Έχω την αίσθηση ότι αν ρωτήσεις ποιος Έλληνας λογοτέχνης θα μπορούσε ποτέ να διακριθεί με μια υψηλή διεθνή διάκριση (τύπου βραβείου Νόμπελ ας πούμε), τότε η απάντηση θα ήταν η Κική Δημουλά. Κι αυτό αποδεικνύει –πέρα από την αξία της ως ποιήτριας- ότι η ποίηση γεννά ακόμα στην Ελλάδα πολύ ζουμερούς καρπούς παρά την παντοκρατορία του μυθιστορήματος.
Χαιρετίζουμε λοιπόν το αφιέρωμα του περιοδικού «Εντευκτήριο» (τχ. 83, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008), έστω και καθυστερημένα, που συνέταξε ένα τεράστιο φάκελο προς τιμή της Δημουλά και έδωσε πλήρη στοιχεία (βιογραφικά, κριτικογραφικά, ερμηνευτικά κ.ο.κ.) γύρω από το άτομό της αλλά κυρίως γύρω από την ποίησή της. Η μύηση σε ένα τέτοιο έργο, η είσοδος σ’ αυτό από πολλές πόρτες, η προσέγγιση της επιφάνειας αλλά και του βάθους της ποίησής της ωφελεί και διδάσκει –με την γενικότερη σημασία της λέξης- όσους θα ήθελαν να έχουν επαφή με την ποίηση, αλλά νιώθουν τον φραγμό της γλώσσας, των αφανών νοημάτων της, των μύχιων ιδεών που εικονοποιούνται και συχνά δίνονται κρυπτικά αποθαρρύνοντας τον αναγνώστη.
Ο Δ. Δασκαλόπουλος εξηγεί πως τα ποιήματά της ισορροπούν μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, ενώ κύριο χαρακτηριστικό της είναι η πετυχημένη χρήση των λέξεων, από τις εύστοχες λέξεις της καθαρεύουσας στην ανοίκεια μεταχείριση των καθημερινών τύπων. Στα θέματά της εντάσσεται το καθημερινό, το οικείο και το οικιακό, τα οποία κουβαλάνε μνήμες, φροντίδες, οικογενειακές και διαπροσωπικές επαφές.
Στο ίδιο αφιέρωμα –ανάμεσα σε άλλα- αναπαράγονται κριτικές που δέχτηκε το έργο της από το 1952 (Πέτρος Χάρης) μέχρι και το 2008 (Παντελής Μπουκάλας), αλλά και συνεντεύξεις της ίδιας της ποιήτριας σε διάφορους δημοσιογράφους.
Ο κόσμος της ποίησης κινείται παράλληλα με τον δικό μας, αλλά καμιά φορά τον τέμνει τόσο απόλυτα, τόσο κάθετα και αιχμηρά που συγκλονίζει τον άνθρωπο. Το ζήτημα βέβαια είναι πόσο ο σημερινός αναγνώστης, ακόμα και ο βιβλιόφιλος, έχει τον χρόνο, ή καλύτερα την εσωτερική υπομονή, να σταθεί πάνω του.
Πατριάρχης Φώτιος