Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
“Το παραμύθι του ύπνου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2008
Ο Παν. Χατζημωυσιάδης είναι συμπαθής ιστολογική παρουσία και γι’ αυτό ίσως η γνώμη μου για το τελευταίο βιβλίο του δεν θα είναι αντικειμενική. Επειδή όμως έχω να κάνω και αρνητικά σχόλια, πιστεύω ότι κράτησα σε κάποιο επαρκή βαθμό την κριτική μου αντικειμενικότητα.
Πρώτα απ’ όλα ο συγγραφέας ξέρει να γράφει. Τι εννοώ μ’ αυτό; Ότι γνωρίζει να κρατάει τη γλώσσα στο επίπεδο που να υπηρετεί το ύφος και την καθαρότητα της αφήγησης. Φυσικά στο προηγούμενο έργο του “Καλά μόνο να βρεις”, χάρη στην υφολογική ποικιλία, αυτό φαινόταν καλύτερα, αλλά κι εδώ η γλώσσα του δεν προκαλεί δυσχέρειες, δεν αφήνει κενά, δεν φαίνεται εκκρεμής.
Από την άλλη, ο ήρωάς(;) του, μετεωρολόγος στο επάγγελμα, ενσαρκώνει τον μέσο Έλληνα, που αφενός επιθυμεί να στήσει τη μικροαστική ζωούλα του με όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο τρόπο, αφετέρου το επιδιώκει μέσα από καθόλα ανεκτές (νόμιμες) διεργασίες, οι οποίες ωστόσο φτάνουν στα όρια ενός ανδρικού σεξισμού και την επιβεβαίωση των ανδρικών στερεοτύπων για την επικράτηση του ισχυρού φύλου. Το αποτέλεσμα είναι σταδιακά –κι αυτό καταλογίζεται στα συν του έργου- να αποκαλυφθούν τα ρήγματα που σείουν τη ζωή του, που αποσταθεροποιούν τον καλοβολεμένο μέχρι ενός σημείου βίο του, ως την τελική διάλυση της οικογένειάς του και την αδιαφορία για τη σταδιοδρομία πάνω στην οποία είχε στηρίξει πάρα πολλά. Στην όλη του ιδεολογία το βιβλίο μού θύμισε το «Ψαράκι της γυάλας» του Μ. Χάκκα, με άλλη φυσικά ανάπτυξη της ιστορίας.
Το πρόβλημα –βασικό στη συνείδησή μου που ωστόσο δεν έκανε το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον να καταρρεύσει- έγκειται στην απουσία στοιχείων που να κάνουν τον αναγνώστη να κλειστεί στον κόσμο του βιβλίου και να απολαύσει το έργο. Θα μου πεις: η υψηλή λογοτεχνία δεν είναι και απολαυστική. Ναι (;) αλλά υπάρχουν συναισθηματικά, λογικά, αισθητικά ή άλλα σημεία που αφήνουν τον αναγνώστη σε ένα αναγνωστικό τραμπάλισμα, πέρα από τις όποιες ιδέες αποκομίζει από το κείμενο.
“Το παραμύθι του ύπνου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2008
Ο Παν. Χατζημωυσιάδης είναι συμπαθής ιστολογική παρουσία και γι’ αυτό ίσως η γνώμη μου για το τελευταίο βιβλίο του δεν θα είναι αντικειμενική. Επειδή όμως έχω να κάνω και αρνητικά σχόλια, πιστεύω ότι κράτησα σε κάποιο επαρκή βαθμό την κριτική μου αντικειμενικότητα.
Πρώτα απ’ όλα ο συγγραφέας ξέρει να γράφει. Τι εννοώ μ’ αυτό; Ότι γνωρίζει να κρατάει τη γλώσσα στο επίπεδο που να υπηρετεί το ύφος και την καθαρότητα της αφήγησης. Φυσικά στο προηγούμενο έργο του “Καλά μόνο να βρεις”, χάρη στην υφολογική ποικιλία, αυτό φαινόταν καλύτερα, αλλά κι εδώ η γλώσσα του δεν προκαλεί δυσχέρειες, δεν αφήνει κενά, δεν φαίνεται εκκρεμής.
Από την άλλη, ο ήρωάς(;) του, μετεωρολόγος στο επάγγελμα, ενσαρκώνει τον μέσο Έλληνα, που αφενός επιθυμεί να στήσει τη μικροαστική ζωούλα του με όσο το δυνατόν πιο ανώδυνο τρόπο, αφετέρου το επιδιώκει μέσα από καθόλα ανεκτές (νόμιμες) διεργασίες, οι οποίες ωστόσο φτάνουν στα όρια ενός ανδρικού σεξισμού και την επιβεβαίωση των ανδρικών στερεοτύπων για την επικράτηση του ισχυρού φύλου. Το αποτέλεσμα είναι σταδιακά –κι αυτό καταλογίζεται στα συν του έργου- να αποκαλυφθούν τα ρήγματα που σείουν τη ζωή του, που αποσταθεροποιούν τον καλοβολεμένο μέχρι ενός σημείου βίο του, ως την τελική διάλυση της οικογένειάς του και την αδιαφορία για τη σταδιοδρομία πάνω στην οποία είχε στηρίξει πάρα πολλά. Στην όλη του ιδεολογία το βιβλίο μού θύμισε το «Ψαράκι της γυάλας» του Μ. Χάκκα, με άλλη φυσικά ανάπτυξη της ιστορίας.
Το πρόβλημα –βασικό στη συνείδησή μου που ωστόσο δεν έκανε το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον να καταρρεύσει- έγκειται στην απουσία στοιχείων που να κάνουν τον αναγνώστη να κλειστεί στον κόσμο του βιβλίου και να απολαύσει το έργο. Θα μου πεις: η υψηλή λογοτεχνία δεν είναι και απολαυστική. Ναι (;) αλλά υπάρχουν συναισθηματικά, λογικά, αισθητικά ή άλλα σημεία που αφήνουν τον αναγνώστη σε ένα αναγνωστικό τραμπάλισμα, πέρα από τις όποιες ιδέες αποκομίζει από το κείμενο.
Πατριάρχης Φώτιος
3 comments:
Δεν εχω διαβασει το βιβλιο του κ. Χατζημωυσιάδη, αλλά κάτι γενικό: πώς το εννοειτε δηλαδη οτι η υψηλη λογοτεχνια δεν προσφερει απόλαυση. Με το ζορι τη διαβάζουμε; Γιατί; Μαζόχες είμαστε;
Pellegrina, δεν είναι δική μου αίσθηση αλλά μια γενικευμένη εντύπωση. Δεν ενθουσιάζεται κανείς διαβάζοντας τη δύσκολη, κρυπτική, στρυφνή καμιά φορά πεζογραφία του Κάφκα, του Τζόυς, του Φουέντες, της Γιαννακάκη για να μιλήσω για τα δικά μας, του Αντονά, του Τζαμιώτη και πάει λέγοντας. Η απόλαυση (περιέργεια, ενθουσιασμός, χαλάρωση κ.ά) μερικές φορές θυσιάζεται προς όφελος μιας πνευματικής ικανοποίησης. Εγώ δεν υιοθετώ αυτό ως "πρέπει", αλλά συνειδητοποιώ ότι δύσκολα ικανοποιούμαι και σκέφτομαι, ενθουσιάζομαι και στοχάζομαι με κείμενα τόσο της ελληνικής πεζογραφίας και όσο της ξένης. Εκεί άλλωστε ποντάρουν τα μπεστ σέλερ: προσφέρουν διασκέδαση και όχι ψυχαγωγία, ενώ η "βαριά" λογοτεχνία έχει βάθος αλλά απωθεί το ευρύ κοινό.
Προσπαθώ μ' αυτά που σου γράφω να ξεκαθαρίσω και να διαμορφώσω τις σκέψεις μου...
Πατριάρχης Φώτιος
εγω διαβαζω αυτη την εποχη (μεταξυ άλλων) και Προυστ. Ομολογώ ότι μου προκαλεί θαυμασμό (πόσο λεπτεπίλεπτη και οξυδερκής παρατηρητικότητα των συμπεριφορών, πόσο γεμάτες από -αυτού του είδους- νόημα όλες οι φράσεις) αλλά έχω και μια απορία: σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά που γράφει, τι προσφέρουν; Σε τι είσαι καλύτερος κλείνοντας ένα βιβλίο που αναλύει με θαυμαστή λεπτομέρεια και ευφράδεια και ακριβολογία (υποθέτω ότι στα γαλλικά θα είναι ένα θαύμα-εργόχειρο γλώσσας, κρίνοντας από το ρυθμό που έχει στα ελληνικά)όλο αυτό το κατιναριό στην παλιότερη Γαλλία και κάτι νευρωτικούς "έρωτες"; Και γιατί όποτε προσπάθησαν έλληνες (και ελληνίδες) να κάνουν το ίδιο, έφαγαν κράξιμο, ακόμα και για την προσπάθεια;
Post a Comment