Αφιέρωμα: Βρετανική και ιρλανδική λογοτεχνία (2). Στη ζωή υπάρχουν συνήθως περιορισμένες επιλογές, τις οποίες
όποιος πάρει, δύσκολα μπορεί να τις αλλάξει εκ των υστέρων. Στη λογοτεχνία η
διερεύνηση ποικίλων εκδοχών του βίου μπορεί να δώσει εξαίσιες ιστορίες…
Στιγμιαίος καφές με μόκα:
Kate Atkinson“Life after Life”
Doubleday 2013
“Ζωή μετά τη ζωή”
μετ. Μ. Γκανά
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013
Ο χρόνος και η χρήση-του είναι βασική έγνοια των
μοντερνιστών, οι οποίοι προσπάθησαν να συλλάβουν την υφή-του, να διερευνήσουν
την αίσθηση που αφήνει και τις επιδράσεις στη ζωή του ανθρώπου και να τον
διασταυρώσουν με άλλες συνιστώσες-της, όπως ο χώρος, η ιστορία, η μηχανή κ.ο.κ.
Από το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ μέχρι το ανανεωμένο ιστορικό
μυθιστόρημα και η σχέση του παρελθόντος με το παρόν, οι συγγραφείς του 20ού
αιώνα έθεσαν πολλές φορές τον χρόνο στο μικροσκόπιό-τους και τον ανέλυσαν με
κάθε τρόπο.
Η Βρετανίδα Kate Atkinson δουλεύει ανάλογα πάνω σε μια πολύ έξυπνη ιδέα: το πώς θα
μπορούσαμε να ξαναζήσουμε τη ζωή-μας, αν ήμασταν σε θέση να την επαναλάβουμε
και να “διορθώσουμε”, συνειδητά ή ασύνειδα, την πορεία-της. Το ερώτημα
παραπέμπει σε ένα πιθανολογικό “αν”, που μου θύμισε μια πρόσφατη ελληνική
ταινία, το «Αν» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, η οποία αξιοποιεί, έστω και ρηχά
ερωτικά και αβαθώς καλλιτεχνικά, παρόμοια σύλληψη. Στην ταινία η ιστορία
διχάζεται ανάμεσα σε δύο πιθανές εκδοχές που κινούνται –ας πούμε- παράλληλα,
ενώ στο βιβλίο της Άτκινσον η ιστορία ξαναγράφεται και ξαναγράφεται σε ένα
ατέρμονο παλίμψηστο που σβήνει και ξαναγράφει τον χρόνο.
ή η Ούρσουλα γεννιέται τελικά από έγκαιρη έλευση του
γιατρού και μεγαλώνει σε μια πλούσια οικογένεια της Αγγλίας τη διάρκεια του
Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ώσπου τον Ιανουάριο του 1915 η μικρή κοπελίτσα
επιχειρεί να πιάσει την κούκλα-της και πέφτει στο κενό…
ή την προλαβαίνουν πριν περάσει από το ανοικτό παράθυρο.
Έτσι, μεγαλώνει ανάμεσα στα τρία αδέλφια-της, ενώ ο πατέρας-τους Χιου λείπει
στον πόλεμο, ώσπου έρχεται το τέρμα του πολέμου, αλλά η οκτάχρονη πλέον
Ούρσουλα πεθαίνει από γρίπη τον Νοέμβριο του 1918…
ή το 1947, όταν αργοσβήνει στο κρεβάτι-της, λίγο μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο…
Για να μην τα πολυλογώ, η Ούρσουλα μεγαλώνει, πεθαίνει
πολλάκις αλλά αφηγηματικά μπορεί να γλιτώνει, ζει, παντρεύεται, μένει έγκυος,
κάνει φιλίες, σχέσεις, βρίσκει δουλειά. “Πόσο
τεράστια είναι η διαφορά ανάμεσα στο πεθαίνω και το σχεδόν πεθαίνω”, αναρωτιέται κάποια
στιγμή. Κι είναι αυτό το συνεχές τραμπάλισμα μεταξύ του θανάτου, που βάζει
τέρμα στα πάντα, και της συνέχειας της ζωής, που δίνει παράταση σε όσα θέλει να
κάνει η πρωταγωνίστρια. Η ζωή-της μπλέκεται με τους βίους των άλλων αλλά και με
τα ιστορικά γεγονότα, όπως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την πορεία μιας
Βρετανίδας μέσα σ’ αυτόν.
Η ζωή είναι ένα άνυσμα με τέρμα τον θάνατο, ο οποίος
περιγράφεται να έρχεται σαν ένα αθόρυβο σκοτάδι (αυτή η λέξη χρησιμοποιείται
συνυποδηλωτικά, όπως και η «μαύρη νυχτερίδα», για να δηλωθεί το τέλος της ζωής).
Οι πιθανότητες να ζήσει κανείς και να γεράσει φαίνονται μικρές, όσο η
πρωταγωνίστρια πεθαίνει από διάφορες αιτίες ή σώζεται χάρη σε ανεπαίσθητα
μειδιάματα της τύχης. Ο θάνατος είναι μια πιθανότητα που φράζει τον χρόνο ή η
ζωή σαν ποτάμι μπορεί να ελίσσεται αποφεύγοντας τα εμπόδια;
Η Άτκινσον,
για να παρακολουθήσει τη διπλή πορεία του χρόνου, ακολουθεί δύο αφηγηματικούς
ρυθμούς. Από τη μία, συντάσσεται πλήρως με τον ρεαλισμό και διηγείται αργά, με
λεπτομέρειες έστω κι αν τα κεφάλαια είναι μικρά, με αργοβάδιστο τέμπο, με σκηνές
που δεν έχουν άλλο λόγο παρά μόνο να απλώσουν την αφήγηση και να βάλουν τον
αναγνώστη στο κλίμα της ιδιωτικής ζωής αλλά και της ιστορίας. Από την άλλη, με
συνεχείς αναδρομές, με χρονικά πετάγματα, με σύντομες παρεκβάσεις,
πηγαινοέρχεται από το σήμερα στο άλλοτε, διασπώντας την ευθύγραμμη πορεία της
αφήγησης με φωτοβολίδες που φωτίζουν το παρελθόν. Και ενδιάμεσα ρίχνει την ιδέα
του déjà vu, εμβάλλοντας
τη σκέψη μήπως η Ούρσουλα μεταβαίνει στον χρόνο και νομίζει ότι βιώνει θανάτους
που ποτέ δεν έζησε.
Το
μυθιστόρημα βέβαια ξεχειλίζει, σαν κοιλιά έξω από το παντελόνι, απλώνεται,
βρίσκει αφορμή από τις ποικίλες συνέχειες που έχει η συγγραφέας σκαρφιστεί και ρέει
απρόσκοπτα, πισωγυρίζει και ξαναξεχύνεται σε ένα αδιάκοπο άπλωμα. Γι’ αυτό αυτή
η σχοινοτενής αφήγηση και επανάληψη γίνεται κουραστική, όπως γράφει και η
Χριστίνα Παπαγγελή.
[Οι φωτογραφίες
αντλήθηκαν από: www.azcentral.com, www.lifo.gr, www.polyvore.com, www.fashionsnewz.com, eofdreams.com και www.learning-mind.com]
Πατριάρχης Φώτιος
No comments:
Post a Comment