ποιητικές) επιλογές μου.
Μετά χαράς να συνεισφέρω με ό,τι τυχαίνει να ξέρω ή να έχω στα κιτάπια μου. Από τα εφηβικά μου χρόνια διατηρώ ακόμα τα τετράδια που συγκέντρωνα χειρόγραφα όσα ποιήματα μου άρεσαν, μην έχοντας τότε τη δυνατότητα να τα αγοράσω.
Έτσι όπως τα λες, Πιφί.
Και παιχνίδια βάζαμε.
Στο κατηχητικό το κάναμε,
και στους προσκόπους...
Και πάντα λέγαμε
"Χρόνια Πολλά"
Ρόζα,
στα τωρινά δέματά-μας βάζουμε ποιήματα.
Δεν έχουν βέβαια την υλική εκείνη αξία που πολλοί χρειάζονται,
αλλά ίσως ωθήσουν όσους τα διαβάσουν
να δουν με πιο αλληλέγγυο μάτι τον συνάνθρωπο.
Χρόνια πολλά!
Π.Φ.
Post a Comment