Wednesday, October 12, 2011

“Είσοδος κινδύνου” της ΕΛΣΑΛ

Διηγήματα γραμμένα με προδιαγραφές, αστυνομική πλοκή και προσπάθειες ανατροπών, έργα σε περιορισμένο αριθμό λέξεων με δεδομένους χαρακτήρες: ένα πείραμα με αφηγηματικά και άλλα ευρήματα.
Φραπέ με γάλα:
ΕΛΣΑΛ
“Είσοδος κινδύνου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011

            Μια πολύ καλή ιδέα που δημιουργεί κίνητρα για να δραστηριοποιηθεί η Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας και να δράσει ως ομάδα. Πρόκειται για μια συλλογή διηγημάτων που γράφτηκαν κατά παραγγελία με βασικές συνιστώσες 9 συγκεκριμένα πρόσωπα, μια εξαφάνιση και έναν φόνο. Κάθε συγγραφέας κλήθηκε να γράψει ένα διήγημα 7000-10000 λέξεων, στο οποίο να χρησιμοποιεί αυτές τις παραμέτρους και μερικές άλλες, ώστε το έργο-του να μπορεί να πάρει τον τίτλο του αστυνομικού διηγήματος. Με αυτόν τον τρόπο οι 16 λογοτέχνες πέτυχαν να συζεύξουν τη συλλογικότητα με την ατομικότητα, αφού όλος ο τόμος συνέχεται βάσει των προαποφασισμένων προϋποθέσεων αλλά και κάθε διήγημα διατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε δημιουργού. Δεν ξέρω αν η ιδέα είναι πρωτότυπη ή αν λειτούργησε (όπως υποψιάζομαι) πάνω στα πρότυπα (αγγλοσαξονικών ;) μοντέλων, αλλά ως ιδέα μού φάνηκε εξ αρχής πολύ ενδιαφέρουσα.
            Η “είσοδός-μου” στο βιβλίο ωστόσο σηματοδότησε και την απογοήτευσή-μου, γιατί αντιλήφθηκα γρήγορα ότι οι παίχτες χρησιμοποίησαν τα πιόνια στη σκακιέρα πιο πολύ με το μυαλό στο να συνθέσουν την ιστορία-τους χωρίς να παραβούν τους κανόνες και να οδηγηθούν με μικρά ή μεγάλα κόλπα στο αποκαλυπτικό τέλος, παρά να καταφέρουν να αποσπαστούν από τα παραδοσιακά αστυνομικά έργα και να μιλήσουν τη γλώσσα της σύγχρονης εγκληματικότητας και της κοινωνικής παθογένειας σε μια κοινωνία που σήπεται και φθίνει. Οι περισσότεροι έφτιαξαν (μέσα στο παιχνίδι-τους) μια ιστορία για να παίξει κι ο αναγνώστης, να σπαζοκεφαλιάσει μέχρι να βρει τον ένοχο, ενώ αυτοί του επιφύλασσαν μικρές ή μεγάλες εκπλήξεις ώστε να τον αιφνιδιάσουν.
Έτσι, διάβασα σε χαμηλή πτήση τα διηγήματα των Ανδρέα Αποστολίδη, Νεοκλή Γαλανόπουλου, Κώστα Γκόλτσου, Νίνας Κουλετάκη (αναγνωρίζεται εύκολα σ’ αυτό το πρωτόλειο ανωριμότητα ύφους και αναντιστοιχία μεταξύ της οπτικής γωνίας του αφηγητή και όλων όσα γίνονται ερήμην-του, τα οποία όμως αυτός τα αφηγείται με θεατρική ακρίβεια), Απόστολου Λυκεσά, Ανδρέα Μιχαηλίδη, Τεύκρου Μιχαηλίδη, Μάιρας Παπαθανασοπούλου (έξυπνη η ιδέα-της να ξεκινά το διήγημα με τις σκέψεις του ίδιου του απαχθέντος πρωταγωνιστή, αλλά ο λόγος της συγγραφέως, γεμάτος με εξυπνακίστικες ατάκες και εφετζίδικους λογοτεχνισμούς, δεν βοηθά στην ποιότητα του αποτελέσματος), Στα έργα των προαναφερθέντων η πλοκή είναι το παν, άλλοτε με και άλλοτε χωρίς απρόσμενες εκπλήξεις ή δυνατές ανατροπές, έργα που συχνά στήνονται πάνω σε μια έξυπνη ιδέα αλλά αδυνατούν να εμβαθύνουν και να δώσουν ένα άλλο στίγμα πέρα από την πορεία αποκωδικοποίησης των στοιχείων του εγκλήματος.
Το πιο κακογραμμένο, κατά τη γνώμη-μου, έργο είναι αυτό της Αθηνάς Μπασιούκα, αφού η εξέλιξη της ιστορίας σκοντάφτει συνέχεια, ενώ οι διάλογοι διακρίνονται για την έλλειψη φυσικότητας, ειδικά όταν μιλάει ένα παιδί. Κι είναι κρίμα γιατί το εύρημα της διχασμένης προσωπικότητας, προχωρημένο στο σημείο να φαίνονται δύο διαφορετικά πρόσωπα, είναι ευφάνταστο. Αν μπορούσε η διηγηματογράφος να το χειριστεί λογοτεχνικά, θα είχαμε ένα κορυφαίο (ψυχαναλυτικής εμβέλειας) κείμενο.
Στην επιδίωξη άρτιας πλοκής κινείται και ο Βασίλης Δανέλλης ο οποίος όμως δένει την ιστορία-του με φρέσκιες ιδέες, αφού στήνει ένα σύγχρονο αμερικάνικο western με Ελληνοαμερικανούς και εισάγει τον αναγνώστη σε μια ολοκληρωμένη ατμόσφαιρα ανθρώπων και επεισοδίων, και η Τιτίνα Δανέλλη, που δίνει έμφαση στη γλώσσα και στη λυρική πλευρά-της, με πολύ έξυπνη αναγωγή στο σήμερα και το ξετύλιγμα της πλοκής αναδρομικά (επιφυλάσσομαι αν είναι αστυνομικό το διήγημά-της). Η πείρα στο είδος αναγνωρίζεται εύκολα στον Δημήτρη Μαμαλούκα, ο οποίος στο διήγημά-του χειρίζεται με στιβαρότητα τον λόγο-του και μπορεί να αναμίξει ερωτισμό, μπίζνες και έγκλημα με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Αργύρης Παυλιώτης παράλληλα, παρά την αναληθοφάνεια για τις γνώσεις υπολογιστή ενός 11χρονου, φτιάχνει μια καλογραμμένη ιστορία, στην οποία αξιοποιείται το παλιό, αλλά καλό ενίοτε, τέχνασμα του εγκιβωτισμού, μιας επένθετης ιστορίας μέσα στην ιστορία που μπερδεύει τα πράγματα.
Χάρηκα ακόμη περισσότερο το “Ατζίλ” του Στέργιου Γκάκα, το οποίο, παρά την αφύσικη εξήγηση του τέλους, χρησιμοποιεί μια παιγνιώδη γλώσσα γεμάτη μπρίο, χιούμορ και αυτοσαρκασμό για το είδος αλλά και αυτοαναφορική διάθεση να ανατρέψει το είδος με τα ίδια-του τα όπλα. Πολύ ευφυής και αστεία η ιδέα να δώσει σε δευτερεύοντες ήρωες πραγματικά ονόματα λογοτεχνών που στεγάζονται στον ίδιο τόμο.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να πω ότι διάβασα έργα που δεν πείθουν ότι είναι λογοτεχνία. Όσο ακόμα το αστυνομικό αφήγημα μένει καρφωμένο στον παραδοσιακό στόχο-του που είναι μόνο να στήσει μια αληθοφανή αλυσίδα γεγονότων μέχρι τη λύση, δεν θα διαβάζουμε λογοτεχνία. Οι συγγραφείς σπατάλησαν πιο πολλή φαιά ουσία στο να τηρήσουν τις προδιαγραφές, να χτίσουν το οικοδόμημά-τους πειστικά και να φτάσουν με όση φαντασία διέθεταν στην αποκάλυψη του δράστη παρά στο να συνθέσουν διηγήματα που είναι πρώτα λογοτεχνήματα και μετά γρίφοι, ή τουλάχιστον να επιτυγχάνονται παράλληλα και τα δύο. Το ενδιαφέρον ωστόσο δεν χάνεται από έργο σε έργο, όσο ο αναγνώστης επιδιώκει να δει πώς χειρίστηκαν τα ίδια υλικά διαφορετικές πέννες και πώς ο καθένας έχυσε στο ίδιο καλούπι το δικό-του χαρμάνι.
Πατριάρχης Φώτιος

7 comments:

Γιάννης Ράγκος said...

@ Πατριάρχα

1) Κατ' αρχάς, το εγχείρημα -με τις προδιαγραφές που αναφέρετε- είναι οπωσδήποτε πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα, ίσως και διεθνώς. Διότι, δεν είναι ούτε συλλογικό (σε συνέχειες) μυθιστόρημα (π.χ. Το μυθιστόρημα των Τεσσάρων), ούτε μια συλλογή διηγημάτων με απλώς κοινό θέμα (π.χ. έρωτας, ταξίδι κ.λπ.).

2) Προφανώς, διαφωνώ με τις περισσότερες κρίσεις σας επί του τόμου, αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Άλλωστε, ο καθένας (μας) διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα στην έκφραση της άποψής του. Επιπλέον, όπως όλοι βαρύνομαι κι εγώ με το στοιχείο της υποκειμενικότητας –πολύ περισσότερο επειδή συμμετέχω στον τόμο.

3) Είναι Αντώνης και όχι Κώστας Γκόλτσος. Επίσης, είναι και ο επιμελητής του τόμου.

4) Ανεξάρτητα από την κρίση επί των συγκεκριμένων διηγημάτων και για την ολοκληρωμένη παρουσίαση των συγγραφέων του τόμου, θα μου επιτρέψετε να επισημάνω πως από το κείμενό σας απουσιάζει κάθε αναφορά στη συμμετοχή του Φίλιππου Φιλίππου και του γράφοντα.

Ευχαριστώ για τη φιλοξενία

Γιάννης Ράγκος said...

@ Πατριάρχα
ΥΓ στο προηγούμενο post: Το πρόσεξα μόλις τώρα -είναι Σέργιος και όχι ΣΤέργιος Γκάκας.

Ευχαριστώ και πάλι

Πάπισσα Ιωάννα said...

Γιάννη,
1. ευχαριστώ για τις επισημάνσεις κα συγγνώμη για τα πραγματολογικά λάθη που διέλαθαν. Οι παρατηρήσεις-σου δείχνουν πόσο πολύ καλά δουλεύει τη λεπτομέρεια ένας συγγραφέας αστυνομικών έργων, ώστε να δέσει σωστά την πλοκή-του.

2. Όσο για σένα και τον Φιλίππου, νόμιζα ότι είχα περάσει από τις σημειώσεις-μου στην ανάρτηση τα ονόματά-σας αλλά τελικά συνειδητοποιώ τώρα ότι τα ξέχασα. Απ' όσο θυμάμαι, δεν έχω να πω κάτι αρνητικό ή θετικό για τα διηγήματά-σας.

3. Θα ήθελα να ακούσω τις διαφωνίες-σου, αλλά καταλαβαίνω ότι δεν μπορείς να μιλήσεις αρνητικά για τους συναδέλφους-σου. Ίσως δεν μπορείς καν να μπεις στον πειρασμό -υποσυνείδητα- να κρίνεις εφόσον είσαι κομμάτι του όλου εγχειρήματος.

4. Έχεις δίκιο ότι η προσπάθειά-σας δεν είναι ούτε συλλογική ούτε κοινού θέματος, αλλά αντίστοιχα έχω δίκιο όταν λέω ότι είναι συλλογική (κοινός άξονας εργασίας) αλλά και προσωπική (ατομική πορεία εφαρμογής-της) κι αυτό την κάνει πολύ ιδιαίτερη.

5. Ξέροντας, όπως προανέφερα, ότι δεν μπορείς να μιλήσεις επί προσωπικών κρίσεων, θα ήθελα να συζητήσουμε τουλάχιστον πώς βλέπεις ένα θέμα που έθεσα στο ποστ-μου: αρκεί η ικανοποίηση των προδιαγραφών και η επινόηση μιας έξυπνης πλοκής για να περάσει το αστυνομικό είδος σε υψηλότερα αισθητικά επίπεδα;

Σ' ευχαριστώ και πάλι για τον διάλογο που άνοιξες.
Πατριάρχης Φώτιος

Γιάννης Ράγκος said...

@ Πατριάρχα

Επί του ερωτήματος στο σημείο 5 του σχολίου σου: «Αρκεί η ικανοποίηση των προδιαγραφών και η επινόηση μιας έξυπνης πλοκής για να περάσει το αστυνομικό είδος σε υψηλότερα αισθητικά επίπεδα;»

Αντανακλαστική απάντηση: Όχι. Πλην όμως:

1) Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στον παρόντα τόμο πέραν των δεσμευτικών μυθοπλαστικών προδιαγραφών -γεγονός που, κατά την άποψή μου, αύξησε τον βαθμό συγγραφικής δυσκολίας και κατέστησε τη συμμετοχή των συγγραφέων πιο ενδιαφέρουσα- υπήρχε και το όριο των λέξεων. Αυτό σημαίνει πως εντός των περιορισμένων αυτών ορίων έπρεπε κάποιος να αναπτύξει καλά την (αστυνομική) πλοκή του, μερικές φορές σε βάρος της «λογοτεχνικότητας» του κειμένου. Διαφωνώ, ωστόσο, με τη γενίκευση πως στον υπό συζήτηση τόμο «οι συγγραφείς σπατάλησαν πιο πολλή φαιά ουσία στο να τηρήσουν τις προδιαγραφές, να χτίσουν το οικοδόμημά-τους πειστικά και να φτάσουν με όση φαντασία διέθεταν στην αποκάλυψη του δράστη παρά στο να συνθέσουν διηγήματα που είναι πρώτα λογοτεχνήματα και μετά γρίφοι, ή τουλάχιστον να επιτυγχάνονται παράλληλα και τα δύο». Υποστηρίζω ότι στην «Είσοδο Κινδύνου» ο αναγνώστης θα βρει ατόφια δείγματα λογοτεχνίας «υψηλότερου αισθητικού επιπέδου» (όπως θα σημείωνε ο φίλος Βασίλης Δανέλλης).

2) Νομίζω ότι στην παρουσίαση του τόμου υφέρπει το στερεότυπο πως αστυνομική λογοτεχνία = παραλογοτεχνία (παρακαλώ να επισημανθεί αν έχω λάθος εντύπωση). Αν, πράγματι, συμβαίνει αυτό, θα έλεγα πως η ίδια η ιστορία της λογοτεχνίας και ειδικότερα της αστυνομικής λογοτεχνίας έχουν λύσει το ζήτημα από δεκαετίες. Λογοτεχνικότητα και αστυνομική αφήγηση δεν συγκρούονται ούτε, είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες (όπως θα έλεγε ο φίλος Αντώνης Γκόλτσος). Θα πρόσθετα, μάλιστα, πως τα τελευταία ειδικά χρόνια παρουσιάζεται ολοένα και συχνότερα το ακριβώς αντίθετο φαινόμενο: μερικές, δε, φορές η λογοτεχνικότητα είναι τόσο έντονη στην αστυνομική αφήγηση που οδηγεί τον αναγνώστη σε… αποπληξία. Όμως, εν τέλει, συγγραφείς όπως λ.χ. ο Ντ. Χάμετ, ο Ρ. Τσάντλερ, ο ο Ζ. Σιμενόν, ο Μπ. Μπλακ (aka Τζ. Μπάνβιλ), ο Τζ. Ελρόυ, η Π. Χάισμιθ, ο Ζ. Π. Μανσέτ, ο Ντ. Πις και αρκετοί ακόμα παρόμοιου διαμετρήματος είναι απλώς «συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών» ή σπουδαίοι λογοτέχνες (έξω από επιμέρους ειδολογικές κατηγοριοποιήσεις), αρκετοί από τους οποίους έτμησαν λογοτεχνικά τον 20ο αιώνα;

3) Κοντολογίς: Κατά τη γνώμη μου, η αστυνομική λογοτεχνία εμπίπτει στον γενικό και αμάχητο κανόνα: δεν υπάρχουν καλά και κακά λογοτεχνικά είδη, υπάρχουν μόνο καλά και κακά βιβλία. Και νομίζω ότι η «Είσοδος Κινδύνου» -με την απολύτως θεμιτή διακύμανση των αξιολογήσεων επί των επιμέρους διηγημάτων- είναι συνολικά μια ευτυχής στιγμή στη σύγχρονη ελληνική βιλβιοπαραγωγή, τόσο από λογοτεχνικής όσο και από φιλολογικής (λόγω του «πειράματος») άποψης. Βεβαίως, επαναλαμβάνω: οι κρίσεις μου βαρύνονται, έτσι κι αλλιώς, με το στοιχείο της υποκειμενικότητας -πόσω μάλλον αφού συμμετέχω κι εγώ στον τόμο. Και επιπλέον, κατ’ ουδένα τρόπο δεν εκπροσωπούν τους άλλους συγγραφείς του τόμου –οι οποίοι, κάλλιστα, μπορεί να συμφωνούν ή να διαφωνούν μαζί μου, εν όλω ή εν μέρει.

Ευχαριστώ

Πάπισσα Ιωάννα said...

Φίλε Γιάννη,
χαίρομαι που οι απόψεις-σου εκφράστηκαν με μεγάλη σαφήνεια και επιτέλους (το σχόλιο αφορά γενικά τον διάλογο που συνήθως συναντώ) με ε π ι χ ε ι ρ ή μ α τ α.
Φυσικά δεν ταυτίζω αστυνομική λογοτεχνία και παραλογοτεχνία!!! Το εξήγησες καλά και το έχω υποστηρίξει σε πολλές περιπτώσεις. Από τα τραπεζάκια του Βιβλιοκαφέ έχουν παρελάσει πλήθος (το εννοώ) αστυνομικών έργων, μερικά από τα οποία τα θεώρησα εξαιρετικά λογοτεχνήματα, που δεν περιορίζονται μόνο στο αίνιγμα. Επομένως μακριά από εμένα η απαξίωση γενικά του είδους. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα περισσότερα έργα που εξακολουθούν να γράφονται ως αστυνομικά δεν είναι μονόπλευρα εστιασμένα στον γρίφο, όσο και αν τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα έχουν αναδειχθεί βιβλία του είδους, που λειτουργούν ως κοινωνικά βυθόμετρα, εστιάζουν στην κοινωνική παθογένεια, ψυχογραφούν τους χαρακτήρες-τους, χειρίζονται αφηγηματικές τεχνικές και γενικά προσφέρουν αισθητική απόλαυση. Όχι όμως η πλειονότητα... Δυστυχώς.

Η έκταση που επικαλείσαι και οι προδιαγραφές ήταν ανασταλτικοί παράγοντες, καθώς λειτούργησαν λίγο πολύ φορμαλιστικά και φυσικά περιόρισαν την εμβέλεια κάθε διηγήματος στην πλήρωσή-τους. Αυτό όμως είναι και ο πυρήνας της ένστασής-μου: ωραίο παιχνίδι, δημιουργικό πείραμα, καινοφανής προσπάθεια, αλλά όχι προς την κατεύθυνση της αισθητικής καταξίωσης (ασχέτως αν κάποιοι την πέτυχαν κι αυτήν) αλλά της μορφολογικής επίτευξης ενός τεχνοκρατικού σχεδίου.
Ομολογώ πως κι εγώ μπήκα στον πειρασμό να έγραφα ένα διήγημα με τις προδιαγραφές-σας και έκανα νοερά σχέδια. Ευτυχώς για τη λογοτεχνία δεν το επιχείρησα... Αυτό βέβαια αποδεικνύει το εύστοχο του πειράματος, αλλά δεν οδηγεί και σε μια θεματική ή αισθητική ανανέωση του κλασικού είδους.
Λ.χ. για δοκιμάστε την επόμενη φορά να βάλετε όρους, όπως η ανάδειξη ενός κοινωνικού προβλήματος, η υποχρεωτική αυτοαναφορικότητα, η αναζήτηση των αιτίων στα μύχια της ψυχής ενός ήρωα, η διακειμενικότητα, η παρωδία, η ένταξη του θέματος σε μια ιστορική στιγμή, η εναλλαγή παρόντος παρελθόντος (κάποιο από αυτά και άλλα παρόμοια) ...κ.ο.κ. ή τέλος πάντων κάτι που να ωθήσει προς τη λογοτεχνική ανύψωση και όχι απλώς στην εξύφανση μιας άρτιας υπόθεσης. {Βεβαίως οι παραπάνω προτάσεις-μου είναι ενδεικτικές και δεν είναι σίγουρο ότι θα πετύχουν τον ρευστό στόχο της ποιότητας}
Ο διάλογός-μας με βοηθά ως αναγνώστη, ελπίζω να σε βοηθήσει και ως συγγραφέα.
Πατριάρχης Φώτιος

Γιάννης Ράγκος said...

@ Πατριάρχα

Αν και συλλογικός ο τόμος, έχω μονοπωλήσει τη συζήτηση. Ας είναι...

1) Κάθε κριτική καλοδεχούμενη, ανεξάρτητα αν κάποιος (π.χ. ο δημιουργός) την αποδέχεται ή όχι -συχνά, η "αρνητική" κριτική βοηθά περισσότερο και δίνει μεγαλύτερη ώθηση (μιλώ εκ συγγραφικής πείρας). Αρκεί, βεβαίως, να γίνεται με επάρκεια και χωρίς εμπάθεια.

2) Η εφυής, ρεαλιστική και στέρεη πλοκή με καλοφτιαγμένους χαρακτήρες δεν είναι ένα από τα ζητούμενα σ' ένα λογοτεχνικό κείμενο; Τολμώ να πω πως οι συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας είναι από τους καλύτερους "μάστορες" σε αυτόν τον τομέα. Ειδικά αν ληφθεί υπ' όψη ότι όλο και συχνότερα η λογοτεχνία του είδους δεν αρκείται σε απλές "σπαζοκεφαλιές", αλλά στρέφει το ενδιαφέρον της -ταυτόχρονα- τόσο στην ανάλυση και σχολιασμό των κοινωνικών διαργασιών (επομένως, αποκτά πολιτικά χαρακτηριστικά), όσο και στη διερεύνηση του βαθύτερου ψυχισμού των ηρώων (άρα, "εισχωρεί" και στο πεδίο του ψυχολογικού-υπαρξιακού μυθιστορήματος). Επ' αυτού, παραπέμπω σε σχετικό άρθρο μου, που δημοσιεύτηκε το 2010 στο πλαίσιο αφιερώματος στην αστυνομική λογοτεχνία στο ένθετο "Βιβλιοθήκη" της εφημερίδας "Ελευθεροτυπία", όπου εκτός των άλλων θέτω και το ζήτημα αν είναι ορθός ο όρος "αστυνομική λογοτεχνία"
(για όσους, ενδεχομένως, ενδιαφέρονται, το link:
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=185786)

3) Επί τη ευκαιρία: η ΕΛΣΑΛ ετοιμάζει τον επόμενο συλλογικό της τόμο (έκδοση, πιθανότατα, το 2012). Αυτή τη φορά, θα υπάρχει κοινό θέμα. Και, μάλιστα, θέμα-έκπληξη...

Ευχαριστώ και πάλι

Πάπισσα Ιωάννα said...

Γιάννη,
δεν χρειάζεται να ευχαριστείς για μια ανταλλαγή απόψεων που ωφελεί και τις δύο πλευρές.
Η οπτική-σου δεν είναι λανθασμένη, αλλά θα ήθελα μια γνώμη σε ένα ερώτημα που δεν ξέρω αν σας έχει (ως ΕΛΣΑΛ)απασχολήσει:
Γιατί το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν έχει δρέψει ακόμα δάφνες βραβείων, ειδικά στην Ελλάδα;
Γιατί παρ' όλη την πληθώρα κειμένων που εκδίδονται κάθε χρόνο, δεν υπάρχουν ανάλογες βραβεύσεις, και λίγες είναι οι φορές ένα τέτοιο βιβλίο βρίσκεται στις μικρές λίστες των Κρατικών, του "διαβάζω", των δεκάτων κ.ο.κ.
Είναι ακόμα οι προκαταλήψεις τόσο ισχυρές; ή μήπως ακόμα η πλοκή, που φυσικά δουλεύεται πολύ καλά από τους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, δεν συνδυάζεται -παρά λίγες φορές- με την ανάλογη λογοτεχνικότητα;
Καλή επιτυχία στο νέο-σας εγχείρημα.
Πατριάρχης Φώτιος