Η σχέση συγγραφέα και αναγνώστη συχνά μού θυμίζει ένα ιδιότυπο κρυφτούλι, κατά το οποίο ο ένας κρύβεται, πετάει γρίφους, μιλάει τεθλασμένα, γράφει σκοπίμως αμφίσημα, αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία, ανατρέπει καταστάσεις, σκαρώνει διόδους διαφυγής, χρησιμοποιεί πρίσματα και άλλα μέσα διαστρέβλωσης ή κατασκευής της πραγματικότητας κ.ο.κ. και ο δεύτερος προσπαθεί “να τα φυλάξει” κι έπειτα να ανακαλύψει πού κρύβεται η ενδότερη πραγματικότητα κάθε λογοτεχνικού κειμένου. Κι όλα αυτά ήταν και είναι μέρος μιας μαγείας που θέλγει όλους εμάς.
Στην παραδοσιακή λογοτεχνία, ειδικά στον ρεαλισμό, ο συγγραφέας υποτίθεται ότι προσπαθεί να αναπλάσει ακριβώς την πραγματικότητα και ο αναγνώστης μπαίνει στο παιχνίδι με τη βεβαιότητα ότι θα διαβάσει μια ιστορία που θα του αποκαλύπτει ένα ολοκληρωμένο σενάριο εισόδου και εξόδου. Αντίθετα, στη νεωτερική πεζογραφία ο αναγνώστης θεωρείται συν-δημιουργός, αφού στις πλάτες-του εναποτίθεται το καθήκον-δικαίωμα να νοηματοδοτήσει το κείμενο, μαζί, αντίθετα ή και ερήμην των προθέσεων του συγγραφέα. Έτσι, ξεκίνησε η «δύσκολη» δουλειά του αναγνώστη να καταβάλει κόπο και πνευματική προσπάθεια για να αποκωδικοποιήσει το έργο τέχνης.
Με αφορμή τα “Πορφυρά γέλια” του Μισέλ Φάις της προηγούμενης ανάρτησης, αλλά κυρίως με την πρόσφατη ανάγνωση κλασικών έργων όπως αυτά της Μέλπως Αξιώτη ή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη ή του Αλέξανδρου Κοτζιά, νιώθω ως αναγνώστης να μένω έξω από την αναγνωστική διαδικασία, καθώς ο συγγραφέας προκαλεί με την κρυπτικότητά-του. Στην ποίηση κάτι τέτοιο είναι σχεδόν ιδρυτική συνθήκη, αλλά στην πεζογραφία εμφανίζεται τις τελευταίες δεκαετίες και εκτείνεται από ένα απλό κρυφτούλι, όπως εξήγησα παραπάνω, μέχρι την άκρα κρυψίνοια και εσωστρέφεια, που αφήνει εκκρεμή τον αναγνώστη.
Το πρόβλημά-μου με αυτά τα έργα, δείγμα κατά τη γνώμη-μου μιας ακραίας εκδοχής της (μετα)νεωτερικότητας, είναι ότι ο αναγνώστης χρειάζεται συνεχώς προαπαιτούμενα για να καταλάβει τι σημαίνει το κείμενο. Με άλλα λόγια, από τη μια, ανάμεσα σε υπονοούμενα και πεταμένα ονόματα πραγματικών ατόμων, ανάμεσα σε έμμεσες αναφορές σε ιστορικές στιγμές και σε εκδοχές της πλοκής, ο αναγνώστης οφείλει να διαθέτει πραγματολογικές γνώσεις ή ένα στυλό στο χέρι για να μη χαθεί στον λαβύρινθο της γραφής. Από την άλλη, όταν ο ίδιος ο δημιουργός πλάθει ένα δικό-του σύμπαν, τότε δεν το ολοκληρώνει έστω έμμεσα και τεθλασμένα, αλλά το αφήνει ημιτελές, σκόπιμα ημιτελές, ώστε να κινητοποιήσει τη φαντασία και τη συμμετοχή του αναγνώστη. Σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις όμως (κυρίως στην πρώτη) νιώθω ενίοτε ότι είναι μια παρέα στην καφετέρια (στο Βιβλιοκαφέ λ.χ) κι εγώ (λαθρ)ακουστής που ποτέ (ή έστω δύσκολα) δεν μπαίνω στο νόημα των λόγων-της, γιατί δεν ξέρω πρόσωπα, καταστάσεις, βιώματα κ.ο.κ. που έχουν καθορίσει το πλαίσιο της συζήτησης. Ή σαν να μπήκαν όλοι (συγγραφέας και ήρωες) σε μια κλειστή λέσχη κι εγώ να τρέχω γύρω γύρω, να κλέβω ματιές από τα παράθυρα και να προσπαθώ να εικάσω τι γίνεται εκεί μέσα.
Φυσικά δεν πριμοδοτώ το άκρο της άπλετης διαφάνειας (δείγμα μιας συγγραφικής αυθεντίας που θέλει όλα να τα κινεί ή ένδειξη μπεστ-σελλερικής ευκολίας). Από την άλλη, δεν είμαι αρχαιολόγος ή ντετέκτιβ που πρέπει να κουβαλά μαζί-του πλήθος αρχειακών πληροφοριών για να ανοίξει το σπήλαιο του θησαυρού, όταν ο συγγραφέας οδηγεί στα άκρα την αναγνωστική-μου υπομονή και επιμονή. Γι’ αυτό προτιμώ τη μεθοδευμένη απόκρυψη αλλά και τον συγγραφέα που έχει την αίσθηση της πραγματολογικής βάσης (που χτίζεται ή δίνεται έμμεσα) την οποία πρέπει να έχει το έργο-του, ώστε να μπορώ να προχωρήσω στα ψαχτά μεν, αλλά όχι στα κατασκότεινα.
Ίσως τα παραπάνω είναι μια εξήγηση της απόστασης που χωρίζει την ποιοτική λογοτεχνία από το ευρύ κοινό και την προτίμηση του τελευταίου στα ποικίλα ευπώλητα.
Πατριάρχης Φώτιος
9 comments:
Δέστο κι' αλλοιώς, όλοι αυτοί οι συγγραφείς για τους οποίους μιλά να είν' οι αοιδοί οι οποίοι συναποτέλεσαν το πρωτογενές υλικό τού Ομήρου, της Αινειάδος κλπ, ουφ...τo βρήκα, "ψύλλοι στ' άχυρα"
Γιώργο,
ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΟΙ
η δύσκολη λογοτεχνία είναι ο στόχος και το μέσο μαζί,
ΑΔΥΝΑΤΟΥΝ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
γιατί οι συγγραφείς ξέρουν ότι το εύκολο είναι συχνά και ρηχό,
ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ
με αποτέλεσμα να επιδιώκουν να δώσουν μια λοξή ματιά της πραγματικότητας,
ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΝΕΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ
η οποία ωστόσο, αντί να κινητοποιεί τον αναγνώστη,
ΝΑ ΑΦΗΓΗΘΟΥΝ ΤΗΝ ΟΔΥΣΣΕΙΑ
τον αφήνει απ' έξω.
ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Την καλημέρα-μου
Πατριάρχης Φώτιος
Υπάρχει και ο τρίτος δρόμος: Δύσκολο για τον συγγραφέα, εύκολο όμως (σχετικά) για τον αναγνώστη.
Η πεποίθηση "Το εύκολο είναι ρηχό και το δύσκολο είναι βαθύ" ισχύει μόνο εν μερει και υπό όρους. Ως μπούσουλας οδηγεί σε σοβαροφάνεια, άχρηστο ελιτισμό και κυρίως βαριεμάρα.
Νιόβη,
αυτό λέω κι εγώ. Ο ελιτισμός είναι γάγραινα που αφήνει έργα ίσως κλασικά αλλά που δεν τα διαβάζει κανείς πλην των ειδικών.
Όσο για το πρώτο που λες, δεν απαιτώ εύκολη λογοτεχνία ούτε για τον αναγνώστη, αλλά τουλάχιστον στην εξερεύνηση του λογοτεχνικού τοπίου βάλτε πού και πού ταμπέλες...
Πατριάρχης Φώτιος
Πατριάρχη,δεν έχω να πω κάτι,αλλά δεν μπορώ να μην πω πόσο συμφωνώ με τα γραφόμενά σου.Νιώθω λιγότερο μόνος,λοιπόν...
Άλλαξα γνώμη,καθότι φλύαρος.Θα πω και κάτι πιο συγκεκριμένο,λοιπόν.Χθες τέλειωσα το Παλτό του Γκόγκολ,του "ορθόδοξου" ρεαλιστή,υποτίθεται.Τι έξοχη,δυσεπίτευκτη,ιδανική ισορροπία! Ναι,πειστική ανάπλαση της πραγματικότητας,αλλά δίχως φωτογραφική φλυαρία,ζύμωση των στοιχείων εκείνων που συκροτούν το αναγκαίο,το αρχέτυπο,το καθολικό.Στο τέλος μια μεταφυσική τροπή,που,ως εκ θαύματος,δεν αφαιρεί τίποτα από τη στέρεη δύναμη του πραγματικού.Και παράλληλα,τολμηρότατα μεταμυθοπλαστικά σχόλια που ανοίγουν τρύπες,κρατήρες ολόκληρους στην στρωτή παντογνωστική αφήγηση,αφήνοντας χώρο στην αμφιβολία,στη φαντασία,στο άρρητο.Και όλο αυτό διαβάζεται σαν νεράκι,μοιάζει εύκολο,ενώ δεν είναι: ακριβώς ο τρίτος δρόμος,που ανέφερε και η Νιόβη Λύρη! Ναι στον Τζόυς,ναι και στον Πεντζίκη,αλλά,Θεε μου,εγώ προτιμώ να χωθώ κάτω απ'το παλτό του Γκόγκολ...
Johnny,
ωραίο το "Παλτό". Νομίζω άλλωστε ότι το έχω διαβάσει δύο φορές.
Αλλά εγώ προτιμώ τη μοντερνιστική πρωτοπορία, ΟΤΑΝ... αφήνει ανοιχτές χαραμάδες ή παράθυρα για να χωθώ κι εγώ ο άμοιρος ο αναγνώστης. Αντίθετα, όταν ταμπουρώνεται στην ελιτίστικη αυτάρκειά-της, νιώθω τόσο ανεπιθύμητος.
Καλή εβδομάδα
Πατριάρχης Φώτιος
Για μένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που περιγράφεις είναι η Βιρτζίνια Γουλφ.Φυσικά ενδέχεται να διαφωνείς...
Καλή βδομάδα!
Johnny,
δεν ξέρω το έργο της Γουλφ για να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω. Επειδή το λες, θ ακοιτάξω κάποια στιγμή να το διαβάσω ώστε να μπω σ' αυτό το πλαίσιο.
Ευχαριστώ πολύ
Πατριάρχης Φώτιος
Post a Comment