Thursday, October 13, 2016

“Γυναικείες ιστορίες” του Γιώργη Μασσαβέτα


Πειραιάς τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ανάμεσα στα χαμόσπιτα και τους λασπωμένους δρόμους, μικρές ιστορίες με κέντρο τον συγγραφέα, αλλά ευρύτερα με άξονα την κουλτούρα ενός λιμανιού και των περικείμενων συνοικιών-του.


Καπουτσίνο μοχίτο:

Γιώργης Π. Μασσαβέτας
“Γυναικείες ιστορίες”
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή το όνομα «Μασσαβέτας» κάτι μου έλεγε είτε ως δημοσιογράφος είτε ως συγγραφέας του οποίου ως τώρα δεν έτυχε να διαβάσω κανένα βιβλίο, αλλά με μια παράξενη προκατάληψη που έπαιζε στο μυαλό-μου θεωρούσα ότι έπρεπε να τον δοκιμάσω.

Καθώς το διάβαζα:
          Αν δει κανείς κατά βάθος τα διηγήματα αυτού του μικρού το δέμας τομίδιου, θα συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για ένα σπονδυλωτό αφήγημα, τα μέρη του οποίου περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο τον συγγραφέα. Έχουμε λοιπόν μια σειρά από αυτοβιογραφικές ιστορίες, πολλές από τις οποίες εκπορεύονται από τη γυναικεία οπτική, οπτική που λέει πολλά αλλά πάντα με ιδιαίτερο τρόπο. Οι ιστορίες αυτές είναι πιο αληθινές, η μία συμπληρώνει την άλλη, η μια κόβει κι η άλλη ράβει, σε ένα γαϊτανάκι αφηγήσεων, με μισόλογα και υπονοούμενα, αλλά και με κοφτές και αιχμηρές εξηγήσεις.
          Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να με κερδίσουν. Η αυτοβιογραφία, κατά μία εκδοχή, ανήκει σ’ αυτούς που νομίζουν ότι η ζωή-τους είναι τόσο σημαντική που αξίζει να γίνει βιβλίο, δείγμα δηλαδή μια ναρκισσιστικής αντίληψης.
          Κι όμως το βιβλιαράκι του Μασσαβέτα αξίζει για δύο άλλους λόγους.
          Αφενός, είναι η άνετη αυθόρμητη γραφή του συγγραφέα. Επειδή όλα αυτά τα έχει ζήσει, επειδή προκύπτουν αυτόματα από τη λαϊκή ψυχή που εκείνος ήταν, όταν μεγάλωνε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, επειδή όλα αυτά σφράγισαν τη ζωή-του, τώρα που τα γράφει ξέρει –υποσυνείδητα- να τα αφηγείται με ακώλυτο τρόπο. Έτσι, εμείς οι αναγνώστες περνάμε από τη μία σελίδα στην άλλη με μια ταχύτητα, που κάνει το διακοσιοπενηντασέλιδο βιβλίο να τρώγεται σαν πιάτο ημέρας, με όλα τα συμπαρομαρτούντα μεζεδάκια που το συνοδεύουν. Σ’ αυτό το κλίμα της προφορικής εξιστόρησης κάθε διήγημα δεν τηρεί τη σειρά μιας σφιχτής ιστορίας, αλλά μια εξομολόγησης, η οποία δεν παύει να κάνει άλματα, παρεκβάσεις και πισωγυρίσματα, χωρίς όλα αυτά να ακολουθούν μια μοντερνιστική δυσχερή τεχνοτροπία.
          Από την άλλη, οι ιστορίες του Μασσαβέτα, ενώ έχουν θεωρητικά και πρακτικά, κέντρο τη ζωή-του, διαδραματίζονται στους συνοικίες του Πειραιά, της Νίκαιας, του Κορυδαλλού… εκεί τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Αυτό κάνει τον τόπο και τον χρόνο που επιλέγεται να παίρνει πρωταγωνιστική θέση στο όλο αφήγημα κι έτσι να προσδίδει εξωτισμό, λαϊκή μαγεία, γνήσιες πινελιές, μυρωδιές από μια ατόφια ζωή που δεν συναντάται πια. Ο μικρός ορφανός Γιωργής περιπλανάται για να δουλέψει, να σπουδάσει, να αλητέψει, να ζυμωθεί με το λαϊκό αίσθημα που τον μεγαλώνει, να μυηθεί στην κουλτούρα των περιοχών εκείνων, που μέσα από τη λογοτεχνία διατηρούνται και γίνονται γνωστές στους παραέξω.

Αφού το διάβασα:
          Μου έμεινε η αίσθηση του ατόφιου, του “καινούργιου”, του παλαιϊκά νέο-ηθογραφικού, αλλά ταυτόχρονα η αίσθηση του ανεπεξέργαστου, που στηρίζεται στο αληθινό αλλά μένει εκεί. Προς το τέλος, μόλις πέρασε η γυαλάδα του γνήσιου πειραιώτικου, βαρέθηκα τις ιστορίες των γυναικών που δεν είχαν τη δική-τους νομοτέλεια. Μου έμεινε η γλυκόπικρη γεύση εξομολογήσεων που κρατάνε το λαϊκό χαρακτήρα-τους αλλά δεν τον εμβαθύνουν.

[Οι εικόνες που στολίζουν τα μαύρα κατσουνάκια βρέθηκαν στα:  gr.pinterest.com, www.candianews.gr,  www.pinterest.com,  Parapolitika.gr  και alevre5544.wordpress.com]

Πατριάρχης Φώτιος 

No comments: