Σε τι διαφέρει ένα καλογραμμένο
κείμενο από ένα κορυφαίο; Μέσω τριών βιβλίων ίσως βρήκα μια άκρη, τριών βιβλίων που δεν είναι κακά, αλλά συνάμα κάτι τους λείπει για την απογείωση. Μετά τις “δημόσιες ιστορίες”
του Δημήτρη Χριστόπουλου, ο οποίος είχε την καλοσύνη να μου στείλει το
έργο-του, τρεις άλλοι φίλοι του Βιβλιοκαφέ με τίμησαν με την εμπιστοσύνη-τους. Πρόκειται
για αναγνώσεις που γέμισαν τον χρόνο-μου, που μπήκαν στο ρεπερτόριο του
κομοδίνου-μου, που τρύπωσαν στα διαλείμματα της καθημερινότητας.
Νώντας Τσίγκας, “Εποχιακός διανομέας”, εκδόσεις Πανοπτικόν, 2013
Τα διηγήματα του Τσίγκα
είναι γραμμένα σε μια γλώσσα συμπυκνωμένη, στιβαρή, με πολλές συνυποδηλωτικές
εκφορές, που παρακολουθεί την ιστορία με τον βαρύ εξοπλισμό-της. Αυτή η γλώσσα
δηλώνει σκέψη και ζύμωμα, αλλά ταυτόχρονα υπηρετεί μια ανάλογη αφήγηση, όπου ο
χρόνος δεν πλατειάζει, πυκνώνει και αραιώνει εύρυθμα.
Η θεματική παραπέμπει σε
αξίες του παρελθόντος κι ίσως αυτό ηχεί μια νότα επιφύλαξης, όχι τόσο επειδή τα
διαχρονικά θέματα δεν πρέπει να υπάρχουν στη λογοτεχνία όσο επειδή ο τρόπος
χειρισμού-τους παραπέμπει σε νοσταλγικές νοοτροπίες και αισθητικές, που φυσούν
εν μέρει μια παλιομοδίτικη αύρα. Το κλίμα οδηγεί σε ένα γραφικό (με την καλή
έννοια) παρελθόν, πιο γνήσιο, πιο ανόθευτο, πιο αυθεντικό που επαναφέρει στο
σήμερα αξιοπρόσεκτες στιγμές και αξίες.
Λίγη ποιητικότητα, ειδικά
στα κείμενα για τον Καρούζο, πολύ στάσιμο βήμα, που μου θύμισε σε μερικά σημεία
Γιώργο Ιωάννου, μια γενικότερη στοχαστική στάση προς τη ζωή, αλλά λιγότερη
δράση. Είναι αυτή η μορφή διηγημάτων, ή καλύτερα πεζογραφημάτων, κατά την οποία
η ιστορία παίζει περιφερειακό ρόλο, είναι πιο πολύ η αφορμή, ενώ πρωτεύουσα
θέση έχει το σχόλιο, η ανάμνηση, οι συνειρμοί, η φόρτιση που προκαλούν τα
γεγονότα και όχι αυτά καθαυτά τα γεγονότα.
Το μικρό αυτό βιβλιαράκι,
παρότι αυτοέκδοση, πληροί όλες τις προδιαγραφές ενός καλαίσθητου τόμου. Είναι
το μεράκι ανθρώπων που αγαπούν τη λογοτεχνία, ξέχωρα από πωλήσεις και φήμη.
Δημήτρης Χατζηκωνσταντίνου, “Ετούτο
είν’ ωκεανός”, εκδόσεις Ταξιδευτής, 2013
Τι επιδιώκει ένας
άνθρωπος όταν βάζει το χαρτί μπροστά-του (το πληκτρολόγιο πλέον) και αρχίζει να
ρίχνει σκέψεις στο χαρτί; Αυτό το βασικό ερώτημα καλείται συχνά να απαντήσει ο
αναγνώστης, όχι επειδή αυτό θα τον δεσμεύσει αλλά επειδή αναρωτιέται τον σκοπό,
την πρόθεση, το κίνητρο ενός συγγραφέα. Ο ίδιος βέβαια ο αναγνώστης θα βάλει τη
δική-του φωτιά σ’ αυτό, για να το κάψει ή να το φωτίσει.
Το μυθιστόρημα του
Χατζηκωνσταντίνου ξεκινά με έναν φόνο στο ερημικό ταβερνάκι του χωριού, τον
φόνο του Κυριάκου Παλαιολόγου. Κι έπειτα μεταφέρεται στην περιπετειώδη ζωή του
μικρού, φτωχού, ατίθασου Σάββα, που έρχεται στην Αθήνα από το χωριό-του.
Μπλέκει με παρέες, κάνει ληστείες, βυθίζεται στον κόσμο των ναρκωτικών και της
νύχτας. Η πορεία-του σαν ελληνική ταινία δραματικού περιεχομένου συγκλίνει
ώσπου συναντιέται με αυτή του Κυριάκου.
Δεν ξέρω ποιος πόνος
έκανε τον συγγραφέα να απλώσει τις σειρές πάνω στη λευκή κόλα. Όμως όσο κι αν
βιωματικά μπορεί να αγγίζει πολλούς και ενδέχεται να θυμίσει παραστρατήματα και
ασωτίες, λογοτεχνικά μένει σε μια ρηχή αφήγηση, παρωχημένη και παλιομοδίτικη,
δεν ρισκάρει, δεν σηκώνει το βίωμα σε επίπεδο αισθητικής αποτύπωσης.
Νίκος Καρακάσης,
“Who the hell is Max?”, εκδόσεις Σαΐτα, 2014
Το κείμενο του Καρακάση
ανήκει στη γραμμή των λογοτεχνικών έργων που δεν προσωποποιούν τους χαρακτήρες-τους
(εκτός φυσικά από τον Μαξ), αλλά προσπαθούν να στήσουν μια αλληγορία απρόσωπη
και διαχρονική. Θυμάμαι ενδεικτικά στο στυλ της παρωδίας ως σατιρικής κριτικής
της τρέχουσας επικαιρότητας την “Εξέγερση των νεκρών”
του Θανάση Καρτερού.
Στο μυθιστόρημα του
Καρακάση τα χαρτονομίσματα της χώρας μετατρέπονται ξαφνικά και αναίτια σε
σκόνη, δείχνοντας μεταφορικά ότι το χρήμα είναι αέρας, ατμός, φύλλο, σκόνη. Ο
πανικός που διαπερνά τους πάντες αποκτά κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις,
δίνοντας στον συγγραφέα τη δυνατότητα να καταδείξει τη σήψη και την πολιτική
ανικανότητα, την αποτυχία του τραπεζοπιστωτικού συστήματος, την αβασιμότητα των
καπιταλιστικών καθεστώτων. Είναι μια αλληγορία που λύνεται τραγωδιακά με έναν
από μηχανής θεό.
Η αλληγορία είναι εξ
αρχής φανερή και ο αναγνώστης ξαναβλέπει το παρόν με όρους δημοσιογραφικούς, με
όρους ρεπορτάζ αλλά και λογοτεχνικού δοκιμίου που στήνεται με εικόνες και
παραδείγματα. Η απουσία όμως χαρακτήρων, ολοκληρωμένων και σάρκινων,
αποδυναμώνει το κείμενο και το μετατρέπει σε ρηχή έως άνευρη μυθοπλασία. Από την άλλη, ο Μαξ
εκπροσωπεί μια άλλη δύναμη που ξέρει τα πάντα και γι’ αυτό ανατρέπει τα
συνηθισμένα και αποκωδικοποιεί τη ζωή των ανθρώπων. Κι αυτή η ανατρεπτικότητα
είναι σίγουρα η πιο δυνατή επινόηση του βιβλίου, αφού κλονίζει το ρεαλιστικό και
ταυτόχρονα συνηγορεί υπέρ του αλληγορικού.
Πού είναι η διαφορά;
Τα λογοτεχνικά έργα, που μου
απέστειλαν οι φίλοι του Βιβλιοκαφέ, μου υπέβαλλαν έμμεσα ένα βασικό ερώτημα για
το ποιόν της λογοτεχνίας: τι είναι αυτό που ξεχωρίζει το καλογραμμένο κείμενο
από το κορυφαίο;
Το
πρώτο επιχειρεί να στήσει μια ιστορία πάνω στα βιώματα, προσωπικά ή φανταστικά,
του συγγραφέα, χωρίς να μπορεί αυτό το σύμπαν να σταθεί μόνο-του. Το δεύτερο
ξεφεύγει από τον ομφάλιο λώρο του δημιουργού-του και αυτονομείται νωρίς,
στέκεται αυτοτελές, κρατά τους χυμούς-του χωρίς τη διάνοια του συγγραφέα. Το
πρώτο είναι πιο πολύ μια εκτόνωση των εντάσεων που κουβαλά ο πεζογράφος, το
δεύτερο είναι μια τεχνήεσσα λογοτεχνική ολότητα. Το πρώτο κοινοποιεί αναμνήσεις
ή σκέψεις, το δεύτερο ποιεί, έστω κι αν στηρίζεται σε εμπειρίες και κοινωνικά
συμφραζόμενα. Το πρώτο ανασυνθέτει, το δεύτερο συνθέτει, το πρώτο αποδίδει μια
ιστορία που μπορεί να είναι καλογραμμένη, το δεύτερο ανάγει την ιστορία σε
σταθμό κοινωνικού και αισθητικού ανοίγματος. Το πρώτο γράφει και ακολουθεί με
συνέπεια τη σκέψη, το δεύτερο χωρίς να χάνει την αλληλουχία της γραφής ίπταται
παραπάνω.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς
που μου εμπιστεύθηκαν τα έργα-τους!
[Οι εικόνες της ανάρτησης έχουν
ληφθεί από: www.digitalbookworld.com,
xeimwniatikhliakada.wordpress.com, www.greek-visiting.com,
www.newwinemusic.com, www.zexh.com και
s271.photobucket.com]
Πατριάρχης Φώτιος
No comments:
Post a Comment