Ο Μαρής της δεκαετίας του ’60 έγραφε πυρετωδώς, όχι μόνο αστυνομικές ιστορίες, έστηνε σκηνικά και κομπίνες, ανέτεμνε ψυχολογικά τους χαρακτήρες του, αξιοποιούσε στοιχεία της λαϊκής νοοτροπίας και μελό δραματοποιήσεις, αλλά και έξυπνες πλοκές.
Γιάννης Μαρής
“Το φεστιβάλ του θανάτου”
εκδόσεις Άγρα
2019
|
Μπορεί ένα λαϊκό ανάγνωσμα της δεκαετίας του ’60 να συγκινήσει μια σημερινή αναγνώστρια; Είναι ο Μαρής ακόμα επίκαιρος ή διαβάζεται από κεκτημένη ταχύτητα; Και πόσο μοιάζει στον Simenon;
> Γιάννης Μαρής (1916-1979). Ο Γιάννης Μαρής (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου), γιος
Ο Γιάννης Μαρής πέθανε στην Αθήνα το 1979.
Το βιβλιαράκι που έπεσε στα χέρια μου με μια καραμπόλα τυχαιοτήτων περιλαμβάνει τέσσερα αθησαύριστα κείμενα του Μαρή, που είχαν δημοσιευτεί μόνο σε εφημερίδες και περιοδικά των αρχών της δεκαετίας του ’60. Δεν είχαν όμως περιληφθεί έως τώρα σε βιβλίο.
Αυτό σημαίνει δυο τρία πράγματα, που απορρέουν από αυτό καθαυτό τον προορισμό τους για το ευρύ κοινό του τύπου της εποχής. Καταρχάς, η λαϊκότητα της αφήγησης, η αίσθηση δηλαδή ότι αφορά ένα μέσο αναγνώστη, που ξέρει τις ελληνικές ταινίες του μεταπολεμικού cinema, τα αναγνώσματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες σαν serial με γράμματα και τα βιβλία που κυκλοφορούσαν στην ευρεία αναγνωστική μάζα. Έτσι, έχουμε μοτίβα μυστηρίου, φανταστικού, συνωμοσίας, έρωτα και καταστροφής, έχουμε τη σύμπλευση λαού και πλουσίων, εξωτικά μαγαζιά και ιστορικά μυστικά, καλλιτεχνικά σκηνικά και παρασκήνια, αψείς άνδρες και femme fatale, πάθη και εγκλήματα που κρατούν το ενδιαφέρον. Δεύτερον, αυτή η αποσπασματική δημοσίευση που έρχεται από φύλλο σε φύλλο να κεντρίσει το ενδιαφέρον απαιτεί και κεφάλαια που σταματούν στο κρίσιμο σημείο, αφήνουν μια εκκρεμότητα να ίπταται και συνεχίζουν στο επόμενο φύλλο με την ανάλογη πλοκή.
Στον παρόντα τόμο διαβάζουμε ένα διήγημα και τρεις νουβέλες. Ελαφρά αναγνώσματα αλλά πάντα ενδιαφέροντα. Στο «Δωμάτιο 11» ο ένοικος του δωματίου στο ξενοδοχείο προειδοποιείται εμμέσως ότι κάτι περίεργο συμβαίνει στο κατάλυμά του και μια νύχτα βλέπει στον απέναντι τοίχο έναν αρρενωπό άνδρα να σκοτώνει μια ευειδή γυναίκα: την επόμενη πληροφορείται ότι όντως σ’ αυτό το δωμάτιο είχε συμβεί μια ανάλογη δολοφονία. Ψευδαίσθηση ή λογική εξήγηση; Ο Μαρής φλερτάρει με το φανταστικό αφήγημα που τραμπαλίζεται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το μεταφυσικό. Στο «Φεστιβάλ του θανάτου» ο Γερμανός Reiner, ο chauffer του, ένας Ελβετοεβραίος, ένας δωσίλογος της Κατοχής και η κόρη του, μια πλούσια ωραία χήρα συναντιούνται στην Επίδαυρο και το Ναύπλιο σε μια ιστορία μυστηρίου, που πηγαίνει πίσω στα χρόνια των εβραιοδιώξεων από τους Nazi και των θησαυρών που θρυλείται ότι αυτοί άφησαν πίσω.
«Το τελευταίο καλοκαίρι» ή η «Θύελλα» είναι ένα ερωτικό κοινωνικό αφήγημα, όπου ο πλούσιος και διάσημος μεγαλογιατρός 57άχρονος Καλομοίρης ερωτεύεται την προκλητική στη νιότη της και θρασεία στις κινήσεις της 23άχρονη ακροβάτισσα Άννα Παπαδάτου ή Φελλίνι. Ο έρωτας εισπράττεται συνειδητά από τον πρωταγωνιστή ως ένα αναγκαίο ρίσκο στη μουντή (αν και πετυχημένη) ζωή του, όσο κι αν οι ενδείξεις προεξοφλούν (και θα επιβεβαιωθούν) μια μεγάλη πτώση, ευτυχώς χωρίς παρατράγουδα. Η ερωτική ιστορία γίνεται (συνειδητά) μελό, όπου η γενναιοδωρία υπερβαίνει τη ζήλια. Τέλος, στον «Τρίτο δρόμο» βρίσκουμε ξανά την αστυνομική πλοκή, που χαρακτηρίζει τον Μαρή. Ο Καψάλης σκοτώνει έναν μαχαιροβγάλτη που επιτέθηκε στον παλιό του φίλο Αριστοτέλη Απότοκο κι έκτοτε βρίσκεται στο κέντρο εκβιασμών και απειλών.
Μια ιστορία από το φανταστικό, μία ερωτική κοινωνική ιστορία και δυο κλασικές αστυνομικές. Ο Μαρής προσπάθησε φιλότιμα να μιμηθεί και να εξελληνίσει τον Georges Simenon, τόσο στην πλοκή των αστυνομικών του έργων όσο και στη σκιαγράφηση του ψυχισμού των χαρακτήρων στα ψυχολογικά του μυθιστορήματα. Η γοητεία του βρίσκεται τόσο στις κοινωνιολογικές του καταγραφές και αναλύσεις, που ζωντανεύουν τις μεταπολεμικές νοοτροπίες και την ελληνική κοινωνία, όσο και στις ψυχολογικές του καταβυθίσεις. Τα δύο πρώτα έργα έχουν πολλαπλές αστοχίες στην πλοκή, σαν να βρήκαν πιο βιαστικά και πρόχειρα απ’ όσο θα μπορούσε ο συγγραφέας τους, ενώ το τελευταίο, που αξιοποιεί την τεχνική της διπλοπροσωπίας, είναι πολύ πιο άρτιο. Ωστόσο, η αφηγηματική άνεση του συγγραφέα, η γρήγορη κι εύστοχη πινελιά σε κάθε πρόσωπο, η ψυχογράφηση που δεν εξοκέλλει, ειδικά στο τρίτο το οποίο εστιάζει σ’ αυτήν, η ζωντάνια των περιγραφών, η παραστατικότητα των σκηνών κάνει την ανάγνωση μια δημιουργική εμπειρία.
Διάβασα πρόσφατα κι άλλα έργα του Μαρή, όχι από τα γνωστά, κι απογοητεύτηκα από την απλοποίηση, την τυποποίηση και τη επαναληπτικότητα των μοτίβων του. Αυτό όμως δεν είναι ο κανόνας. Τα καλά του έργα συνδυάζουν (σχετικά πρωτότυπη) αστυνομική πλοκή, ενδιαφέρουσα και καλοδομημένη, ψυχολογικό βάθος ακόμα και στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, που εμφανίζονται σε έναν μικρό αλλά καθοριστικό ρόλο, και την πανσπερμία των κοινωνικών του παρατηρήσεων.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment