Αγαπημένη συγγραφέας. Μ’ αυτό το γλωσσικό υφάδι, με τον
μύθο, με την ανακαινούργιωση του παλιού. Άλλοτε επίκαιρη κι άλλοτε διαχρονική.
Ρέα Γαλανάκη
“Δυο
γυναίκες, δυο θεές”
εκδόσεις Καστανιώτης
-2017
|
Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Ποια είναι τα
πραγματικά (ιστορικά) πρόσωπα που έχουν προσελκύσει το λογοτεχνικό ενδιαφέρον
της Γαλανάκη στο πολυετές έργο της; Απ’ τη μία, μορφές της κρητικής γης που έζησαν στο
μεταίχμιο μεταξύ της μιας και της άλλης ζωής (Ισμαήλ Φερίκ πασάς). Ή ξεκίνησαν μια ανακάλυψη κι έμειναν αφανείς πίσω απ’ τα φώτα της Κρήτης (Μίνως
Καλοκαιρινός). Ή έκαναν ένα παραδοσιακό σχήμα, αυτό της αρπαγής, μέσο μιας
(μάταιης) ερωτικής και πολιτικής συμφιλίωσης (Kώστας Kεφαλογιάννης ή Kουντόκωστας
και Τασούλα Πετρακογιώργη). Κι απ’ την άλλη, μορφές της ευρύτερης ελληνικής
διανόησης που βρέθηκαν στη δίνη του αιώνιου ρομαντισμού, στην κονίστρα του
έρωτα και της επανάστασης (Ανδρέας Ρηγόπουλος) ή έζησαν πάλι μια διπλή ζωή εν
ονόματι της τέχνης (Ελένη Αλταμούρα).
Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Έτσι, τώρα δεν παραξενεύει πως στις δύο νουβέλες που
συστεγάζονται στον μικρό τόμο πρωταγωνιστούν ο Γιαννούλης Χαλεπάς και η
Αριάδνη, κόρη του Μίνωα. Ένα ιστορικό πρόσωπο του 19ου και κυρίως των αρχών του
20ού αιώνα και μια μυθική μορφή της κρήσσας γης.
Ο πρώτος, που θεωρείται ίσως ο κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας
γλύπτης κι είναι ευρύτερα γνωστός από το επιτύμβιο μαρμάρινο άγαλμα της
«Κοιμωμένης». Πέρασε για ένα διάστημα
έγκλειστος στο φρενοκομείο της Κέρκυρας. Η λογοτεχνία ερωτοτροπεί συχνά με
ανθρώπους που κινήθηκαν μεταξύ λογικής και σαλότητας. Γιατί εκεί βρίσκει το
όριο μεταξύ της κοινωνίας και της φαντασίας. Έτσι, και η Γαλανάκη καταπιάνεται
με τον διάσημο γλύπτη, προσπαθώντας να συλλάβει πώς συναιρείται στο ίδιο
πρόσωπο το ύψος της καλλιτεχνικής του διάνοιας και το «βάθος» της ταπεινής
ποιμενικής του ενασχόλησης. Πώς
εναλλάσσονται η υψιπετής σμίλευση του αγλαού μάρμαρου και το γήινο ζύμωμα του πηλού.
Πώς διαδέχονται η λογική με την ήσυχη παράνοια.
Κέντρο αυτής της εστίασης είναι ένα μικρό πήλινο άγαλμα,
που ονομάζεται «Αθηνά βοσκοπούλα». Πρόκειται για μια κατασκευή που, κατά τη
Γαλανάκη, φτιάχτηκε μετά την έξοδό του από την ψυχιατρική κλινική και την επιστροφή
του Χαλεπά «ως ησύχου» κι ακίνδυνου στην Τήνο. Εκεί πλέον εργάζεται για
βιοποριστικούς λόγους ως βοσκός κι έτσι εγκαταλείπει το μάρμαρο προς όφελος του
πιο προσιτού κοκκινοχώματος. Σ’ αυτό καταλήγει, αφού κάνει σπειροειδείς
κύκλους, η αφήγηση της νουβέλας. Και μετά από μια αργή βιογράφηση του γλύπτη
κορυφώνεται ήπια στην ταύτιση της μυθικής θεάς Αθηνάς με την ασήμαντη τηνιακή
βοσκοπούλα. Είναι ο συγκερασμός της
αγνότητας με τη φύση, της σοφίας με την ταπεινότητα, του αθηναϊκού συμβόλου με τον
επαρχιακό κόσμο. Είναι ο ίδιος ο Χαλεπάς που αναζητεί την άδολη αγάπη και
την καλλιτεχνική διέξοδο, τη σοφία των ζώων με τη γονιμότητα του πηλού.
Η Αριάδνη, απ’ την άλλη, είναι μία ακόμα δευτεραγωνίστρια
γυναίκα που αναδύεται απ’ την αφάνεια του παρελθόντος. Δεν εκφράζει μία ακόμα
φεμινιστική ανάγνωση των παραδεδομένων ιστοριών, αλλά επαναφηγείται τον μύθο
του λαβύρινθου, με τον υβριδικό τερατώδη αδελφό της Μινώταυρο και τον έρωτά της
για τον ξένο Θησέα, εστιάζοντας στη μετάβαση απ’ το παλιό στο νέο. Κι ενώ
φαίνεται το θύμα μιας σκόπιμης εκ μέρους του Αθηναίου πρίγκιπα εξαπάτησής της,
αυτή (εγκαταλελειμμένη στο ακρογιάλι της Νάξου) δεν μεμψιμοιρεί, αλλά (αυτή η
μινωίτισσα πριγκίπισσα και ιέρεια της υφαντικής και των νημάτων) εξ-υφαίνει
μέσα στον νου της τη δική της εκδοχή.
Η Αριάδνη, σύμφωνα με τη Γαλανάκη,
βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στη
λατρεία των παλιών (γυναικοκεντρικών) θεοτήτων, που εδράζονταν στη μινωική
Κρήτη, και στην πίστη στο ελληνικό δωδεκάθεο, που εκφράζονται με τη νέα
εξουσία του Θησέα. Κι ενώ ο Θησέας νικά τον Μινώταυρο, η Αθήνα την Κνωσό και οι
νέοι θεοί τους παλιούς, η Αριάδνη μένει στη Νάξο για να ενωθεί με τον Ζαγρέα
Διόνυσο. Ο οποίος είναι εξ ορισμού εκτός Ολύμπου και πιο κοντά στις παλιές
λατρείες του προελληνικού πολιτισμού.
Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Δίνεται συχνά η
εντύπωση ότι η γλωσσική εμμονή αποπροσανατολίζει από την πλοκή και την
πολυπλοκότητα της ιστορίας. Στη Γαλανάκη αυτό αποκτά άλλη διάσταση: το γλωσσικό της υφαντό οδηγεί τον αναγνώστη
στο να ξαναδεί το παρελθόν με τα δικά του χρώματα. Να ξαναδιαβάσει
καθιερωμένες αφηγήσεις και να σκύψει με συμπάθεια σε μορφές παραγνωρισμένες,
αφανείς, παρεξηγημένες αλλά μέσα στο ταπεινό μεγαλείο τους τεράστιες.
In2life, 11/7/2018
> Η Ρέα Γαλανάκη
γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην
Αθήνα. Ζει στην Πάτρα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και
δοκίμια. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων (το 1981). Έχει
τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο (το 1999 για το μυθιστόρημα "Ελένη
ή ο Κανένας" και το 2005 για τη συλλογή διηγημάτων "Ένα σχεδόν
γαλάζιο χέρι"). Επίσης, έχει τιμηθεί με το Βραβείο Πεζογραφίας "Κώστα
και Ελένης Ουράνη" της Ακαδημίας Αθηνών (το 2003 για το μυθιστόρημα
"Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων"), με το Βραβείο "Νίκος
Καζαντζάκης" του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης το 1987 και με το "Βραβείο
Αναγνωστών" του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2006 για το μυθιστορηματικό
χρονικό "Αμίλητα, βαθιά νερά". Το μυθιστόρημά της "Ο βίος του
Ισμαήλ Φερίκ πασά" είναι το πρώτο ελληνικό βιβλίο που εντάχθηκε από την
Ουνέσκο στην "UNESCO Collection of Representative Works" (1994), ενώ
το "Ελένη ή ο Κανένας" διεκδίκησε το Ευρωπαϊκό Βραβείο
"Αριστείον" μπαίνοντας στην τελική τριάδα των υποψήφιων έργων (1999).
Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά,
ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, τσεχικά, βουλγαρικά, σουηδικά, λιθουανικά,
τουρκικά, αραβικά, κινεζικά, εβραϊκά και αλβανικά.
Πάπισσα Ιωάννα
No comments:
Post a Comment