Thursday, October 27, 2011

“Η ερωμένη και η σκιά-της” του Κυριάκου Μαργαρίτη & “Ζωή χαρισάμενη” του Σπύρου Γιανναρά

Δύο νέοι συγγραφείς ψάχνουν τα βήματά-τους: ο ένας κινήθηκε στο αστυνομικό και στην παιδική λογοτεχνία, ενώ τώρα κάνει στροφή, ο άλλος κατέθεσε τη φιλοσοφική-του παιδεία και τώρα βλέπει με κωμικό πρίσμα τις σύγχρονες ανησυχίες-του.

Καφές εσπρέσο στρέτο:
Κυριάκος Μαργαρίτης
“Η ερωμένη και η σκιά-της”
εκδόσεις Ψυχογιός
2011

        Μερικές φορές νιώθεις ότι το έργο ξεκινά για Γιάννενα και φτάνει Τρίπολη. Και τότε αρχίζεις να σκέφτεσαι: διαμόρφωσες κακώς λανθασμένες προσδοκίες; ο συγγραφέας άρχισε με καθορισμένο δρομολόγιο και στην πορεία το άλλαξε; δεν είχε εξ αρχής στόχο και πήγε όπου φυσάει;
Μέσα στη μεγάλη μπάμπουσκα του θανάτου ενός μεγάλου ηθοποιού (στα σαράντα-του;) βρίσκεις μια πιο μικρή, το πένθος της ερωμένης-του, και σ’ αυτήν μια πιο μικρή, τη φιλία-προστασία της φίλης-της. Η «Kinder έκπληξη» εντέλει οδηγεί το παιχνίδι αλλού. Το βιβλίο του κύπριου συγγραφέα χωρίζεται σε τρία εμφανή μέρη:
Ø  στο πρώτο αφηγήτρια είναι η Ειρήνη, φίλη της ηθοποιού Ευρυδίκης Καραντώνη, η οποία έχασε τον εραστή-της Πέτρο Μάρκελλο, μεγάλο όνομα στον χώρο της υποκριτικής. Μετά το πρώτο σοκ που το πέρασαν μαζί, μάλωσαν, καθώς η Ειρήνη ξεστόμισε την αρνητική-της εικόνα από τον βίο και την πολιτεία του τεθνεώτα. Η Ευρυδίκη στη συνέχεια κατέφυγε σε μέντιουμ για να ξαναβρεί την ψυχή του αγαπημένου-της και έπειτα έστησε ολόκληρη ιστοσελίδα όπου σε ζωντανή μετάδοση βλέπουν όλοι το σπίτι-της, ώστε να συλλάβουν το φάντασμα του νεκρού Πέτρου.
Ø  στο δεύτερο μέρος αφηγητής είναι ο Νικόλας, ένας ψυχοπαθής, κολλημένος με την Ευρυδίκη, ο οποίος ταυτίζεται στο μυαλό-του με τον Πέτρο και πιστεύει στην ερωτική προσέγγιση με την Ευρυδίκη, που είναι το ίνδαλμά-του. Προς το παρόν, την παρακολουθεί με προσήλωση από το διαδίκτυο και απαρνείται όλη την προηγούμενη ζωή-του προσηλωμένος καθώς είναι στον στόχο-του. Στο μήνυμα, που τελικά στέλνει, προσπαθεί να αποκαλύψει στην αγαπημένη-του ότι είναι ο Πέτρος!
Ø  στο τρίτο  ο παντογνώστης αφηγητής αναφέρει παρακολουθώντας σκηνές και πρόσωπα την τελική συνάντηση του Νικόλα και της Ευρυδίκης, που είχε επεισοδιακό φινάλε.
            Ξεκίνησα να το διαβάζω με ενδιαφέρον. Η αλαζονεία των επώνυμων και ο κανιβαλισμός των ΜΜΕ απέναντί-τους, το πένθος και η ψυχολογία των ημερών, η φιλία και η αγάπη, ο παρόρμηση και κυρίως η εξέλιξη στη μεταπενθική περίοδο. Είδα ένα ύφος σμιλεμένο, το οποίο από ένα σημείο και μετά κούραζε με τις απανωτές-του αναδιπλώσεις και τον συνεχώς σχολιαστικό-του τόνο. Η αλλαγή αφηγητή με εξέπληξε, μάλλον αρνητικά, καθώς το βάρος περνάει στην εμμονή του Νικόλα και έτσι απομακρύνεται εντελώς από τον πρώτο άξονα και τις όποιες αναμονές είχαμε στηρίξει πάνω σ’ αυτόν. Στο τέλος ανακαλύπτουμε ότι η μονομανία πέφτει πάνω σε μια άλλη μονομανία και η σύγκρουση γεννά νέα τραύματα.
            Εκτός από τον τρόπο αφήγησης που με κούρασε, γιατί επιμένει με τόσο ρεαλιστικό τρόπο σε λεπτομέρειες και έρχεται ξανά και ξανά στα ίδια πράγματα, δεν βρήκα άξονα πάνω στον οποίο να στηρίξω τις αναγνωστικές-μου συντεταγμένες. Με άλλα λόγια, δεν μπόρεσα να βρω τον στόχο για τον οποίο γράφτηκε το μυθιστόρημα και αντίστοιχα τον στόχο που εγώ ως αναγνώστης θα θέσω ώστε να συνθέσω τα επιμέρους σε μια νομοτέλεια. Γι’ αυτό μου φάνηκε από ένα σημείο και μετά πολύ αδιάφορο το βιβλίο, το διάβαζα με μειωμένη ένταση, με εξασθενισμένα αντανακλαστικά, με ολοένα και λιγότερο ενδιαφέρον, ακόμα και εκεί που έχουμε καταλάβει ότι ο φω-Πέτρος θα κάνει τη μοιραία κίνηση προς το επίγειο ίνδαλμά-του.
            Θα ήθελα να ξέρω το προηγούμενο έργο του Μαργαρίτη, το οποίο αναφερόταν στην Κύπρο, αν είχε ανάλογο χειρισμό ή αν έδεσε πιο σφιχτά τη συνταγή και μπόρεσε να αποκαλύψει την κυπριακή τραγωδία στα μάτια των σημερινών κατοίκων-της και των Ελλαδιτών, όπως κάπου διάβασα.


Decafeine:
Σπύρος Γιανναράς
“Ζωή χαρισάμενη”
εκδόσεις Πόλις
2011

Το διήγημα είναι η φωτογραφία μιας στιγμής της πραγματικότητας, η οποία συλλαμβάνει το σοβαρό αλλά και το αστείο, το λογικό αλλά και το παράλογο, το σωστό αλλά το λανθασμένο.
            Μετά την πρώτη-του είσοδο στα γράμματα με τρεις νουβέλες φιλοσοφικής πυράκτωσης (“Ο λοξίας”, Ίνδικτος 2008) ο Σπύρος Γιανναράς κατεβαίνει πάλι στον λογοτεχνικό στίβο, πιστός στη μικρή φόρμα, με έξι διηγήματα, που δεν θυμίζουν σε πολλά την πρώτη-του απόπειρα. 
            Στην ουσία πρόκειται για έξι ανθρώπινους τύπους, οι οποίοι αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα Νεοελλήνων μέσα στην ευδαιμονιστική κοινωνία-μας και τη σουρεαλιστικής στόφας χώρα-μας. Από τον ερωτύλο κατακτητή γυναικών που χρησιμοποιεί το διαδίκτυο σαν άλμπουμ των επιτυχιών-του ως τον μοναχικό δαιτυμόνα που τρώει μόνος μπροστά στο τραπέζι καθώς θυμάται τα οικογενειακά γεύματα που απέπνεαν συλλογικότητα και στοργή. Από τον εγωκεντρικό ιερέα ο οποίος βλέπει τον εαυτό-του σε κάθε εικόνα της εκκλησίας μέχρι τον μάγο της καθημερινότητας που ανακάλυψε ότι μπορεί να μεταμορφώσει τον οποιονδήποτε (τελικά όχι τον οποιονδήποτε, αφού οι πολιτικοί είναι ήδη) σε ζώο ανάλογα με τα χαρακτηριστικά-του. Και τέλος από τον απογοητευμένο άνθρωπο που είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει αλλά τελικά άρχισε να καθαρίζει όλους όσοι ελεεινοί και αλαζόνες βρίσκονται εμπόδιο στο διάβα-του έως τον μοσχαναθρεμμένο μαμάκια που φτάνει σε ένα οριακό ηλικιακό σημείο κι έπειτα αρχίζει να μικραίνει πάλι μέχρι τελικής εξαφανίσεως.
Πίνακας του Yerka
            Ο Γιανναράς συλλαμβάνει πτυχές της Ελλάδας τις οποίες αποδίδει αναμιγνύοντας ρεαλιστικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία, δείχνοντας ότι όλοι ισορροπούμε ανάμεσα στη λογική και το παράλογο. Είμαστε εν δυνάμει η χώρα του υπαρκτού σουρεαλισμού, μια κοινωνία από μέλη που έχουν συγχρόνως αυτοκαταστροφικές και μισάνθρωπες τάσεις, που ψάχνουν να βρουν ένα διέξοδο από την προσωπική-τους τραγωδία και βρίσκουν στόχο τους συνανθρώπους-τους, οι οποίοι -είτε φταίνε είτε όχι- πληρώνουν το μάρμαρο της ατομικής παράνοιας. Η εξαφάνιση του άλλου, είτε μετατρεπόμενου σε ζώο είτε δολοφονημένου με μια σφαίρα στο στέρνο, είναι η σαδιστική λύση για όσους αναζητούν τη σωτηρία-τους στην απαλλαγή αυτών που φαντάζουν ενοχλητικοί και αντιπαθητικοί.
            Τελικά ο νεαρός συγγραφέας φτιάχνει έξι πρόσωπα που ζουν μεταξύ της ατομικής και της κοινωνικής πραγματικότητας με έναν μεγεθυντικό φακό που εξυψώνει το εγώ και σμικραίνει τους άλλους. Ο Δον Ζουάν χρησιμοποιεί τις γυναίκες ως συλλεκτικά γραμματόσημα, ο ναρκισσιστής παπάς τις εικόνες ως αντικατοπτρισμό του εαυτού-του, ο μαθητευόμενος μάγος τις ανθρώπινες ιδιαιτερότητες σαν ζώα, ο επίδοξος αυτόχειρας τους εχθρούς της καθημερινότητας ως περιττούς ενοίκους της γης… Το αποτέλεσμα είναι η στροφή στο εγώ και εντέλει η πλήρης μοναξιά, όπως στο τελευταίο συγκινητικό διήγημα, ή η επιστροφή στη μητρική κοιλιά σε μια αντίστροφη πορεία αυτοεξόντωσης. Οι άλλοι δεν είναι η κόλαση, αφού χωρίς αυτούς δεν υπάρχει παράδεισος.

 Ο πίνακας κορυφής είναι η "Suicide" του Edouard Manet (1877)
Πατριάρχης Φώτιος

6 comments:

Pellegrina said...

(Χωρις να εχω διαβάσει)

Ποσο ευτυχισμένοι οι καταφεύγοντες σε ..μέντιουμ, για να διαχειριστούν το πένθος! Τελικά, το "Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι" ισχύει απολύτως!
Επίσης, εξ ίσου μακάριοι οι συγγραφείς και οι αναγνώστες (και οι εκδότες) που κινούνται στα ίδια "μεταφυσικά" πλαίσια.
Επειδή δεν θυμάμαι ποιο λογοτεχνικό εργο να συστησω, συνιστώ στους πενθούντες (και τις πενθούσες, αλλα οχι των ..μέντιουμ!) το ανυπέρβλητο "Μπλε" του Κισλόφσκι.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Το πένθος γενικά, νομίζω, δεν έχει περάσει πολύ έντονα στη λογοτεχνία. Όχι ο θάνατος, το πένθος. Πνεθεί η Εκάβη και τη νιώθουμε, πενθεί ο Παλαμάς τον γιο-του στον "Τάφο", πενθεί η μάνα στον "Επιτάφιο" του Ρίτσου.
Στην πεζογραφία; Ένα δύσκολο αίσθημα που μπορεί να αποτυπωθεί ποιητικά, αλλά ίσως όχι πεζολογικά;
Πατριάρχης Φώτιος

Pellegrina said...

Δεν νομιζω πως δεν μπορει να αποτυπωθεί, τα παντα μπορούν. Η ανθρώπινη δυσκολία ειναι οτι κατά τη διάρκεια του πένθους δεν προσφέρεται η πεζολογική αποτύπωση (ενω ισως προσφέρεται στην ποίηση, κατά μία άποψη), ενώ πάλι όταν "περνάει", δύσκολα μπορούμε να το ανακαλέσουμε και να το επεξεργαστούμε νοητικά, όπως απαιτεί η πεζογραφία. Είναι ένα πολύ σύνθετο και παραπλανητικό συναίσθημα, επικαλλυμένο με πολλες στρώσεις ψυχολογικών και πολιτιστικών κλισέ.(Επιμένω στην αναφορά μου στο "Μπλε")

Κυριάκος Μαργαρίτης said...

Αγαπητέ Πατριάρχη,

Παράξενη αίσθηση που γράφω στο ωραίο καφενείο σου. Μου έδωσες μεγάλη χαρά να με συμπεριλάβεις στο μενού σου γι’ αυτό θα μου επιτρέψεις τη φλυαρία, ας ισχύει ότι όλο πάω να σνομπάρω αυτά τα ηλεκτρονικά πεδία κι όλο, φαίνεται, σέρνομαι πίσω τους. Τέλος πάντων.
Εσπρέσο στρέτο: Καθόλου άσχημα για κάποιον που πίνει μόνο νεσκαφέ. Τελικά, όμως, κι ο στρέτο δεν πρέπει να είναι πολύ ευχάριστος στη γεύση και στενοχωριέμαι που έγινε ώστε να μπω με τέτοιους όρους στο μενού. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρξε και μια λυτρωτική διάσταση ή αίσθηση. Δεν σου κρύβω ότι, τις λιγοστές άλλες κριτικές που έχουν γραφεί γι’ αυτό το κείμενο, τις διάβασα (εκτός από την άπειρη ευγνωμοσύνη και) με μιαν αμηχανία γιατί παραήταν θετικές. Οι εύστοχες παρατηρήσεις σου σαν να αποκαθιστούν την ισορροπία.
Μην με παρεξηγείς: Δεν αποκηρύττω την Ερωμένη – μα έχω γνώση της αδέξιας εκτέλεσης. Έχουν περάσει ήδη τρία χρόνια από τότε που προέκυψε το κείμενο, σε συνθήκες που, όσο αδιάφορες είναι για τον αναγνώστη, τόσο συνέβη να καθορίσουν το αποτέλεσμα. Βλέπεις, είμαι συγγραφέας της μιας ανάσας, γράφω τα κείμενά μου δουλεύοντας δίχως ανάπαυλα, ποντάρω στην επάρκεια της πρώτης γραφής και, κατόπιν, τα διορθώνω σχολαστικά (όλο και πιο πολύ όσο ωριμάζω) επιδιώκοντας το πλησίασμα στην πρωταρχική σύλληψη. Εντούτοις, η πρώτη γραφή διαμορφώνει τους εσωτερικούς κανόνες κι αυτοί δεν αλλάζουν με προσθαφαιρέσεις – αντιθέτως, αυτοί ορίζουν, ας πούμε, τις όποιες προσθαφαιρέσεις όπως, περίπου, ορίζει ο χώρος τη δυνητική αναδιάταξη των επίπλων. Στην περίπτωση της Ερωμένης, η αρχική γραφή σφραγίστηκε δυσμενώς από μιαν ενοχλητική ανάπαυλα και φαίνεται ότι το «στίγμα» δεν θεραπεύτηκε παρά τις τεράστιες αλλαγές - που μάλλον έδωσαν την αίσθηση από-προσανατολισμού, Γιάννεα, Τρίπολη κ.λπ.
Πέρα απ' αυτό, το πρόβλημα δεν είναι (κατά τη γνώμη μου) η εναλλαγή των αφηγητών ή η απουσία άξονα παρά η κυριαρχία της Ιδέας επί των Προσώπων. Οι αναδιπλώσεις που παρατηρείς (επίσης ορθότατη επισήμανση) οφείλονται στην υπερβολική αγωνία να υπηρετηθεί η Ιδέα – και όχι να αφεθούν ελεύθερα τα πρόσωπα.
Και η Ιδέα στην οποία θυσιάστηκε η Ζωή του κειμένου είναι μια φιλοσοφική θέση, όλος κι όλος ο στόχος μου όταν το έγραφα – δηλαδή: Η παρουσίαση της μιμητικής επιθυμίας, ο μηχανισμός της και η λειτουργία του. Ο κανιβαλισμός, τα Μ.Μ.Ε., το μέντιουμ και τα σχετικά, όλα συνιστούν στοιχεία προωθητικά της πλοκής. Επίσης, επιδιώκουν τη σάρκωση του έργου σε ένα συγκεκριμένο χωρόχρονο – Αθήνα, εποχή της τηλε-μανίας κ.λπ. Το πένθος είναι οντολογικής τάξεως και εκπίπτει τη στιγμή που η ηρωίδα καταφεύγει σε αν-αυθεντικά μέσα για να το διαχειριστεί – ενώ ο ψυχοπαθής, ανεπίγνωστα πενθώντας την ανυπαρξία του προσώπου του, καταφεύγει στο τελετουργικό της μίμησης για να την υπερβεί, επίσης αν-αυθεντικά, επίσης μάταια.
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον το κείμενο δεν άρκεσε για να διασαφηνιστούν όλα αυτά, φαίνεται ότι όντως έφτασα στην Τρίπολη ενώ ήθελα να περπατήσω στα Γιάννενα και να πιω τσίπουρο κοντά στη λίμνη! Και όσα τώρα σημειώνω, ας μην θεωρηθούν δικαιολογία ή πρόφαση. Ωραία είναι να γίνεται, απλώς, κουβέντα.
Επιπλέον, επειδή έχω γνώση κατά πού πέφτουν τα Γιάννενα, χαίρομαι που παρατήρησες την άστοχη κατάληξη του περίπατου και, βέβαια, εύχομαι να ρίξεις μια ματιά στα βήματα που έγιναν πρωτύτερα και, κυρίως, σε όσα, πρώτα ο Θεός, ακολουθούν – πολλά εκ των οποίων έχουν ήδη συντελεστεί, είτε πεταμένα στο ντουλάπι είτε περιμένοντας την έκδοση.
Κατά τα άλλα, λυπάμαι μόνο που το βρήκες αδιάφορο, όχι γιατί σκοπεύω να επιχειρηματολογήσω για το αντίθετο, μα γιατί είναι μέγας φόβος μου να νιώσει ότι έχασε τον χρόνο του όποιος διάβασε κάτι δικό μου. Μακάρι μιαν άλλη φορά να είναι άλλη η αίσθησή σου.
Σε ευχαριστώ ξανά για την ανάγνωση και την υπομονή να διαβάσεις κι αυτό εδώ το σχόλιο και σε χαιρετώ,
Κυριάκος

Κυριάκος Μαργαρίτης said...

Αγαπητή Pellegrina,
Κρίμα που έτσι βιαστικά με χρίζεις πτωχό και μακάριο χωρίς να έχεις διαβάσει. Σε κάθε περίπτωση, την πτωχεία και τη μακαριότητα που επικαλούμαι δεν θα την βρεις στον Κισλόφσκι. Είμαι βέβαιος ότι το έχεις ήδη κάνει, αλλά προτείνω Παπαδιαμάντη, Πεντζίκη, Ντοστογιέφσκι και Τσέλαν. Ισχύει και για το πένθος.
Καλή μας νύχτα,
Κυριάκος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Κυρίακο,
είσαι υπέρ το δέον ειλικρινής και καθόλου δεν αντιδικείς εξηγώντας όσα πέρασες.
Ελπίζω να δω τα καλύτερα που έκανες ή θα κάνεις.
Πατριάρχης Φώτιος