εκδόσεις Κέδρος
2008
Παρατηρώ το εξής φαινόμενο και θα ήθελα με αφορμή το “Σαν το λίγο το νερό” να το συζητήσουμε: όταν ένας συγγραφέας καταφέρει και κάνει όνομα μετά από τρία τέσσερα βιβλία, στην προσπάθειά του να μην εκπέσει σε μανιέρες αλλά και στην άνεση που του δίνει η φήμη του (ένα είδος ασυλίας) δοκιμάζει να γράψει με ελαφρά την καρδία έργα που δεν έχουν με κανένα τρόπο την ποιότητα που θα συντηρούσε το κύρος του.
Το συγκεκριμένο βιβλίο του Σωτηρίου νομίζω ότι ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, βιβλίο το οποίο αναλύει σήμερα η Μ. Θεοδοσοπούλου στη νέα “Βιβλιοθήκη” της Ελευθεροτυπίας. Επαναλαμβάνω εδώ ότι δεν θεωρώ τη Θεοδοσοπούλου επαρκή κριτικό με άποψη και αξιολογική δύναμη. Στο κείμενό της διέρχεται σταδιακά την υπόθεση του έργου και το μόνο ουσιαστικό σχόλιο που κάνει είναι για τη γλώσσα.
Το ίδιο το έργο τώρα ξεκινά με την πιο δυνατή αρχή που έχω διαβάσει, με την ψυχή να αφήνει το σώμα, ενώ ο πεζογράφος κατορθώνει να συλλάβει και να μεταδώσει πολύ έντονα αυτή τη μεταβατική περίοδο.
Το πρώτο τέταρτο του κειμένου αποτελούν οι σκέψεις της ψυχής σε έναν λόγο δοκιμιακό, στοχαστικό, πολύ στημένο και υψιπετή, εν πολλοίς βερμπαλιστικό, με μια αδιανόητη λεξιθηρία που δεν πετυχαίνει τίποτα, ούτε αποτυπώνει κάτι πέρα από τον εαυτό της. Από εκεί και έπειτα συνεχίζει ως επί το πλείστον με τη γνωστή ηπειρώτικη λαλιά, αρκετά δυσνόητη για τους απ’ έξω (αν και εμένα μού θύμισε τα παιδικά μου χρόνια στην Πίνδο). Η ιστορία έχει να κάνει με τα τραύματα του Εμφυλίου με στιγμιότυπα από τον άμαχο πληθυσμό και τα δεινά που πέρασε. Η υπόλοιπη αφήγηση βαλτώνει σε αιθεροβάμονες (κυριολεκτικά) πορείες, αναπολήσεις και μετεωρισμούς, θολά γεγονότα και ακόμα πιο φλύαρες σκέψεις στην προσπάθειά του να αναστήσει βιώματα και γήινες εμπειρίες, πάθη του υποσυνείδητου και φωνές ξεχασμένες αλλά όχι λησμονημένες.
Γεμάτο ποιητικότητα χάνει την αφηγηματικότητα. Αλλά και ομφαλοσκοπούμενο –όσο κι αν έτσι επιχειρεί να καταδείξει την αυθεντικότητα της φύσης και του «χωριάνικου» τρόπου ζωής- μένει ναρκισσιστικά στο είναι του χωρίς να ανοίγεται στον αναγνώστη.
Ευτυχώς, δεν διάβασα διθυράμβους (και μην περιμένετε στις εφημερίδες να διαβάσετε πραγματικά κατακεραυνωτική κριτική). Διάβασα όμως πολλές κριτικές που ασχολήθηκαν με το μυθιστόρημα, κριτικές που τις τράβηξε το όνομα του συγγραφέα, χωρίς όμως να πείθουν για την αξία του έργου. Ελπίζω ο Δημητρίου να μην άδειασε με τον ηπειρώτικο λόγο του να τον εκτοξεύει και τώρα να μην μπορεί να βγει από τον εαυτό του και να ανανεωθεί.
Το συγκεκριμένο βιβλίο του Σωτηρίου νομίζω ότι ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, βιβλίο το οποίο αναλύει σήμερα η Μ. Θεοδοσοπούλου στη νέα “Βιβλιοθήκη” της Ελευθεροτυπίας. Επαναλαμβάνω εδώ ότι δεν θεωρώ τη Θεοδοσοπούλου επαρκή κριτικό με άποψη και αξιολογική δύναμη. Στο κείμενό της διέρχεται σταδιακά την υπόθεση του έργου και το μόνο ουσιαστικό σχόλιο που κάνει είναι για τη γλώσσα.
Το ίδιο το έργο τώρα ξεκινά με την πιο δυνατή αρχή που έχω διαβάσει, με την ψυχή να αφήνει το σώμα, ενώ ο πεζογράφος κατορθώνει να συλλάβει και να μεταδώσει πολύ έντονα αυτή τη μεταβατική περίοδο.
Το πρώτο τέταρτο του κειμένου αποτελούν οι σκέψεις της ψυχής σε έναν λόγο δοκιμιακό, στοχαστικό, πολύ στημένο και υψιπετή, εν πολλοίς βερμπαλιστικό, με μια αδιανόητη λεξιθηρία που δεν πετυχαίνει τίποτα, ούτε αποτυπώνει κάτι πέρα από τον εαυτό της. Από εκεί και έπειτα συνεχίζει ως επί το πλείστον με τη γνωστή ηπειρώτικη λαλιά, αρκετά δυσνόητη για τους απ’ έξω (αν και εμένα μού θύμισε τα παιδικά μου χρόνια στην Πίνδο). Η ιστορία έχει να κάνει με τα τραύματα του Εμφυλίου με στιγμιότυπα από τον άμαχο πληθυσμό και τα δεινά που πέρασε. Η υπόλοιπη αφήγηση βαλτώνει σε αιθεροβάμονες (κυριολεκτικά) πορείες, αναπολήσεις και μετεωρισμούς, θολά γεγονότα και ακόμα πιο φλύαρες σκέψεις στην προσπάθειά του να αναστήσει βιώματα και γήινες εμπειρίες, πάθη του υποσυνείδητου και φωνές ξεχασμένες αλλά όχι λησμονημένες.
Γεμάτο ποιητικότητα χάνει την αφηγηματικότητα. Αλλά και ομφαλοσκοπούμενο –όσο κι αν έτσι επιχειρεί να καταδείξει την αυθεντικότητα της φύσης και του «χωριάνικου» τρόπου ζωής- μένει ναρκισσιστικά στο είναι του χωρίς να ανοίγεται στον αναγνώστη.
Ευτυχώς, δεν διάβασα διθυράμβους (και μην περιμένετε στις εφημερίδες να διαβάσετε πραγματικά κατακεραυνωτική κριτική). Διάβασα όμως πολλές κριτικές που ασχολήθηκαν με το μυθιστόρημα, κριτικές που τις τράβηξε το όνομα του συγγραφέα, χωρίς όμως να πείθουν για την αξία του έργου. Ελπίζω ο Δημητρίου να μην άδειασε με τον ηπειρώτικο λόγο του να τον εκτοξεύει και τώρα να μην μπορεί να βγει από τον εαυτό του και να ανανεωθεί.
Πατριάρχης Φώτιος
17 comments:
Καλημέρα. Για το θέμα που θέτεις στην πρώτη παράγραφο: είναι φυσικό ένας συγγραφέας να πειραματίζεται και να γράφει και ατελή ή επιπόλαια εργα. Κι αυτά χρειάζονται, είναι κομμάτια μιας πορείας. Το κακό μάλλον είναι η "αναγνώριση", που συντελεί στο να γίνονται αυτά τα εργα πλατιά αποδεκτά ως περίπου άψογα και δεν τον βοηθάει να δει τα προβλήματα, Πρέπει μόνος του. Όμως, όπως έχουν τα πράγματα στην Ελλάδα, νομίζω πως η αναγνωριση ετσι κι αλλιώς κανει κακό: τα λόγια-δημόσιες σάλτσες των άλλων δεν βοηθάνε ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ. Συχνά οι "άλλοι" δεν ξέρουν τίποτα από λογοτεχνία ή δεν την αγαπούν, δεν ενδιαφέρονται, νοιάζονται απλώς να γράψουν βιαστικά ένα άρθρο με την υπογραφή τους. Δεν ξέρω αν οι γνωστοί συγγραφείς εχουν βοήθεια από πουθενά να γίνουν καλύτεροι, να γίνουν πραγματικά ΜΕΓΑΛΟΙ. Ειλικρινά, εγώ η άγνωστη μερικές φορές εδώ μεσα νιώθω ότι εχω περισσότερη βοήθεια.
Λοιπόν αυτά: γενικα΄δηλαδή, καλά κάνει ο συγγραφέας και γράφει και "χειρότερα", έτσι πρέπει, και καλά κάνει που εκμεταλλεύεται το όνομά του για να τα εκδώσει. Το κακό είναι η πάντα θετική (και στην πραγματικότητα αδιάφορη επί της ουσίας) υποδοχή.
Υγ: αποφάσισα να περάσω στον ενικό.Είμαι η πιο παλιά εδώ μέσα! Τι λες;
Pellegrina,
έχω πει επανειλημμένα ότι μπορείς να μιλάς στον ενικό. Είναι πάνω απ' όλα πιο άμεσος, χωρίς να γίνεται αγενής a priori.
Στοι θέμα μας: το θέτεις πάρα πολύ καλά: άλλο να γράφει κανείς και να πειραματίζεται κι άλλο να κερδίζει την ίδια αναγνώριση με ένα άλλο του έργο που πραγματικά αξίζει.
Πατριάρχης Φώτιος
Άσχετο, Φώτιε, και συγχώρησέ με: έχεις την τιμητική σου σε μια έστω και μικρή αναφορά στο σημερινό Ταχυδρόμο. Δικαίως, νομίζω.
Παναγιώτη,
σ' ευχαριστώ γιατί εγώ προσωπικά δεν το είχα πάρει χαμπάρι.
Να είναι καλά
κι αυτοί που με εκτίμησαν.
Πατριάρχης Φώτιος
Η Μάρη Θεοδοσοπόυλου ανεπαρκής κριτικός, ετσι αφοριστικά, ενω ο Σωτήρης Δημητρίου "ένας συγγραφέας που έχει κάνει όνομα μετά από τρία τέσσερα βιβλία, στην προσπάθειά του να μην εκπέσει σε μανιέρες αλλά και στην άνεση που του δίνει η φήμη του (ένα είδος ασυλίας) δοκιμάζει να γράψει με ελαφρά την καρδία έργα που δεν έχειποιότητα"
Βιβλιοκριτική, (επαναλαμβάνω βιβλιο-κ ρ ι τ ι κ ή, ελληνικά μπλογκ, αρχές 21ου αιώνα.
Ουδέν σχόλιον.
Φίλε Αλδεβαράν,
καταλαβαίνω ότι διαφωνείς.
-Εσύ βρίσκεις επαρκή τη Θεοδοσοπούλου και ποιοτικό τον Δημητρίου. Εγώ βρίσκω ανεπαρκή την πρώτη και καλό τον Δημητρίου ειδικά στο "Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου", αλλά μέτριο στο συγκεκριμένο έργο.
-Εσύ θεωρείς αυτονόητη την άποψή σου και καταδικάζεις την αντίθετη γνώμή, εγώ προσπαθώ με επιχειρήματα να δείξω ότι έχω κάποιο δίκιο.
>Ποιο είναι, λοιπόν, το επίπεδο των ελληνικών ιστολογίων τον 21ο αιώνα και ποιο το επίπεδο των σχολιαστών τους;
Πατριάρχης Φώτιος
δεν θεωρώ τη Θεοδοσοπούλου επαρκή κριτικό με άποψη και αξιολογική δύναμη.
τα "επιχειρηματα" του ιστολογίου.
αν θελει καποιος να μιλήσει με τοσο απαξιωτικό τρόπο (δικαίωμά του βέβαια) για οποιοδήποτε επαγγελματία με αντιστοιχο όγκο δουλειάς σε βάθος χρόνου όπως η Μ.Θ. σε οποιδήποτε χώρο, πρέπει να καταθέσει και καποιο λόγο, δεν βρίσκετε;
Αλδεβαράν,
1. μίλησα για τη Θεοδοσοπούλου και σε προηγούμε ποστ (17.11.2008, όπου μάλιστα θεώρησα απώλεια για το Βήμα την απουσία της) αλλά και σ' αυτό το ποστ που έκρινα τη συγκεκριμένη κριτική της με συγκεκριμένα στοιχεία.
2. Ο όγκος δουλειάς και η πολύχρονη παρουσία της δεν είναι αποδεικτικό για την αξία της (κάτι τέτοια λένε και οι πολιτικοί για την αφεντιά τους). Ούτε φυσικά η κριτικός τίθεται στο απυρόβλητο, ούτε και καταξιώνεται, επειδή είναι χρόνια στον χώρο.
Κρίνω τα κείμενά της και μέχρι εκεί μπορώ να εκφέρω γνώμη. Μπορώ ως αναγνώστης να κρίνω ακόμη περισσότερο τη δουλειά της, αλλά προς το παρόν έχω καταθέσει όσα κρίνω σκόπιμο.
Πατριάρχης Φώτιος
"Προσωπικά δεν μου άρεσε ο τρόπος που γράφει κριτικές η Μάρη Θεοδοσοπούλου. Τον βρίσκω εργαστηριακό, αποστειρωμένο, συχνά πλούσιο σε πραγματολογικές παρατηρήσεις αλλά ισχνό στην ερμηνεία της".
Αγαπητε μου αν βρισκεται οτι τρια επιθετα "εργαστηριακό, αποστειρωμένο,ισχνό" συνιστούν κριτικη προς εναν (καλο η κακο) επαγγελματια, που εχει εκτεθεί με το έργο του, τοτε σας αντιλαμβανομαι.
Εξ αλλου το λετε και μονος σας "κρίνω τα κείμενα της και μεχρι εκει μπορώ να εκφέρω γνώμη".
μεχρι τρια επιθετα λοιπον, έτσι, να αιωρούνται.
Υγ δεν έχω ουδεμία σχέση με την Μ.Θ. Απλά διαφωνώ καθετα με αυτη την προχειρολογία κάποιων ελληνικών μπλογκ, που εκφέρουν έναν αφοριστικό λόγο, κειμενολεζάντας, από καθέδρας και με υψωμένο δάχτυλο, διχως να στηρίζουν τα λεγόμενα τους με επιχειρήματα.
Θάψτε όποιον θέλετε αγαπητέ μου, αλλά μπείτε στον κόπο να εκτεθείτε και εσείς εξηγώντας στο ποίμνιο σας το γ ι α τ ί ακριβώς, με λόγο και ανάλυση τουλάχιστον ισάξιο του "προς ταφή"
Αλδεβαράν,
βλέπω ότι σε ενδιαφέρει το θέμα και το έψαξες. Αλήθεια, περίμενες να δεις εκτενή σχόλια και κριτική στην κριτικό. Αν όντως έχεις διάθεση να ακούσεις, πες το μου και θα γράψω σε ξεχωριστό ποστ τη γνώμη μου για τη Θεοδοσοπούλου κι έπειτα περιμένω τα δικά σου σχόλια.
Πατριάρχης Φώτιος
ΥΓ. Στην κουβέντα πάνω δεν μπορεί κανείς να επεκτείνεται σε θέματα που παρεμπιπτόντως αναφέρθηκαν.
ΥΓ2. Κι εσύ ανάλογα δεν εξέθεσες ούτε ένα προτέρημά της (απ' αυτά που έχει), αλλά μόνο ότι είναι χρόνια στο κουρμπέτι. Αυτό κι αν είναι προχειρολογία και σχολιολεζάντα.
αγαπητε πατριάρχα βλέπω πως δεν γνωρίζεις τα βασικα. Φυσικα εγω δεν επεκτάθηκα. Εγω σ χ ο λ ί α σ α.
Εσυ υποτιθεται οτι κριτικαρεις. Εαν αναπτυχθεις, θα απαντήσω επι της ουσιας.
Η δικη μου παρέμβαση εστιάζει στο ποσο πρόχειρο και αντιαισθητικό ως ένα σημείο, ειναι ένα μπλογκ που αυτοαναγορεύεται χώρος κ ρ ι τ ι κ ή ς και όχι σχολίου και ατακτης ατακουλας, να αφοριζει χωρις να εξηγει.
Το Υγ2 σου σε εκθετει νομιζω. Δεν εστιαζω στο αν η Μ.θ. ειναι καλη η κακή, αλλά το πως παίρνουμε ενα πληκτρολόγιο και βαραμε στο ψαχνό χωρίς να εξηγούμε.
Εγώ δεν είμαι κριτικός, ούτε εθεσα θεμα. απλα σχολιαζω μια ταση. Εξ ου και απο πανω από το κουτάκι του ιστολογίου σου παναγιώτατε υπαρχει η φραση
Leave your c o m m e n t
Αλδεβαράν,
επειδή μιλάμε για το ίδιο πράγμα αλλά δεν καταλαβαινόμστε, ας κλείσουμε.
Όσο παρενθετικά μπήκε ένα σχόλιο δικό μου με τα ελάχιστα για την παρέκβαση δυνατά επιχειρήματα, άλλο τόσο (κι ακόμα λιγότερο) μίλησες εσύ.
Καταλαβαίνω την ένστασή σου. Ναι: δυο κουβέντες δεν αποδεικνύουν τίποτα, αλλά ούτε και ήταν αυτός ο στόχος.
Όταν μιλάς για μια συγκεκριμένη κριτική, το να πεις ότι η κριτικός γράφει μόνο την υπόθεση και κρίνει ελάχιστα το βιβλίο του Δημητρίου είναι σαφές και συγκεκριμένο. Όποιος θέλει, ας απαντήσει επ' αυτού.
Εγώ δεν άνοιξα ευρύτερη συζήτηση για το σύνολο της δουλειάς της, αλλά φυσικά σε κάθε κουβέντα μένουν κλωστές προς πάμπολλες κατευθύνσεις που δεν καλύπτονται ποτέ. Κάθε κείμενο αφήνει άκρες για πολλά δευτερεύοντα σημεία και παρεκβάσεις που δεν μπορεί να τρέξει να τα εξηγήσει.
Άρα η παρεμπίπτουσα αναφορά δεν είναι "προχειρολογία".
Επαναλαμβάνω ότι καταλαβαίνω τις επιφυλάξεις σου, αλλά μάλλον γενίκευσες κάτι που είναι πολύ μικρότερο αυτό καθεαυτό, την κριτική της της 27ης Μαρτίου.
Πατριάρχης Φώτιος
Ωραιότατη υπεκφυγή πατερ μου.
Ειλικρινά, ειναι εξαιρετικός ο τρόπος σου και εαν εκρινα αυτο το μικρό σου κειμενο ως "μια ευφυή ντρίπλα" θα του εβαζα πολυ καλο βαθμό.
Αλλά επί της ουσίας μηδεν. Εαν μου επιτρέπεται, συμβουλευτικά, θα σημειωνα οτι ειναι πολυ πιο ενδιαφερον (για εσενα τον ίδιο πιστευω) να "βουτας" στα βαθιά με επιχειρήματα και στοχευμενο λόγο, (κι ας καταληγεις να γραφεις περισσότερο) παρα να ακολουθεις το μαντρα της εποχής, δηλαδη αφοριστικές συμπυκνωμενες ατακουλες και κριτικολογικό ποτ πουρί εν είδη αστεριών.
Ο διεκδικών κριτικό λόγο οφείλει να κοπιάζει και να εκτιθεται ως ο παράγων αυτόν, να μην πω και περισσότερο, μια και (ο δεικδικών) ειναι εκ των συνθηκων ετεροπροσδιορισμένος.
Εντέλει, μια και σε αφορά το αντικείμενο, και προφανως εχει σχετικές σπουδές, θα ειναι και πιο ενδιαφέρον και για σενα το ίδιο.
Στην επικράτεια των μπλογκ αγαπητέ Αλδεβαράν ό,τι δηλώσεις είσαι. Ο άγνωστος Χ με το κωδικό όνομα Πατριάρχης, ο συγγράφων λιπόσαρκα κείμενα τα οποία βαφτίζει κριτικές(;), κατά συντριπτική πλειοψηφία ισοπεδωτικά αρνητικές, λέει από το ηλεκτρονικό του λαγούμι ευθαρσώς την γνώμη του: δεν γουστάρει την κυρία Θεοδοσοπούλου. Δεν την εκτιμάει. Κανείς δεν μπορεί να του το απαγορεύσει αυτό. Αυτό που προτείνω να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε στην ανυποληψία του και να μην ασχολούμαστε μαζί του. Ας του σερβίρουμε ένα Καφέ με παξιμάδι κι ας τον αφήσουμε στην ησυχία της ηλεκτρονικής του σπηλιάς...
Μα αυτο αναζητάω αγαπητέ ζανάξ. Κάποια, έστω και στοιχειωδη "εκθέση". Κάποιου είδους "αιμάτινο αντίτιμο" και από την πλευρά του κρίνοντος. Η ηλεκτρονική σπηλιά θα μπορουσε να ειναι και ενα δημιουργικό καταφύγιο, έστω και "θηρευτών". Αλλιως ειναι ολα ασκησούλες επί οθόνης για να περνάει ο πανδαμάτωρ.
Πρόβλημα με τον εαυτό του φαίνεται να έχει ο Πατριάρχης. Η φοβερή οίηση και η χολή πάνε συχνά μαζί. Ο καημένος δεν μπορεί καλά καλά να διαβάσει αξιοπρεπώς ένα βιβλίο, πόσο δε μάλλον να το κρίνει. Κρύβεται πίσω από την ανωνυμία του, κατεδαφίζει και απολαμβάνει ναρκισιστικά τα λόγια του. Η σκευή του φαίνεται εξαιρετικά ισχνή: έχει τσαλαβουτήξει σε κάποια στοιχειώδη κείμενα θεωρίας λογοτεχνίας και αναμασά ιδέες σαν τον τελευταίο άκαπνο «σχολιαστή» του Σαββατοκύριακου χωρίς καμία αγάπη για τη λογοτεχνία, αλλά μόνο για το παραφουσκωμένο του εγώ... Μην του δίνετε σημασία. Αυτή είναι η μόνη αντιμετώπιση που του αξίζει. Μπάς και στραφεί προς κανένα καθρέφτη να δει την αλήθεια κατάμουτρα...
αγαπητε ανώνυμε ωστόσο κι εσυ τωρα αφορίζεις. Είπαμε να μιλάμε με επιχειρήματα. Κι εγώ διαφωνώ σε πολλά, αλλα ο συγκεκριμένος ιστολογος πρώτον απάντησε (οπως κι αν απάντησε...) και δευτερον διατηρεί τα σχόλια ανοιχτά. Αυτά οφείλω να ομολογήσω προς είναι προς τιμήν του.
Post a Comment