Thursday, November 21, 2013

Πώς Γράφονται τα Απόλυτα Μπεστ-σέλλερ

Αν είσαι επίδοξος μυθιστοριογράφος που θέλεις να πουλήσουν τα έργα-σου, που θέλεις να διαβάζονται αφειδώς, που θέλεις να γυριστούν ταινία και να κόβουν την ανάσα, διάβασε παρακάτω τα βήματα προς την (εισπρακτική) επιτυχία. 
 
 
Πικρός καφές:
Dan Brown
“Inferno”
εκδόσεις Doubleday
New York
2013
“Inferno”
μετ. Χ. Καψάλης
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Το “Inferno” ήταν το απόλυτο μπεστ-σέλλερ του καλοκαιριού. Το είδα στις λίστες των ευπώλητων, αλλά κυρίως στα σαλόνια των πλοίων, στις παραλίες των λουομένων, στους πάγκους του πλανόδιων βιβλιοπωλών που το είχαν τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική έκδοση. Παρά την υψηλή-του τιμή (βεβαίως οι 650 σελίδες-του αντιστοιχούν πλήρως στα 19 περίπου ευρώ-του), πουλούσε και πουλάει τρελά, με αποτέλεσμα ο Ψυχογιός να μη διστάζει καθόλου να εκδίδει τέτοια βιβλία που αποφέρουν σίγουρο, καθαρό κέρδος.
          Το ζητούμενο, σε πρώτη φάση, είναι το γιατί πουλάει. Γιατί διαβάζεται. Γιατί η φήμη-του προηγείται και η αγορά-του ακολουθεί.
            Καταρχάς, η συνταγή λέει σασπένς. Σχεδόν από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος τίθενται ερωτηματικά στην περίπτωση του καθηγητή Ρόμπερτ Λάνγκντον, ο οποίος βρέθηκε με διάσειση σε νοσοκομείο της Φλωρεντίας ύστερα από πυροβολισμό, που ευτυχώς δεν τον σκότωσε. Πώς βρέθηκε επομένως εκεί, ενώ αυτός θυμάται να περπατά στην πανεπιστημιούπολη στη Μασαχουσέτη; Πώς έφτασε ημιθανής στην είσοδο του νοσοκομείου; Τι έγινε στο κενό των δύο ημερών, για τις οποίες δεν θυμάται τίποτα; Και κυρίως ποιος ή ποια τον κυνηγά, επιδιώκοντας να τον σκοτώσει; Ο αναγνώστης περιμένει αδημονώντας για τη συνέχεια.
            Το δεύτερο βήμα της συνταγής λέει υπομονή. Οι πληροφορίες δίνονται με το σταγονόμετρο, βασανιστικά αργά αλλά επιμελώς, οι διάλογοι εξάγουν δόσεις δόσεις τα γεγονότα, οι θολές αναμνήσεις και οι λίγες πληροφορίες των γιατρών χτίζουν λίγο λίγο το παζλ του μυστηρίου. Κι εκεί ένα μικρό κεφάλαιο, που ξεφεύγει από την ιστορία του Λάνγκντον, έρχεται να δοκιμάσει λίγο ακόμα την υπομονή του αναγνώστη, ειδικά όταν μια μαυροντυμένη γυναίκα μπαίνει στο νοσοκομείο και πυροβολεί θανάσιμα τον γιατρό που έσπευσε να την εμποδίσει…
          Φυσικά, δεν θα συνεχίσω την υπόθεση βήμα βήμα. Απλώς θέλησα να δείξω πώς ο ρυθμός μεταξύ ταχύτητας και επιβράδυνσης, η εναλλαγή σιωπών και πληροφοριών, η ποικιλία δράσης και στασιμότητας, η γοργή αφήγηση και η αργή περιγραφή είναι τα μαγικά συστατικά για να κρατάει ένα βιβλίο αγκιστρωμένο τον αναγνώστη από τις σελίδες-του.

           
Τρίτο βήμα στη συνταγή για το πιο καλοψημένο μπεστ-σέλλερ είναι οι ανατροπές και οι καμπές ή οι καμπές και οι ανατροπές. Σε κάθε αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η δράση πρέπει να υπάρχει ένας άσος στο μανίκι που να εμφανίζεται σαν φάντης μπαστούνι και να δίνει διέξοδο. Η περιπετειώδης δράση απαιτεί στιγμές άφατης δυσκολίας κι αμέσως μαγικές –αλλά ρεαλιστικές- καμπές που θα βγάλουν τον ήρωα από τη δύσκολη θέση, που θα δώσουν λύση στο πρόβλημα, που θα αιφνιδιάσουν τον αναγνώστη αλλάζοντας ρότα στην πορεία της αφήγησης. Η προσοχή του τελευταίου πρέπει να είναι συνεχώς τεταμένη κι αυτό επιτυγχάνεται μόνο με συχνές εκπλήξεις, κινηματογραφικούς ελιγμούς, έξυπνες αποδράσεις…

            Στο τέταρτο βήμα ρίχνουμε λίγο μυστικισμό μέσα στο μίγμα-μας. Ο μυστικισμός μπορεί να αφορά το παρελθόν, να συνδέεται με τον Μεσαίωνα, τον οποίο έχει μελετήσει στην ακαδημαϊκή-του σταδιοδρομία ο καθηγητής Λάνγκντον, να αποδίδει διακειμενικά έργα που μεταδίδουν ένα μήνυμα, όπως τον “Χάρτη της Κόλασης” του Μποτιτσέλι και τη “Θεία Κωμωδία” του Δάντη. Ένα μυστικό επομένως που έρχεται από το παρελθόν ή που αναβιώνει στο παρόν, που στηρίζεται σε διδάγματα της Ιστορίας ή του Αποκρυφισμού κάνει ακόμα πιο καθηλωτικό το έργο, το οποίο αποκτά επιπλέον ιστορικό βάθος και σαγηνεύει με τη δύναμη άλλων εποχών.
            Το πέμπτο βήμα θα έπρεπε να είναι πρώτο, αλλά το άφησα πίσω, για να το τονίσω ιδιαίτερα. Σύγκρουση, σύγκρουση, σύγκρουση. Αυτό προϋποθέτει έναν αντίπαλο, έναν εχθρό, έναν διώκτη. Κι αν είναι περισσότεροι, ακόμα καλύτερα. Κι αν είναι μια τετραπέρατη οργάνωση, πιο καλά. Κι αν περιλάβουμε και τις κυβερνήσεις ή τις μυστικές υπηρεσίες, αν δηλαδή δώσουμε στο έργο χαρακτήρα, επιστημονικής κατασκοπίας και πολιτικής διπλωματίας, τότε το μίγμα είναι εκρήξιμο, κλεισμένο σε έναν μικρό προστατευμένο σωλήνα. Σε κάθε έργο περιπέτειας, ο εχθρός και οι μέθοδοί-του οδηγούν σε διώξεις, σε συγκρούσεις, σε λαβυρίνθους, από τους οποίους ο ήρωας πρέπει να βρει τρόπο να βγει.
            Ο Dan Brown, όπως και πολλοί άλλοι πλέον, βάζει κι άλλα συστατικά. Συνδυάζει τις ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως την Ιστορία της τέχνης, με τις θετικές, όπως τη Βιολογία και τη Βιοχημεία, οι οποίες υπόσχονται τον μέγιστο κίνδυνο για την ανθρωπότητα, μια πανδημία, όπως την πανώλη του Μεσαίωνα. Κατασκευασμένοι ιοί, ανθρωποκτόνες αμπούλες, μικρόβια και άλλοι οργανισμοί που μπορούν να σκοτώσουν ταχύτατα, ένας βιολογικός πόλεμος, από τον οποίο, αν αυτός ξεσπάσει, η ανθρωπότητα δεν θα μπορεί να προστατευθεί. Παίζει το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού με γρίφους και κρυπτογραφημένα μηνύματα, οδηγεί τη δράση από τη Φλωρεντία στη Βενετία κι από κει στην Κωνσταντινούπολη, αλλάζει τους ρόλους των κακών με τους καλούς και τανάπαλιν, σκηνοθετεί διώξεις που είναι θέατρο και σκηνές που είναι σινεμά, φτιάχνει δηλαδή το απόλυτο σκηνικό δράσης και σασπένς, ώστε ακόμα και οι ιστορικές πληροφορίες να εντάσσονται σε ένα πλέγμα αγωνίας και έντασης.
          Στον “Κώδικα Da Vinci” αξιοποίησε το έργο του Ιταλού ζωγράφου για να κρύψει τα κωδικοποιημένα μηνύματά-του, τώρα πιάνει τη “Comedia Divina” του Dante Alighieri και εμβάλλει μέσα-της όλα όσα βολεύουν μια μελλοντολογική δυστοπία.
          Ναι, η μαγεία του βιβλίου δεν αφήνει τον αναγνώστη να δει τα κλισέ που χρησιμοποιεί, να δει το κενό κάτω από την καταιγιστική δράση, να δει την κούφια ιστορικότητα, που μοιάζει με οδηγό πόλης, αλλά συνάμα όλος αυτός ο ιστορικός διάκοσμος είναι μια πληροφοριακή πανδαισία και τίποτα άλλο. Φυσικά δεν ψάχνουμε για γλωσσική καλλιέπεια, ούτε για βαθύτερες αναζητήσεις και ιδεολογικές εμβαθύνσεις. Το έργο δεν είναι λογοτεχνία, είναι παραλογοτεχνία με την έννοια που δίνανε στον όρο παλιότερα. Παρ’ όλ’ αυτά, το “Inferno” είναι το απόλυτο βιβλίο για μοναχικά ταξίδια με αεροπλάνο ή για πολλές ώρες ηλιοθεραπεία χωρίς τέρμα.

[Οι φωτογραφίες έχουν αντληθεί από: www.walksofitaly.com, www.tripadvisor.com, www.mbc.net, destijldelarte.blogspot.com, voices.yahoo.com, el.wikipedia.org και keck.usc.edu]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 19, 2013

“Το έκτο αίνιγμα” του Γιαΐρ Λαπίντ

Η παιδοφιλία δεν είναι ένα απλό έγκλημα. Δείχνει πάνω απ’ όλα πώς αντιμετωπίζει μια κοινωνία τα παιδιά, και η εγκληματικότητα εις βάρος-τους αντικατοπτρίζει βαθύτερα, κοινωνικά και υπαρξιακά, δεδομένα της ύπαρξης. 

Espresso Kaful:
 

יאיר לפיד




החידה השישית,
Keshet
Tel Aviv 2001
Γιαΐρ Λαπίντ
“Το έκτο αίνιγμα”
μετ. Α. Κωσταράκου
εκδόσεις Πόλις
2013

            Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να περιηγηθείς πολιτισμικά στη γεωγραφία της γης είναι με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ανά χείρας, όχι τόσο επειδή συχνά οι συγγραφείς ξεδιπλώνουν λεκτικά έναν χάρτη της πόλης στην οποία εξελίσσεται η δράση, αλλά κυρίως διότι ο αναγνώστης μπορεί να μάθει την κουλτούρα, τις συνήθειες, τη νοοτροπία, την καθημερινότητα της χώρας ακολουθώντας απλώς τα χνάρια της έρευνας.
            Η υπόθεση του βιβλίου αφορά στις έρευνες του Τζος Σίρμαν, ιδιωτικού ντετέκτιβ και πρώην αστυνομικού, γύρω από την εξαφάνιση της εννιάχρονης Γεόρα, παρόλο που η υπόθεση εξ αρχής φαίνεται και είναι δύσκολη. Ο άγνωστός-μου ισραηλινός συγγραφέας, που ανέλαβε και πολιτική δράση, έγραψε ένα ενδιαφέρον έργο, που κερδίζει τον αναγνώστη για τρεις βασικούς λόγους.
            Ο πρώτος αφορά στην ίδια την ιστορία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια-μας χωρίς κενά και παράλογα άλματα, χωρίς ακροβασίες και άλλες αλχημείες για να φτάσει κανείς στο τέλος. Αντίθετα, κάθε βήμα έχει προοικονομηθεί με συμπαγή τρόπο, κάθε αποτέλεσμα απορρέει λογικά με απλούς συλλογισμούς και σταθερά αιτιώδεις σχέσεις με το προηγούμενο αίτιό-του. Η αρχική φωτεινή δέσμη που καταλάμβανε μόνο ένα μικρό κύκλο μέσα στο σκοτάδι απλώνεται όλο και πιο έξω, συλλαμβάνοντας πέντε άλλες ανάλογες περιπτώσεις απαγωγής εννιάχρονων κοριτσιών με δυστυχή κατάληξη. Το σύνολο αυτών των περιπτώσεων κάνει πιο εύκολη την αποτύπωση του προφίλ του δράστη και κατά συνέπεια την ταυτοποίησή-του.
            Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το κοινωνικό μήνυμα που προκύπτει. Η παιδοφιλία, η μανιακή αναζήτηση της έξαψης σε παιδικά σώματα, η κατά συρροή ανανέωση του έμψυχου υλικού προκαλούν αποτροπιασμό και καταδεικνύονται ως ανώμαλες καταστάσεις σε μια κοινωνία που μερικές φορές φτάνει στα άκρα για να βρει την ηδονή. Τα εγκλήματα ανάγονται στη σφαίρα της νοσηρότητας που κάνει τον δράστη υπεύθυνο όργανο μιας κοινωνικής σήψης, μιας αρρωστημένης τάσης για συστηματική εκτόνωση σε ανυπεράσπιστα κοριτσάκια.
            Και τέλος επιστρέφω στην πρώτη παρατήρησή-μου, καθώς το Ισραήλ παρουσιάζεται σαν ένα πολυεθνικό πάτσγουορκ, όπου ναι μεν όλοι είναι Εβραίοι αλλά εξίσου είναι και διαφορετικοί, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης. Έτσι έχουμε τους Σεφαραδίτες και του Ασκενάζυ, τους ρωσόφωνους και αυτούς που ήλθαν από το Ιράκ!, τις ποικίλες χώρες καταγωγής των συγκλινάντων στη Γη της Επαγγελίας, οι οποίοι διατηρούν σε γενικές γραμμές τις ιδιαιτερότητές-τους. Έτσι, ολοκληρώνεται έστω και αποσπασματικά ένα πανοραμικό ψηφιδωτό, που πέρα από τις ποικίλες κουλτούρες φωτογραφίζει συνάμα και τον καθημερινό τρόπο ζωής, από τα νεκροταφεία έως τον υπόκοσμο κι από τις απλές ανθρώπινες αντιδράσεις μέχρι τη μετριοπαθή εμπλοκή της θρησκείας στη ζωή των Ισραηλινών.
            Μελανό σημείο στην όλη σύνθεση είναι η μανιέρα του νουάρ που αφήνει το χρώμα-της στο έργο: ο σκληρός ντετέκτιβ που έχει άμεσες απαντήσεις και σκληρή γροθιά, που είναι μόνος και ανέστιος και ταυτόχρονα ρίχνει τις γυναίκες με την πρώτη συνάντηση, που γίνεται αντιπαθής στους εχθρούς-του αλλά και πολύ δοτικός στους φίλους-του. Και σ’ αυτό το αναμενόμενο πορτρέτο δεν λείπουν οι άπειρες διασυνδέσεις του Σίρμαν, από τους αστυνόμους μέχρι τους ραβίνους, που κάνουν πιο εύκολη μερικές φορές την εξαγωγή των συμπερασμάτων-του. Φυσικά, εφόσον διάλεξε να γράψει νουάρ, τα μοτίβα του είδους πρέπει να υπάρχουν και γι’ αυτό δεν χτυπάνε άσχημα.
            Χωρίς ντροπή τέτοια αστυνομικά μυθιστορήματα είναι άξια λόγου και η απόλαυση που προσφέρουν δεν είναι μονοδιάστατη. Η εικόνα της κοινωνίας συνοδεύεται από λελογισμένο σασπένς και η αστυνομική δράση με κίνητρα και ανθρώπινες αδυναμίες. Το έργο του Λαπίντ είναι εξαιρετικό, γιατί συν τοις άλλοις οδηγεί σε ένα ευφυές και καλοδουλεμένο στην οικονομία-του τέλος, έξυπνο και ανατρεπτικό, που καταξιώνει όλη τη σύνθεση.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 25/9/2013. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν την ανάρτηση αντλήθηκαν από: www.in2life.gr, thechronicleherald.ca, www.calcalist.co.il, www.motherhoodthetruth.com, pjmedia.com και torrentbutler.eu]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 16, 2013

“Εαρινό εξάμηνο” του Γιώργου Στόγια

Υπάρχει αλήθεια «φοιτητικό μυθιστόρημα»; Πώς λέμε «πανεπιστημιακό μυθιστόρημα, κάπως έτσι. Κι αν δεν υπάρχει, η χώρα που μπορεί να το εισαγάγει είναι φυσικά η Ελλάδα, αφού σ’ αυτήν η φοιτητική ζωή είναι συνυφασμένη με τις σπουδές, τη διασκέδαση, τους έρωτες, την πολιτική, την παιδεία και γενικότερα τη θέση της νεολαίας σε ένα σκηνικό που ολοένα αλλάζει. Το σημερινό είναι το τελευταίο κείμενο στο θέμα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ. 
 
 
Φραπέ χωρίς γάλα:
Γιώργος Στόγιας
“Εαρινό εξάμηνο”
εκδόσεις Απόπειρα
2013 

            Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008, όταν δολοφονήθηκε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, θεωρήθηκαν από πολλούς ο ατμός που έβραζε χρόνια και βρήκε, εκείνη την περίοδο, διέξοδο για να απλωθεί εκρηκτικός και ανεξέλεγκτος σε όλη την κοινωνία. Μάλιστα κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η νεολαία, που σε ένα μεγάλο ποσοστό-της ήταν πολιτικά αδρανής και κοινωνικά ευδαιμονιστική, έδειξε τα δόντια-της με μαζική κινητοποίηση και ενεργή πολιτική συμμετοχή.
            Αυτό είναι κατά βάθος το θέμα του μυθιστορήματος του σαραντάχρονου συγγραφέα, ο οποίος τοποθετεί τη δράση της ιστορίας-του σε μια ακμαία φοιτητούπολη, το Ρέθυμνο. Εκεί η ζωή για τους φοιτητές, ντόπιους και ξένους, εξελίσσεται, όπως είναι αναμενόμενο, έντονα, εκκωφαντικά, ερωτικά, εφήμερα. Μεταξύ πανεπιστημίου και (παλιάς) πόλης, μεταξύ προσωπικής ζωής και συλλογικής προσπάθειας, οι φοιτητές ζουν το σήμερα και μερικές φορές σκέπτονται και το αύριο.
Η πρωταγωνίστρια Ντίνα είναι ένα από τα πολλά τυπικά δείγματα του ετερόκλιτου συνόλου που λέγεται φοιτητόκοσμος: ωραία, ερωτεύσιμη, που φλερτάρει και ζει τη ζωή-της, που θέλει να είναι ανεξάρτητη και δεν τα έχει πάντα καλά με τον πατέρα-της στην Αθήνα, που πιάνει δουλειά για να βγάζει τα χρήματά-της, που κάνει παρέες, που έχει συμπάθειες και αντιπάθειες, που γυρνά και ξενυχτά, που νοιάζεται σε μια απολίτικη ζωή μόνο για ό,τι υπάρχει στα δέκα μέτρα από την ύπαρξή-της. Πατάει μιας στις τόσες στη Σχολή, βιώνει τα μικρά προσωπικά άγχη και τα αδιέξοδά-της και εσχάτως παθιάζεται με το θέατρο, καθώς συμμετέχει σε έναν ερασιτεχνικό θίασο.
Τα γεγονότα που διακρίνονται από επαναληπτικότητα παίρνουν άλλο χαρακτήρα, πολιτικό αυτή τη φορά, καθώς η Ελλάδα βράζει μετά τα Δεκεμβριανά (η υπόθεση του βιβλίου εξελίσσεται την άνοιξη του 2009): οι ακροδεξιοί αυξάνονται με κρούσματα βίας, οι αριστεροί οργανώνονται, καμιά φορά καπηλευόμενοι την ένταση, πολλοί φοιτητές κινούνται στον παλμό των γεγονότων αλλά και άλλοι εξακολουθούν να διάγουν τη δική-τους ατομοκεντρική ζωή. Η γενιά της μεταπολίτευσης, εφησυχασμένη και απολιτίκ, δείχνει να ξυπνά, όχι πάντα με συλλογικά οράματα, αλλά από μια προσωπική αίσθηση αδικίας.
Το μυθιστόρημα αποτελεί την τοιχογραφία μιας γενιάς που ζει μεταξύ εγώ και εμείς, όσο κι αν η Ντίνα καταλαμβάνει πρωτεύουσα θέση. Απλώνεται πολυδαίδαλο σε μικρές και μεγάλες σκηνές, εγκιβωτίζει ένα θεατρικό δρώμενο, ενορχηστρώνει πολλά πρόσωπα, προβάλλει το χάσμα γενεών, μπαινοβγαίνει στο άτομο και στις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις-του… Μεγάλη τέχνη δείχνει ο Στόγιας στους διαλόγους, οι οποίοι, αν και είναι υπερβολικά εκτενείς και συχνοί για μυθιστόρημα, φαίνονται φυσικοί και οι στιχομυθίες εναλλάσσονται πολύ μελετημένα και άνετα· προφανώς όλα αυτά είναι δουλεμένα χάρη στη θητεία του συγγραφέα στο θέατρο.
Αν εξαιρέσει κανείς κενά στην αφήγηση και άλματα (λ.χ. η “επανάσταση” της Ντίνας δεν απορρέει φυσικώ τω τρόπω, αλλά κάπως βεβιασμένα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα), αυτό που με έκανε να δείχνω (συνεχώς κατά την ανάγνωση) επιφυλάξεις για το αποτέλεσμα είναι η γλωσσική και αφηγηματική ρηχότητα. Τα αφηγηματικά μέρη διακρίνονται για την επίπεδη γλώσσα-τους, άτονη και καθημερινή, χωρίς ένταση, χωρίς δυναμική κίνηση, χωρίς τον τόνο που θα ανυψώσει την καθημερινότητα σε μια αισθητική σφαίρα. Δεν μιλάω φυσικά για καλλιλογίες (δεν θα ταίριαζαν στο περιεχόμενο) αλλά για την ανάγκη του κειμένου να αρθεί με τη γλώσσα-του πάνω από την ξερή αφήγηση και να παρακολουθήσει μορφολογικά τον αχό που (σιγο)βράζει. 

[Οι φωτογραφίες –εκτός των δύο για το Ρέθυμνο- αντλήθηκαν από: www.paraskhnio.gr, news.virginia.edu, www.diakonima.gr και www.902.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 13, 2013

“Εξαφανίσεις” της Ελεάννας Βλαστού

Ο Librofilo έχει ακόμη αναρτημένη την παρουσίασή-του για τα διηγήματα της Βλαστού κι είναι ευκαιρία να ακουστούν περισσότερες απόψεις. Κι αυτό γιατί το θέμα της κρίσης, του κοινωνικού ξεβρακώματος, της ανάδειξης των πλείστων παθογενειών κ.ο.κ. έχει απασχολήσει πολλούς (νέους) συγγραφείς, που κατεβαίνουν δρομαίοι μέσα στο κλίμα της γενικότερης αναστάτωσης, για να την αποτυπώσουν, άλλοι καλύτερα κι άλλοι χειρότερα. 
 
 
Mocca:
Ελεάννα Βλαστού
“Εξαφανίσεις”
εκδόσεις Πόλις
2013 

            Παρατηρώ ότι τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται οι νέοι συγγραφείς που κατέρχονται στη λογοτεχνική κονίστρα με διηγήματα που αποτυπώνουν και προσπαθούν να εξηγήσουν τη σύγχρονη κατάσταση στην Ελλάδα, ειδικότερα την κρίση, που αποτελεί το πλαίσιο, στενό ή ευρύ, μιας γενικότερης κοινωνικής ανωμαλίας. Και αναφέρομαι πιο πολύ στα διηγήματα ρεαλιστικής γραφής που χωρίς να γίνονται δημοσιογραφικά αποδίδουν το κλίμα και σκιαγραφούν πρόσωπα και καταστάσεις σε μια Ελλάδα που μετρά τα κομμάτια-της. Ο Χρήστος Οικονόμου, η Ευγενία Μπογιάννου, η Ελισάβετ Χρονοπούλου (όλοι από τις εκδόσεις Πόλις), μια συλλογή διηγημάτων διαφόρων δημιουργών, παλιών και νέων, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τίτλο “Το αποτύπωμα της κρίσης” κ.ο.κ. φωτογραφίζουν ευθέως ή λοξά τη σύγχρονη πραγματικότητα.
            Η Βλαστού, τριάντα οκτώ ανοίξεων, εκδίδει ένα μικρό βιβλιαράκι έξι διηγημάτων όπου καταπιάνεται με την απώλεια, σαν την ομόσταυλή-της Πέτσα, αλλά με πολύ πιο συγκρατημένα διηγήματα και προσγειωμένες ιστορίες. Μια ερωτευμένη χήρα, ερωτευμένη με το νεκρό άνδρα-της, εξακολουθεί να ζει και να συνομιλεί με αυτόν (“Ούτε χώρος ούτε χρόνος”), ένας δότης σπέρματος πληρώνεται για μια δόση αυνανισμού, αλλά δεν παύει να αναρωτιέται ποια παιδιά από αυτά που συναντά τυχαία μπορεί να είναι δικά-του (“Ο Δότης”), ο γιος πλήττεται υποσυνείδητα από την εξαφάνιση της μητέρας και μετατρέπει τη ζωή-του σε μια ερωτική αναζήτησή-της σε μια σειρά από γκόμενες (“Ένα αγόρι”), η ανιψιά χάνει τον μπάρμπα στην Κορώνη που τη βοήθησε να ανέβει αριβιστικά (“Η εξαφάνιση ενός μυαλού”), η ανάγκη για χρήματα οδηγεί στο «σκότωμα» πατρογονικών κοσμημάτων, σωσμένων από τη Κυρήνεια (“Για πάντα”) και η νεαρή κοπέλα θέλει να ξεχάσει τον πατέρα-της που την κακοποιούσε σεξουαλικά (“Χαρούμενα σπίτια”).
            Το θέμα των διηγημάτων ξεπηδά από τη ζωή αλλά είναι πολύ καλά εστιασμένο σε μικρές και μεγάλες απώλειες, σε εκούσιες και ακούσιες εξαφανίσεις, σε σχέσεις που διαρρήχθηκαν απότομα, άλλοτε προς πένθος κι άλλοτε προς ανακούφιση αυτών που μένουν πίσω. Κι αυτό γιατί μια σχέση δεν είναι μόνο η θερμή ανθρώπινη επαφή αλλά και η οδύνη που αυτή προκαλεί. Κάθε τέτοια εξαφάνιση από τη ζωή-μας μετακινεί την πορεία του πλοίου κατά μερικές μοίρες και φέρνει αλλαγές που συνήθως δυσκολεύουν το μετά.
            Αν εξαιρέσει κανείς το τελευταίο διήγημα, όπου παραλληλίζονται πολύ εύγλωττα όσο και υπαινικτικά (οξύμωρο!) τα βιώματα της αφηγήτριας με όσα συναντά στο σπίτι που πηγαίνει ως διακοσμήτρια, δεν μπόρεσα να νιώσω τη συναισθηματική ένταση κάθε ιστορίας. Μου φαίνεται ότι έμεινα στην ανάγνωση και όχι στην αισθητική έκρηξη που θα γεννούσε τον σπαραγμό, τη συνείδηση, το πάθος, την οδύνη, την πίκρα, την ταραχή κ.ο.κ. Ο Librofilo παρατηρεί πως ο χαμηλότονος χαρακτήρας-τους δεν μπόρεσε να συνταράξει ούτε τον ίδιο, παρά την τελική ένταση που ένιωσε.
Θα ήθελα να έβλεπα, πέρα από μικρές ιστορίες με επίκαιρα θέματα, τσαγανό, έναν λογοτεχνικό τσαμπουκά, μια γλωσσική παρέκκλιση, ένα σοκ που θα συγκλονίσει τον αναγνώστη, μια απρόσμενη εξέλιξη, ένα εσωτερικό θρίλερ, μια σύγκρουση που θα ξεσηκώσει… Το διήγημα θέλει σκληρή γροθιά ή ψυχική πνοή, θέλει άγριο ξύλο ή συγκινητική αύρα, θέλει παλμό!
 
[Φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: livingwithmcl.com, www.topnews.in, iacmusic.com, www.deviantart.com και paniknaturaldisasters.wikispaces.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 11, 2013

“Του Θεού το μάτι” του Γιάννη Μακριδάκη

Έχω την αίσθηση ότι ο Μακριδάκης έχει προκαλέσει τη μήνιν των κριτικών (και τη σιωπή-τους), πράγμα που αποδίδω σε δύο λόγους: αφενός ως πρόσωπο ξιφουλκεί και ‘ακτιβίζει’ με οριακούς τρόπους και αφετέρου ως συγγραφέας ξεφουρνίζει ένα βιβλίο κάθε 9-10 μήνες, γεγονός που ‘καίει’ το όνομά-του, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία ως προπαγάνδα. Άλλο ένα βιβλίο, λοιπόν, μετά το συλλογικό “Αποτύπωμα της κρίσης” και το “Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με” του Μαργαρίτη, που μιλάει για το σήμερα με όρους πολιτικούς. 
 
 
Καφές με μαστίχα:
Γιάννης Μακριδάκης
“Του Θεού το μάτι”
εκδόσεις Εστία
2013 

Όσοι παρακολουθούν την καταιγιστική συγγραφική πορεία του Γιάννη Μακριδάκη τα τελευταία έξι χρόνια, κατά τα οποία εκδίδει περίπου ένα βιβλίο τον χρόνο, έχουν να του αναγνωρίσουν υφολογική ωριμότητα αλλά και να τον κατηγορήσουν για απροκάλυπτο διδακτισμό. Κι αν τα θετικά-του γνωρίσματα είναι ικανά να αναδείξουν τον πεζογράφο σε φαινόμενο της ελληνικής λογοτεχνίας, ο εξόφθαλμος ακτιβισμός-του ναι μεν εντάσσεται στην τρέχουσα αναζωπύρωση της πολιτικής λογοτεχνίας, η οποία έχει επανέλθει στο προσκήνιο ακμαία, αλλά συνάμα ξαναθέτει το θέμα της σχέσης-της με τη στράτευση, με την ηθική, με τον ρόλο του καλλιτέχνη και την αυτονομία ή όχι του έργου-του. Πολλοί πλέον δεν δέχονται ανεπιφύλακτα την κλειστή, ερμητική, δομή του κειμένου, η οποία το κάνει περίκλειστο κόσμο, ανεξάρτητο από την κοινωνική προβληματική που το περιβάλλει, τόσο στην παραγωγή-του όσο και στην πρόσληψή-του.
Έτσι μπορούμε να δούμε και το τελευταίο μικρό μυθιστόρημα του Μακριδάκη που συνεχίζει την παράδοση της μάχιμης οικολογίας, όπως στο “Ζουμί του πετεινού” (2012), της πολιτικής τοποθέτησης, όπως στο “Λαγού μαλλί” (2010), και της αφηγηματικής πολυφωνικής μονολογικότητας, όπως στο “Ήλιος με δόντια” (2010). Ο Μακριδάκης ίσως εξωλογοτεχνικά προκαλεί επιφυλάξεις κι έτσι αντανακλαστικά το έργο-του φαίνεται ως προπαγάνδα σε καιρούς λογοτεχνικής νηνεμίας και πολιτικής ορθοφροσύνης.
Το κείμενο αποτελείται από τον μονόλογο του γερο-Πεπόνα στο σκιάχτρο-του, στο οποίο μιλάει σαν να είναι άνθρωπος. Έτσι, εύλογα το ύφος είναι λαϊκό, απλοϊκό, δείγμα προφορικού λόγου, γεμάτο χιώτικους ιδιωματισμούς, ρήσεις θυμοσοφίας, αποστροφές και ήπιες λεκτικές εξάρσεις. Ως λαϊκός λόγος ακολουθεί μια καλοδουλεμένη σπειροειδή πορεία με επικαλύψεις και επαναλήψεις, που κάθε φορά προσθέτουν και καινούργια στοιχεία στα παλιά και συμπληρώνουν τον πίνακα του περιβάλλοντος του αφηγητή. Μέσα σ’ αυτόν τον μονόλογο θίγονται θέματα όπως είναι η πολιτική, με αφορμή τις εκλογές της 6ης Μαΐου 2012, η δύσκολη ζωή του Πεπόνα με τη ανύμφευτη συμβία-του, η επαφή με τη φύση και η αυτάρκεια που η τελευταία προσφέρει κ.ά. Η δεξιότητα στη γραφή του Μακριδάκη έγκειται στο ότι υφοποιεί τον μονόλογο του αφηγητή-του κι έτσι μέσα σ’ αυτόν ακούγονται οι φωνές των άλλων που συχνά εναντιώνονται στην κυρίαρχη ομιλία και αναδεικνύουν διαλογικά τα συν και τα πλην των ποικίλων απόψεων.
Ο Πεπόνας εκπροσωπεί τον απλό πολίτη που ψήφιζε μια ζωή ένα από τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα, λίγο από συντηρητισμό και λίγο από φόβο για τον κομμουνισμό. Φυσικά δεν λείπουν και οι ιδιοτελείς λόγοι που συντήρησαν το πελατειακό σύστημα της μεταπολίτευσης, καθώς αφενός ο ίδιος ο αφηγητής είχε διοριστεί -παρότι αγράμματος- στο δημόσιο και αφετέρου ο γιος-του βρήκε ανάλογη θέση με ανάλογο μέσο. Έτσι, τώρα που κλονίζεται το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ και η αριστερά έχει μπει στο σπίτι-του (η συμβία-του φλερτάρει με την “επανάσταση”), ο γερο-Πεπόνας νιώθει προδομένος και προδότης, τελευταίος ίσως στυλοβάτης μιας φιλήσυχης καθημερινότητας που δεν πρέπει να διασαλευτεί από “αναρχικές” ιδέες και εξτρεμιστικές προσεγγίσεις.
Και φυσικά δεν λείπουν οι έμμονες προσπάθειες του αφηγητή να διαφυλάξει τη φύση, τα υγιεινά προϊόντα, τους ανόθευτους σπόρους για τη φύτευση, τα ζουμερά πεπόνια και τα αγαθά ζώα του βουνού, είτε πρόκειται για την κουκουβάγια, το φίδι είτε για τις φθοροποιούς κάμπιες. Η φύση, το διακηρύσσει όπου βρεθεί ο συγγραφέας, απαξιώνει το χρήμα και προσφέρει τη μέγιστη αυτάρκεια. Φορέας των ιδεών του συγγραφέα δεν είναι ως προς αυτό μόνο ο αφηγητής, αλλά και ο “Κότσυφας”, νεαρός που εγκατέλειψε τη φαιά Αθήνα, επέστρεψε στη Χίο για να ζήσει αρμονικά με τη γη. Είναι το πρόσωπο του Μακριδάκη που εμφιλοχωρεί μέσα στο μυθιστόρημα και εξυμνεί τη φύση, προς ικανοποίηση του Πεπόνα, αλλά και διαλαλεί την ανάγκη για πολιτική αλλαγή.
Στο μυθιστόρημα εκπροσωπούνται οι μεγάλοι άνθρωποι που μένουν πιστοί στις παραδοσιακές αξίες με τις οποίες έστησαν τη ζωή-τους. Πολιτικά παραμένουν δοσμένοι στα δύο κόμματα που κυβέρνησαν κατά τη Μεταπολίτευση, ενώ παράλληλα υπηρετούν με παπαδιαμαντική ευλάβεια τη φύση και τη γη, τα προϊόντα και τα ζωντανά-της. Το ζητούμενο είναι αν αυτή η παραδοσιακή εμμονή, που είναι ευάρεστη όταν μας οδηγεί στο να ζήσουμε υγιεινά με βάση τα φυσικά προϊόντα, πρέπει να σπάσει ως προς τα πολιτικά-μας πιστεύω και να μας δώσει το περιθώριο να προβούμε σε πιο εκσυγχρονιστικές, ακτιβιστικές και αντικαθεστωτικές πρακτικές. Ο Μακριδάκης κάνει την προπαγάνδα-του και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Οι ιστολόγοι αντίθετα με την κριτική τον αγάπησαν και εξακολουθούν να τον αγαπούν: βλέπε π.χ. τον Νεάρχου παράπλου και τη lesxianagnosisbiblioudegas.

[πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life. Οι φωτογραφίες που κοσμούν την ανάρτηση αντλήθηκαν από: etheldrivers.blogspot.com, www.discoverchios.gr, news.princeoliver.com, voria.gr,  alternatrips_gr  και www.tovima.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 08, 2013

“Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με” του Κυριάκου Μαργαρίτη

Πολιτικής και λογοτεχνίας γωνία. Ποια είναι τα λιοντάρια και ποιοι οι μονομάχοι στο ελληνικό Κολοσσαίο; Πώς η ακροδεξιά παρα-συστημική τακτική τρώει θύτες και θύματα; Πώς μπορεί κανείς να σώσει την ψυχή-του σε μια αρένα θηρίων;
 
 
Στιγμιαίος καφές με ρούμι:
Κυριάκος Μαργαρίτης
“Όταν θα βγαίνουν τα λιοντάρια, φίλησέ με”
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Σήματα κατατεθέντα της γραφής του Μαργαρίτη είναι το τσιγάρο και το ποτό, η γυναίκα ως σημείο αναζήτησης, οι σχοινοτενείς σκηνές με καθημερινούς διαλόγους, ένα είδος λυρισμού που φυτρώνει σε μοναχικές, στοχαστικές περιηγήσεις του ήρωα ή της ηρωίδας. Όλα αυτά δημιουργούν ένα είδος μανιέρας, ένα είδος βαλτωμένου τρόπου γραφής που δείχνει ότι ο συγγραφέας δεν μπορεί εύκολα να αλλάξει το φιδίσιο δέρμα-του και να προχωρήσει τη λογοτεχνική-του πορεία.
            Ξεκίνησα ανάποδα απ’ ό,τι συνήθως κάνουν οι κριτικοί: μιλάνε γενικά για τον συγγραφέα και την ως τώρα πορεία-του, αναλύουν την ιστορία και τα πλεονεκτήματα του έργου (αφηγηματικά, ιδεολογικά, ψυχογραφικά κ.ο.κ.) και τέλος επισημαίνουν, αν νομίζουν ότι χρειάζεται, τα μειονεκτήματά-του και τις αστοχίες-του. Εγώ ξεκίνησα από το τέλος, γιατί θέλησα να δω πρώτα εγώ (κι έπειτα να μοιραστώ μαζί-σας) πόσο το νέο βιβλίο του Κύπριου πεζογράφου ανεβάζει λίγο ή πολύ το επίπεδο της γραφής-του και πόσο απογαλακτίζεται απ’ όσα τον κρατάνε σε μια στενή, περιορισμένη συγγραφική ρότα. Το προηγούμενο έργο-του "Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών" ξεχώρισε απ’ όσα έχει γράψει, επειδή σε όλα τα αναμενόμενα επίχρισε τη διακειμενική πατίνα και έτσι έδωσε δεύτερο και τρίτο βάθος στην αστυνομική υπόθεσή-του.
            Τώρα, αφορμάται από τον πόλεμο που έχει ξεσπάσει στους δρόμους της Αθήνας μεταξύ μεταναστών και ακροδεξιών και επιχειρεί να αναλύσει κοινωνικά αλλά και ψυχολογικά τα βιώματα μιας γενιάς που μεγαλώνει με το αίμα να αποτελεί περιζήτητο τρόπαιο. Η Σοφία, άνεργη δικηγόρος, δουλεύει εθελοντικά στην οργάνωση «Αλληλεγγύη», ο Πέτρος, χαράκτης, εργάζεται πάνω σε μια προσωπογραφία, ο Κωνσταντίνος ονειρεύεται “Αίμα και δόξα”, η Μάρθα γνωρίζει τον έρωτα της ζωής-της… Οι νέοι της Ελλάδας του 21ου αιώνα κινούνται μεταξύ ατομικού και συλλογικού βίου, μεταξύ προσωπικής επιβίωσης και εθνικής εξισορρόπησης.
            Η ιστορία εξελίσσεται σε μια μεταφυσική της αγάπης, αφού ο Πέτρος αναζητά στο πρόσωπο των γυναικών που βλέπει ή που χαράσσει τη Σοφία, ειδικά αφού ο γηραιός Θεόφιλος Δημακούδης του αφηγείται πώς γνώρισε τη, νεκρή πλέον, γυναίκα-του Έρση. Τα δύο τελευταία ονόματα με οδήγησαν να συλλάβω το διακειμενικό παιχνίδι του Μαργαρίτη με τα έργα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Όπως “Στον ίσκιο των σκοτωμένων κοριτσιών” η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη αποτέλεσε το ρητό συγγραφικό βάθρο, έτσι και τώρα ο κύπριος συγγραφέας ξαναχτυπά στίζοντας το έργο-του με πεντζικικές και άλλες παραπομπές.
            Το μυθιστόρημα του Μαργαρίτη είναι το πρώτο που διαβάζω με αναφορές στη Χρυσή Αυγή και στη δράση-της, στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, στον κώδικα τιμής και στην ιδεολογία-της. Μου φαίνεται ότι την προσεγγίζει ξύνοντας απλώς την επιφάνειά-της, αλλά έστω κι έτσι βάζει τη λογοτεχνία μπροστά στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Αλλά η όλη-του φιλοσοφία είναι ρομαντική, αφού το βάρος πέφτει στην αναζήτηση του έρωτα και της αιώνιας αγαπημένης (Πέτρος-Σοφία, Θεόφιλος-Έρση, Κωνσταντίνος-Ισμήνη) που κάνει τα πάντα να μετουσιώνονται σε μια κολυμπήθρα, η οποία αναβαπτίζει όλα στο νάμα της αγάπης. Γι’ αυτό τελικά ο Μαργαρίτης μένει στα ρηχά, γι’ αυτό αδυνατεί να συλλάβει το κοινωνικό περικείμενο με όρους πολιτικούς και φυσικά λογοτεχνικούς.
 
[Οι φωτογραφίες ελήφθησαν από τα: www.i-live.gr, www.tovima.gr, www.iefimerida.gr και www.efsyn.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 06, 2013

“Το αποτύπωμα της κρίσης” (Συλλογικό)

Συνεχίζουμε τα πολιτικά θέματα, αυτή τη φορά μέσα από τα βιβλία: μικρές φωτογραφίες της κρίσης, σκηνές από τους δρόμους της πόλης, ταινίες μικρού μήκους για τα αδιέξοδα του σύγχρονου Έλληνα, ακτινογραφίες της υποθαλάσσιας τρύπας που κατακλύζει με νερά το σκάφος της χώρας… 
 
 
Καφές στιγμής με γεύση βανίλια:
Το αποτύπωμα της κρίσης
επιμ. Ελένη Μπούρα – Μικέλα Χαρτουλάρη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013 

            Δεκαεφτά από τους πλέον παρεμβατικούς και ενδιαφέροντες έλληνες συγγραφείς αποτυπώνουν "από μέσα" και εν θερμώ την καθημερινότητα της κρίσης που γιγαντώνεται στην Ελλάδα από το 2010. Οι ιστορίες-τους λειτουργούν ως μεγεθυντικός φακός αλλά και ως μαρτυρίες για μια τομή που, όπως όλα δείχνουν, θα αφήσει το αποτύπωμά-της στη σύγχρονη κοινωνική ιστορία. Δεν είναι όλες μαύρες. Είναι και αστείες, είναι και σοβαρές, άλλες είναι αισιόδοξες κι έχουν χάπι εντ, άλλες είναι αποκαρδιωτικές, ποτέ όμως βαρετές. Δεν καταγγέλλουν το Κακό ούτε βγάζουν χρησμούς. Είναι διηγήματα που έχουν γεννηθεί από την επικαιρότητα και που φωτίζουν απ’ την καλή και απ’ την ανάποδη όσα συμβαίνουν γύρω-μας ή και μέσα-μας.”
           
Αντέγραψα το οπισθόφυλλο για να συστήσω τον συλλογικό αυτόν τόμο, όπως τον είδαν κατ’ αρχάς οι εμπνευστές-του. Πρόκειται για διηγήματα που γράφτηκαν τα τελευταία δύο τρία χρόνια και αφορμώνται από την κρίση, όχι κατ’ ανάγκη την οικονομική.
            Ας ξεκινήσουμε με τα θέματα των κειμένων, για να προσδιορίσουμε ποιες μορφές της κρίσης εξαίρουν οι συγγραφείς. Ο Ακρίβος μιλάει για έναν αλβανό μαθητή, ο Αστερίου για τον εξαστισμό του χωριού με τα …μεγάλα έργα, η Γιαννακάκη για την ανέχεια ενός ηλικιωμένου, ο Γκουρογιάννης για μια υπαρξιακή συζήτηση περί Θεού και ανθρώπου, ο Γρηγοριάδης για έναν αέναα μεταναστεύοντα Ιρακινό, ο Δημητρίου για τις αλλαγές που έγιναν στο χωριό από τους παλιννοστούντες, ο Καλούτσας δίνει μια πανοραμική εικόνα της διαλυμένης κοινωνίας, ο Κατσουλάρης αναφέρεται σε ένα πολιτικό κίνημα συλλογικής αναγνώρισης ευθυνών, η Κιτσοπούλου στην ανεργία ως αίτιο αποτυχίας, ο Μοδινός στην επίπλαστη ευημερία εις βάρος του περιβάλλοντος, ο Οικονόμου στη λήθη στην οποία οδηγούνται οι καλλιτέχνες, ο Παναγιωτόπουλος σε μια συνέλευση πολυκατοικίας, η Παπαδάκη στην ανύπαρκτη αλληλεγγύη των φίλων του facebook, η Σωτηροπούλου στα ένσημα που δεν φτάνουν, η Τριανταφύλλου στη δύσκολη προσαρμογή ενός μετανάστη από το Μπενίν και ο Χρυσόπουλος στην επιστροφή στην Αθήνα.
            Έγινα σοφότερος για την κρίση, υπό την ευρύτερη έννοια, που πλήττει την ελληνική κοινωνία; Όχι, αν σκεφτεί κανείς ότι πολλά θέματα πολυφοριούνται ήδη στην τηλεόραση, όπως αυτό των μεταναστών, της φτώχιας, του ρατσισμού. Ναι, αν δει κανείς πίσω από αυτά τα θέματα, αλλά και από τα υπόλοιπα, την ανθρώπινη ψυχολογία που κάνει ιδιαίτερη κάθε περίπτωση. Έτσι, δεκαεπτά συγγραφείς = δεκαεπτά περιπτώσεις σε μια ποικιλία που δεν σε κάνει να κουραστείς. Στην αρχή νόμιζα ότι θα διαβάσω τα ίδια και τα ίδια, αλλά καθώς προχωρούσα είχα την αίσθηση ότι εκατό συγγραφείς να μάζευαν, εκατό διαφορετικές πλευρές της κρίσης θα είχαμε.
            Από άποψη ποιότητας γραφής θα ξεχώριζα τη μεστή γραφή της Γιαννακάκη, τις καμπές στην αφήγηση του Γρηγοριάδη, το οξύ ύφος της Κιτσοπούλου, την απολαυστική ατμόσφαιρα του Οικονόμου και το πικρό νόημα της Παπαδάκη. Από την άλλη, οι νότες γέλιου στον Κατσουλάρη, στον Παναγιωτόπουλο και περισσότερο στην Τριανταφύλλου δείχνουν ότι η Ελλάδα συζευγνύει το σοβαρό και το αστείο, όπως έκανε με την τραγωδία και το σατυρικό δράμα, βγάζει μέσα από το βαρύ το ευτράπελο και δημιουργεί ανέκδοτα ακόμα και από τις πιο τραγικές καταστροφές.
            Όντως δεν είναι διδακτικές οι ιστορίες-τους. Είναι όμως από απλώς μεστές προβληματισμού και αυτογνωσίας μέχρι φιλοσοφικές και υπαρξιακές. Η κρίση δεν είναι τα νούμερα των οικονομολόγων, αλλά η καθημερινότητα που βαραίνει πολύ περισσότερο από τα παρελαύνοντα δις, το βάθος κάτω από την επιφάνεια της αξιοπρέπειας και της πρότερης χλιδής και η ατομική στάση απέναντι στις τεκτονικές αλλαγές που συμβαίνουν γύρω-μας και μέσα-μας.
 
[Φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: www.tovima.gr, www.hangthebankers.com, www.enet.gr, www.ethnos.gr και peiramatikoserrone1.blogspot.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, November 01, 2013

“ΑΣΚΗΤΙΚΗ” του Νίκου Καζαντζάκη

Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος” – “Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.” 
 
 
Γλυκό κουταλιού περγαμόντο:
Νίκος Καζαντζάκης
“Ασκητική. Salvatores Dei
1929 

            Πριν γράψει τα μυθιστορήματά-του, για τα οποία καθιερώθηκε, πριν γράψει καν την “Οδύσεια”, την οποία θεωρούσε κορυφαίο έργο-του, ο Καζαντζάκης ήταν φιλόσοφος και ως φιλόσοφος ξεχύθηκε στο χαρτί για να καταγράψει τον ωκεανό της σκέψης-του. Η “Ασκητική” είναι το δοκίμιο που αποτυπώνει τα πιστεύω-του πριν τα κάνει λογοτεχνία. Είναι το μανιφέστο των ιδεολογιών-του που τις συγκέρασε σε μια (;) καζαντζακική κοσμοθεωρία.
            Ο Καζαντζάκης ξεκινά μηδενιστικά· τίποτα δεν υπάρχει εκτός από τη ζωή, ούτε πριν ούτε μετά, δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα. Και συνεχίζει βιταλιστικά· άλλοι λένε πως στόχος είναι ο θάνατος κι άλλοι πως στόχος είναι η ίδια η ζωή και η δημιουργία, που θα φέρουν την αθανασία. Πιστεύει απόλυτα πως ο άνθρωπος θα μείνει αθάνατος αν αφήσει έργο ικανό να του δώσει την υστεροφημία. Στηριγμένος στο Όραμα ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει το ζωικό-του μέρος και να ανέβει σταδιακά στην ανθρώπινή-του φύση και έπειτα στη θεϊκή-του υπόσταση.
            Ο Κρητικός στοχαστής συνεχίζει σολιψιστικά· τίποτα δεν υπάρχει παρά μόνο ό,τι δημιουργεί ο νους. Είναι μια ακραία ιδεαλιστική θέση, όπου μόνο το Πνεύμα είναι η κινητήριος δύναμη του κόσμου, μόνο ο ανθρώπινος νους μπορεί να χτίζει ή να γκρεμίζει την πραγματικότητα. Μόνο ο νους μπορεί να οικοδομήσει την άβυσσο, να γίνει δημιουργός-θεός και να πανωσηκώσει πολιτείες, αξίες, ιδεολογίες, δρόμους… Μόνο ο νους μπορεί να τακτο-ποιήσει την αταξία, να οργανώσει το χάος, να ζωγραφίσει το κενό.
            Τα ηθικά καθήκοντα του ανθρώπου ξεκινούν πρώτα απέναντι στον εαυτό-του: καταρχάς, αυτοπειθαρχία ώστε ο νους να μπορέσει να ελέγξει τις δυνάμεις-του και να επιβάλει τη θέλησή-του στην ύλη. Το δεύτερο χρέος ξεκινά από την επιταγή ο νους να αφήσει την καρδιά να δει πέρα από τα φαινόμενα και να φτάσει στην Ουσία. Έτσι, ενώ ο Καζαντζάκης φαντάζει μερικές φορές υλιστής, που πιστεύει στις αισθήσεις και στη σάρκα, συνάμα είναι και ιδεαλιστής που πιστεύει στο επέκεινα, όχι αναγκαστικά με τη θρησκευτική αναμονή αλλά με μια μεταφυσική ρίζα που δεν σταματά στον ορατό κόσμο. Το τρίτο χρέος οδηγεί τον άνθρωπο να νικήσει την ελπίδα, για να μην δένεται με την προσμονή για κάτι καλύτερο κι απογοητεύεται. Έτσι, ο άνθρωπος θα αποδεσμευτεί από τη νομοτέλεια και θα χαίρεται κάθε στιγμή αυτή καθεαυτή. Κι έτσι πάλι ο Καζαντζάκης ξαναγυρίζει στον αγαπημένο-του μηδενισμό.
            Το μεγάλο αίτημα είναι ο καθένας να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί για να σώσει τον κόσμο. Μια φωνή μέσα-του, η συνείδηση, να μην τον αφήνει να βολευτεί, να επαναπαυτεί, να μουλιάσει στο νερό της συνήθειας, αλλά να ζωστεί τ’ άρματα και να πάρει την ανηφόρα, δηλαδή τον δύσκολο δρόμο που θα τον κάνει αγωνιστή. Ευθύνη και αγώνας. Ο αγώνας όμως δεν είναι προσωπικός. Εκφράζει τους προγόνους, την παράδοση, την ιστορία, κάνει τον άνθρωπο όργανο μιας αρραγούς συνέχειας, που τον οπλίζει ως αντιπρόσωπό-της στη γενιά-του και σκυταλοδρόμο προς τα εμπρός. Ο Καζαντζάκης εκφράζει και εδώ τις νιτσεϊκές-του ιδέες, που μιλάνε για υπεράνθρωπο, που μιλάνε για μάχη και όχι για αγάπη, που ετοίμασαν εν μέρει το έδαφος για ακρότητες στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά έσπασαν και τα δεσμά-της. Η ράτσα, η ανθρωπότητα, ολόκληρο το σύμπαν περιμένει τον ανηφορικό αγώνα, για να σώσει ο άνθρωπος την ψυχή-του αλλά και την πλάση ολάκερη.
            Η Ασκητική είναι κατά δήλωση του υπότιτλου ένα είδος Διαθήκης με τον Θεό. Ο Καζαντζάκης πιστεύει σε μια φιλοσοφική σύλληψη του Θεού, αλλά προβαίνει γρήγορα σε μια διάψευση αυτής της εντύπωσης, αφού ο Θεός-του είναι πράξη, είναι ένας αδύναμος και καθόλου σοφός Θεός, που χρειάζεται τον άνθρωπο για να δυναμώσει και να σωθεί. Ο Θεός του Κρητικού στοχαστή είναι η Ελευθερία, που αφήνει πίσω-της ό,τι την εμποδίζει να ανέβει. Αφήνει πίσω-της ό,τι συμβιβάζει τον άνθρωπο και τον κρατά δέσμιο στη συνήθεια, στην επανάπαυση, στο βόλεμα, στην παθητικότητα…
            Το μανιφέστο κλείνει με το καζαντζακικό “Πιστεύω”, γεγονός που με κάνει να νομίζω έτι περισσότερο πως πρόκειται για μια Ασκητική Διαθήκη, μια τρίτη Διαθήκη μετά την Παλαιά και την Καινή.
 
[Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: coffee-art.com, newagealternativebeliefsnumerology.blogspot.com, syndicatednewsservices.com, fourmonthswithouttacobell.umwblogs.org, www.madeincreta.gr και boryanabooks.com]
Καλό μήνα
και καλή λευτεριά
Πατριάρχης Φώτιος