Monday, October 20, 2014

Ρισκάρει ο αναγνώστης;

Τελείωσε ένα δεκαπενθήμερο ανάγνωσης, που περιελάμβανε βιβλία αφανών συγγραφέων, οι οποίοι δεν απολαμβάνουν το άπλετο φως της κριτικής και της ευρείας συζήτησης για τα έργα-τους. Κι εδώ, όπου δημοσίευσα μικρές ή μεγάλες βιβλιοπαρουσιάσεις, ελάχιστοι σχολίασαν, με άλλα λόγια ελάχιστοι είχαν διαβάσει τα άγνωστα βιβλία που παρουσίασα.
            Η αφορμή αυτή με έβαλε σε σκέψεις. Διαβάζει κανείς τέτοια βιβλία; Μάλλον όχι. Σε ποσοστό 90%. Κι εγώ, αν μερικά από αυτά δεν έφταναν σε μένα μετά την ευγενική προσφορά των ίδιων των συγγραφέων, ίσως να μην τα ακουμπούσα καν στο βιβλιοπωλείο. Άρα το προηγούμενο ερώτημα μετατρέπεται σε άλλο: ρισκάρει ο αναγνώστης να διαβάσει κάτι άγνωστο και άδοξο;
            Σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας οι επιλογές όλων είναι πολύ περιορισμένες. Επομένως, το πιο λογικό είναι ο καθένας-μας να επιλέγει με πιο αυστηρά κριτήρια, να αγοράζει έργα γνωστών συγγραφέων, που φέρουν την εγγύηση του ονόματός-τους, ή να εμπιστεύεται τη γνώμη φίλων, κριτικών και ιστολόγων, προκειμένου να μη μετανιώσει για την αγορά-του. Ο αγοραστής θέλει να περιορίσει τον κίνδυνο αγοράς ενός βιβλίου, του οποίου η ανάγνωση δεν θα είναι ικανοποιητική. Αλλά και, αν υποθέσουμε ότι κάποιος δεν έχει οικονομικούς περιορισμούς, πάλι τα περισσότερα βιβλία που θα αγοράσει θα ήθελε να αποβούν αξιανάγνωστα, ψυχαγωγικά και πολύτιμα. Κι εφόσον υπάρχουν κορυφαίοι κλασικοί συγγραφείς, μεγάλες σύγχρονες πέννες, δοκιμασμένοι στον χρόνο δημιουργοί, έργα με διαχρονική αξία κ.ο.κ., γιατί κανείς να αναζητήσει μικρούς κι ασήμαντους;
            Από όλες τις πλευρές η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι αρνητική. Ο αναγνώστης δύσκολα θα ρισκάρει, κι έτσι οι επιλογές-του κινούνται συνήθως ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς της ελληνικής ή παγκόσμιας λογοτεχνίας (δεν θα μιλήσω για μπεστ-σέλλερ) και στους λιγότερο φημισμένους, οι οποίοι όμως είναι συστημένοι από τον κύκλο-του, έγκριτους κριτικούς ή αξιόπιστους μπλόγκερ. Κατά συνέπεια, οι αφανείς συγγραφείς, οι άγνωστοι, οι πρωτοεμφανιζόμενοι, οι αδιαφήμιστοι, οι περιθωριακοί ως προς το λογοτεχνικό κατεστημένο δεν έχουν πολλές ελπίδες, εκτός κι αν το έργο-τους ξεχωρίσει ως κάτι το πολύ καλό και έτσι περάσουν σε ένα πιο αναγνωρίσιμο στάτους.
            Επειδή το πρώτο πράγμα που ενδιαφέρει έναν συγγραφέα δεν είναι (φαντάζομαι) το χρήμα, αλλά η δόξα, η αναγνωρισιμότητα και η συζήτηση για το όνομά-του, ένας τρόπος για να προωθήσει το έργο-του είναι οι παρουσιάσεις σε ευρύ κοινό, η προώθησή-του σε φίλους, οι οποίοι, ελπίζει, θα το συστήσουν παρά πέρα, και ίσως η αποστολή-του σε μπλόγκερς, που φαντάζουν πιο προσιτοί από τους πολυάσχολους ή και σνομπ βιβλιοκριτικούς.
            Οι αναγνώστες όμως δύσκολα θα ρισκάρουν. Ειδικά σήμερα, όταν το πορτοφόλι βάζει όρια, δεν θα κινηθούν ριψοκίνδυνα. Και με το δίκιο-τους. Η αγορά περιορίζεται, ο κύκλος των αναγνώσιμων συγγραφέων μικραίνει, η ξένη λογοτεχνία με τις δάφνες της παγκόσμιας σκηνής επικρατεί, οι προσωπικές, δειλές, πρωτολειακές, εξομολογητικές, άτολμες ή φιλόδοξες προσπάθειες άγνωστων συγγραφέων δεν έχουν πολλές ελπίδες. 

Συμπέρασμα;
Κάτι περισσότερο απ’ αυτά που έγραψα, όχι.
Τακτική συγγραφέα;
Άδηλη.
Τακτική αναγνώστη;
Δεν ξέρω.
                        Ένας φαύλος κύκλος που μας τρώει όλους! 

[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από τις εξής ιστοσελίδες: alloyentertainment.com, wordservewatercooler.com, pcbackup154.wordpress.com, thesiswhisperer.com και www.forbes.com]
Πατριάρχης Φώτιος

27 comments:

Βιβή Γ. said...

Πατριάρχη,το βιβλίο έγινε εδώ και πολύ πολύ καιρό προϊόν και μπήκε στην αγορά όπως ο,τιδήποτε άλλο,ακολουθεί λοιπόν τους νόμους της που δεν έχουν οπωσδήποτε σχέση με την λογοτεχνία αλλά με την διαφήμιση και το μάρκετινγκ κτλ κτλ.Σκέψου ένα προϊόν λοιπόν που αγοράζεις όταν πας στον έμπορο της γειτονιάς σου,ο οποίος το φέρνει στο μαγαζί του γιατί το γνωρίζει και στο δίνει ας πούμε εγγυημένα και κοντά σ΄αυτό εσύ δελεάζεσαι από κάτι άλλο που κανείς δεν το έχει διαφημίσει αλλά επειδή ήδη θεωρείς ότι ο μαγαζάτορας ξέρει τι του γίνεται και δεν κουβαλάει ό,τι κι ό,τι και έχει χτίσει μια σχέση με τους πελάτες του και τότε το ρισκάρεις.
Σου άρεσε;Καλώς.Δεν;Δεν νιώθεις πάντως εξαπατημένος,έχεις αποδεχτεί το ρίσκο λόγω της επαφής που έχετε και αυτή προσθέτει την πινελιά της στοιχειώδους εντιμότητας στην συναλλαγή σας.
Φαντάσου το τώρα αυτό στο σούπερ μάρκετ.Συσκευασμένα πράγματα,
άπειρα,απρόσωποι υπάλληλοι και τα διαφημισμένα σού έχουν γίνει οικεία από το μπλαμπλα και τα προτιμάς τελικά.
Αν προσθέσεις και τα δεκάδες άλλα που (δεν)συμβαίνουν καταλαβαίνεις ότι πλέον μιλάμε,ναι,για φαύλο κύκλο.
Την καλησπέρα μου.

Anonymous said...

Μεγάλη κουβέντα ανοίγεις!

Όντως δύσκολα θα ρισκάρει κάποιος. Αν προσθέσουμε στην ατολμία του αναγνωστικού κοινού και άλλους παράγοντες όπως προβληματική διανομή μικρών εκδοτικών, έλλειψη δυνατότητας πολλών παρουσιάσεων, πολιτική των βιβλιοπωλείων - κυρίως των μεγάλων - που τοποθετούν σε περίοπτη θέση είτε τα γνωστά, είτε τα ροζ και καταχωνιάζουν τα έργα νέων, τότε ναι, τα πράγματα είναι δύσκολα. Μη ξεχνάμε ότι υπάρχει μικρή ζήτηση από τον κόσμο και υπερπροσφορά από τους εκδοτικούς.

Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι αν κάτι πραγματικά αξίζει θα το βρει τον δρόμο του, έστω και αργά. Από αυτά που παρουσίασες έτυχε να διαβάσω το Ταμείο Α(ν)εργίας που παρά τις ατέλειές του, το βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πάνω απ' όλα ειλικρινές.

Συνέχισε την καλή δουλειά, με έβαλες στην πρίζα να ψάξω και τα υπόλοιπα! Εξάλλου, καλά είναι τα κλασικά και τα διάσημα, αλλά τίποτα δε συγκρίνεται με την αίσθηση ότι "ανακάλυψες" κάτι καινούριο. Και αυτό δεν ισχύει μόνο στη λογοτεχνία!

Γιώργος.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Βιβή, έχεις δίκιο
που βάζεις τον βιβλιοπώλη στις παραμέτρους επιλογής.
Κι ειδικά ο συνοικιακός
μπορεί να επηρεάσει με το κύρος και τη γνωριμία με τον πελάτη
τις επιλογές του τελευταίου.
Πες μου αλήθεια:
σε τι ποσοστό, περίπου,
έρχονται οι πελάτες
χωρίς έναν τίτλο στο μυαλό-τους και ζητάνε απ' αυτόν να τους προτείνει ένα βιβλίο
και σε τι ποσοστό
ξέρουν εξ αρχής τι θέλουν;
Καλημέρα
Π.Φ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Δυστυχώς, Γιώργο,
εγώ νομίζω ότι αν αξίζει κάτι
δεν θα έχει αμέσως καλή τύχη,
εφόσον και το σύστημα προώθησης δεν λειτουργήσει.
Δες ότι πουλάνε τα μπεστ-σέλερ, ότι η ποίηση μένει σε χαμηλά νούμερα,
ότι καλά βιβλία κινούνται μόνο από φανατικούς βιβλιόφιλους...
Καλημέρα
Π.Φ.

Ιβανόης said...

Νομίζω ότι ο συντηρητισμός του ελληνικού κοινού δεν αφορά τόσο τους άγνωστους ή πρωτοεμφανιζόμενους (δικαιολογημένη η επιφύλαξη και συμβαίνει σε όλες τις αγορές παγκοσμίως) όσο τους παλιότερους συγγραφείς (με 10 ή 15 χρόνια δημοσιεύσεων)που αργούν απελπιστικά να "κανονικοποιηθούν", αποκαλούμενοι ακόμα και σήμερα πολλές φορές "νέοι" ή "καινούργιοι" (περιπτώσεις όπως ο Σωτάκης, ο Θανάσης Χειμωνάς, κλπ). Αν δείτε τις λίστες των ευπώλητων (πλην των ροζ) κυριαρχούν ονόματα με 40 ή 50 και άνω χρόνια δημοσιεύσεων (Κουμανταρέας, Βασιλικός, Βαλτινός, Δούκα, Ζέη, Φακίνου, Ξανθούλης, κλπ) όπως και κάποιοι νεότεροι (Ζατέλλη, Βαμβουνάκη, Θέμελης, Πανσέληνος, Χαριτόπουλος). Οι μόνοι νεότεροι που ξεφεύγουν απ' τον κανόνα της αιώνιας (ή πολύ παρατεταμένης) νεότητας, φαίνονται να είναι η Τριανταφύλλου, ο Χωμενίδης, ο Σταμάτης και εσχάτως ο Κορτώ.

anagnostria said...

Καλή σας μέρα. Θα ήθελα να προσθέσω κι εγώ το λιθαράκι μου στην ενδιαφέρουσα συζήτηση, συμβάλλοντας με τη δική μου εμπειρία. Διαβάζω, όπως και άλλοτε έχω πει, για τη δική μου αναγνωστική απόλαυση. Γιατί να διακινδυνέψω για ένα νέο και άγνωστο; Θα το έκανα αν ήμουν κριτικός λογοτεχνίας, αν είχα στήλη σε εφημερίδα, αν δηλαδή το επάγγελμά μου το απαιτούσε. Πριν πολλά χρόνια παρουσίαζα βιβλία σε μια εκπομπή της Κυπριακής τηλεόρασης. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο λυπάμαι για όλες τις ώρες που "έχασα" γιατί ήμουν υποχρεωμένη να παρουσιάζω, έστω και σύντομα, όλα τα βιβλία που μας έστελλαν. Πρόσφατα, ένας εκδοτικός οίκος από την Αθήνα μου πρότεινε να μου στέλλει βιβλία για παρουσίαση. Μου έστειλε τέσσερα. Παρουσίασα το ένα. Τα υπόλοιπα τα άρχισα αλλά ήταν αδύνατο να τα συνεχίσω, ένιωθα ότι χάνω το χρόνο μου. Εξέφρασα τη λύπη μου και είπα να μη μου ξαναστείλουν. Κυκλοφορούν τόσο ωραία βιβλία, υπάρχουν τόσα αξιόλογα κλασικά που δεν έχουμε διαβάσει και όλο είναι στα υπ' όψιν, γιατί να πειραματιζόμαστε; Καταλαβαίνω ότι και οι νέοι συγγραφείς χρειάζονται βοήθεια, αλλά αυτό είναι καθήκον των εξ επαγγέλματος κριτικών, αν βέβαια λειτουργούν έντιμα και ειλικρινά. Εμείς οι απλοί εραστές της λογοτεχνίας θα αναζητούμε πάντα το ήδη εγγυημένα καλό βιβλίο, είτε από το όνομα του συγγραφέα είτε από συστάσεις φίλων, την κρίση των οποίων εκτιμούμε.

Anonymous said...

Και όμως. Ειδικά σε blog σαν το δικό σου το νόημα είναι να βγαίνει προς τα έξω αυτό που δύσκολα βρίσκει δίοδο προς το κοινο από αλλού. Πριν λίγο καιρό (για να χρησιμοποιήσω ένα μόνο παράδειγμα ανάμεσα σε δυο τρία άλλα)έψαξα τις Δημόσιες Ιστορίες του Χριστόπουλου. Τύχη το θεώρησα και σε ευχαριστώ γι' αυτό.(Αλήθεια πόσο αφανής είναι κάποιος που εκδίδει στον Καστανιώτη); Μανος.

Nota Chryssina said...

Ενδιαφέρουσα τοποθέτηση από τον Πατριάρχη και σχόλια από τους αναγνώστες. Πέρα από το εκδοτικό παιγνίδι το μάρκετινγκ και την λιτότητα υπάρχει το σπουδαίο ζήτημα που έθεσε και μία αναγνώστρια της έλλειψης σπουδαίων και έγκυρων κριτικών σε μόνιμες στήλες εφημερίδων. Σήμερα οι κριτικές που διαβάζουμε απηχούν δημόσιες σχέσεις δεν ασχολούνται με την ποιότητα των κειμένων. Επίσης, εάν έχω την δυνατότητα ως αναγνώστρια να διαβάσω μερικά καλά βιβλία θα διαβάσω τα κλασικά. Αυτό δεν είναι συντηρητισμός αλλά καλό γούστο. Τα νέα βιβλία θα κριθούν μέσα από πολλούς παράγοντες όπως η διαφήμιση αλλά και το ήθος του συγγραφέα. Η όλη παρουσία του και η προβολή του έργου του. Εγώ προσωπικά κρίνω τον συγγραφέα από όσα γράφει γύρω από το έργο του και μετά τον διαβάζω. Αυτά τα λίγα. Ευχαριστώ για την φιλοξενία.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ιβανόη,
ενδιαφέρουσα άποψη για προβληματισμό.
Κάτι με ενοχλεί ωστόσο, κάτι δεν μου κολλάει αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω (ακόμα) τι.
Ελλείψει λοιπόν επιχειρημάτων,
την κρατώ ως υπόθεση εργασίας.
Π.Φ.

ΥΓ. Φυσικά διαφωνώ με πολλά από τα ονόματα που αναφέρεις, αλλά αυτό είναι άλλου ...παπά ευαγγέλιο (όχι του δικού-μου Πατριαρχείου!)

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anagnostria,
νομίζω εκφράζεις ακριβώς το σκεπτικό,
το δίκαιο και εύστοχο σκεπτικό ενός αναγνώστη που θέλει να διαβάζει ό,τι καλό μπορεί να έχει.
Κι αυτός δεν δοκιμάζει.
Το πρόβλημα ίσως είναι ποιος θα προκαθορίσει τι είναι καλό.
Οι κριτικοί, οι ιστολόγοι, οι φίλοι;

Ακόμα και τα κλασικά,
που αναφέρει η Νότα,
έχουν κι αυτά στηριχτεί σε ένα κόσκινο
που δεν εξασφαλίζει τη χημεία με τον αναγνώστη,
απλώς περιορίζει την υποκειμενικότητα μίας γενιάς.
Π.Φ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μάνο,
σ' ευχαριστώ.
Χαίρομαι που μια φορά στο τόσο
διαβάζω κι εγώ κάτι καλό που δεν είχε ακουστεί και το συστήνω
Και χαίρομαι που κάποιοι,
όπως εσύ,
βλέπουν ότι όντως ήταν ένα καλογραμμένο και ποιοτικό βιβλίο.
Δεν συμβαίνει πάντα,
κι ούτε θεωρώ ότι ό,τι η κριτική αποσιωπά
είναι καλό και θάφτηκε από σκοπιμότητα.
Π.Φ.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Νότα,
μια ένσταση:
η επιλογή του κλασικού δεν είναι πάντα ένδειξη καλού γούστου.
Αφενός, μπορεί να μην κολλά στις δικές-μας απαιτήσεις,
τόσο ατομικές όσο και κοινωνικές,
η έννοια του κλασικού αλλάζει,
η εξέλιξη της κοινωνίας ενίοτε ρίχνει αξίες του παρελθόντος και δικαίως ορθώνει άλλες...
Ωστόσο έχεις δίκιο: εκεί ρισκάρει κανείς λιγότερο.
Π.Φ.

Μαραμπού said...

Καλησπέρα Φώτιε,

μάλλον θα συμφωνήσω με την anagnostria.

Ως συγγραφέας (που δεν είμαι αλλά θα ήθελα να γίνω) θα ήθελα να με διαβάζουν πολλοί και αν δεν το έκαναν θα απορούσα, αλλά ως αναγνώστης δε θα με διάβαζα ούτε εγώ ο ίδιος!!!

Μου αρέσει πολύ η φράση του Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ: "Διάβαζε πρώτα τα καλύτερα βιβλία, αλλιώς θα διαπιστώσεις ότι δεν προλαβαίνεις" και αυτήν ακολουθώ και εγώ. Έτσι γλυτώνω χρόνο από το να διαβάζω μέτρια βιβλία και ασυνείδητα φροντίζω τα βιβλία που θα γράψω να είναι από τα καλύτερα μιας μακρινής μελλοντικής γενιάς!

Τα σέβη μου!

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μαραμπού,
με κάνετε να συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο τον μέσο αναγνώστη.
Χιλιάδες τίτλοι παρελαύνουν μπροστά-του.
Κάποιοι (κριτικοί, φίλοι, βιβλιοπώλες, ειδικοί και μη) ξεσκαρτάρουν τον σωρό
και προτείνουν ένα σύνολο που αξίζει κανείς να διαβάσει.
Βάζει δίπλα σ' αυτό
και τα κλασικά που έχουν συνήθως διαχρονική αξία.
Έτσι, ο αναγνώστης προσπαθεί να επιλέξει απ' αυτές τις δύο δεξαμενές,
ώστε να πετύχει το μέγιστο αναγνωστικό αποτέλεσμα.
Σωστά!

Μένει μια σκέψη μετέωρη:
είναι ο αναγνώστης συντηρητικό ον που δεν ρισκάρει, αλλά ακολουθεί την πεπατημένη;
Όλοι (κι εγώ στην ανάρτηση κι εσείς στα σχόλια)
δίνουμε την ίδια απάντηση:
ΝΑΙ,
ο αναγνώστης για λόγους οικονομικούς, για λόγους εμπορικούς, για λόγους ατολμίας
δεν ρισκάρει (συνήθως)
Π.Φ.

Ιβανόης said...

Πατριάρχη, πέρα απ' τις ενστάσεις για τα ονόματα (που τα παρέθεσα εντελώς ενδεικτικά, σηματοδοτώντας γενιές περισσότερο) ίσως αυτό που σε ξένισε να ήταν μια κάποια λογική "επετηρίδας" στο σχόλιό μου. Ωστόσο εξακολουθώ να πιστεύω ότι, σε μια χώρα που για να θεωρηθεί κάποιος όχι καθιερωμένος και ευρείας αποδοχής, αλλά έστω και δόκιμος, πρέπει να έχει τουλάχιστον μια 15ετία-20ετία συγγραφικής παραγωγής στην πλάτη του, υπάρχει θέμα συντηρητισμού. Σημαίνει δηλαδή ένα πολύ παραδοσιακό γούστο που εμπιστεύεται μονάχα το καθερωμένο και δύσκολα αλλάζει στα χρόνια, κάτι που δεν ισχύει μόνο για τη λογοτεχνία, αλλά και για όλες τις τέχνες (αλλά και τις ιδέες γενικότερα) σ' αυτή τη χώρα.

Μαραμπού said...

Φώτιε, θα το πω με λίγο διαφορετικά λόγια: ο αναγνώστης ρισκάρει ευθέως ανάλογα με το ρίσκο που παίρνει και ο συγγραφέας. Να διαβάσω δέκα μέτρια βιβλία για να βρω ανάμεσά τους ένα καλό, δεν μου λέει κάτι. Είμαι ήδη πεπεισμένος ότι δεν θα μπορέσω να διαβάσω χιλιάδες άλλα αριστουργήματα, δεν θα μου κοστίσει αν χάσω και ένα καλό.

Όταν βρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο, περνούν πολλά βιβλία από τα χέρια μου πριν καταλήξω σε αυτό που θα αγοράσω. Λαμβάνω υπόψιν μου όλα όσα χρειάζεται, τις κριτικές, τις εκτιμήσεις καλών φίλων του βιβλίου, τις προωθητικές ενέργειες των εκδοτικών, την τιμή, κτλ αλλά το τελευταίο προπύργιο για καταφέρω να το κάνω δικό μου, είναι οι λέξεις του συγγραφέα του. Το όπλο που διαθέτει για να με νικήσει είναι η γλώσσα του - όλα τα παραπάνω φτιασίδια (κριτικές κτλ) τα προσπερνάω με ευκολία. Και η έκβαση της μάχης διαφαίνεται εν τη γενέσει της.

Μπορεί, με βάση όσα αναφέρεις στην ανάρτησή σου, να μοιάζω ένας ακραία συντηρητικός αναγνώστης, αλλά η καρδιά μου το ξέρει σε τι κινδύνους μπλέκομαι. Ρισκάρω τη ζωή μου σχεδόν καθημερινά. Την πνευματική.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Ιβανόη και Μαραμπού,
αυτό που λέτε το ονομάζω "συντηρητικό διάβασμα" και δεν είναι για μένα καθόλου υποτιμητικό.
Πρέπει να διαλέξει ο αναγνώστης ό,τι θα τον ικανοποιήσει.
Δεν μπορεί να ρισκάρει χρήματα και ώρες,
δεν μπορεί πολύ περισσότερο να ριψοκινδυνεύει αποτυχημένες αναγνώσεις, όπως σωστά λες, Μαραμπού.
Επομένως, ο "συντηρητισμός" είναι είδος άμυνας, είδος επιβίωσης, μορφή αντίστασης στη λαίλαπα των εκδόσεων.
Απλώς έτσι δύσκολα ξεκολλάμε από τον Κανόνα.
Καληνύχτα
Π.Φ.

Μαραμπού said...

Δεν καταλαβαίνω όμως ποιο θα μπορούσε να είναι το ριψοκίνδυνο διάβασμα! Να διαβάζεις αφρόνως οτιδήποτε πέσει στα χέρια σου;; Τα βιβλία έχουν εξώφυλλα, φέρουν κριτικές γνώμες, είναι καλαίσθητα ή όχι - αν ήταν μόνο λευκές σελίδες με λέξεις πάνω τους, τότε ναι, να μιλούσαμε για ρίσκο.

Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον Κανόνα, μπορείς να τον αγνοήσεις αν θες αλλά όχι να ξεφύγεις. Είναι η σημαδούρα σου για να δεις προς τα πού πας. Πολλές αναγνώσεις μου, υπαγορεύονται από το βιβλίο που μόλις διάβασα. Μπορεί να επηρεάζομαι από εισαγωγές και επίμετρα (όπου εκεί κάποιοι άνθρωποι μού προτείνουν βιβλία του Κανόνα) όμως, συνήθως ο ίδιος ο συγγραφέας φέρνει τον επόμενο, η επιρροή που του άσκησε κάποιος προγενέστερος, η συμπάθεια προς την γραφή ενός άλλου ή ό,τι άλλο. Ξεκίνησα από τον Πόε (ίσως τυχαία) και κάθε φορά που μάθαινα ότι ο Πόε υπήρξε βαθιά επιρροή για κάποιον άλλο συγγραφέα κινούμουν προς τα εκεί. Βέβαια, δεν παραβλέπω ότι ο Πόε ίσως να υπήρξε βαθιά επιρροή και για έναν αφανή συγγραφέα που χάθηκε στη λήθη. Τι να γίνει όμως; Συμβαίνουν αυτά.

Υπάρχει ένα βιβλίο που ίσως έχεις κατά νου, αρκετά ερμητικό και δυσερμήνευτο, "Η αγωνία της επίδρασης" του Χάρολντ Μπλουμ, όπου με λίγα λόγια, γίνεται λόγος για την αγωνία που νιώθουν όσοι έφθασαν τελευταίοι στην ιστορία και έχουν να ξεπεράσουν όλα τα μεγαθήρια του παρελθόντος. Όσο πιο καθυστερημένα φθάνεις στην ιστορία τόσο πιο έντονο το άγχος που νιώθεις. Βέβαια, ο Μπλουμ μιλάει για ποιητές και φέρνει συγκεκριμένα παραδείγματα, όμως η σκέψη του αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και πάντοτε την κλωθογυρίζω στο μυαλό μου.

Εγώ πιστεύω ότι ο αναγνώστης ρισκάρει. Και μόνο που θα πάρει ένα βιβλίο στα χέρια του είναι ήδη μεγάλο ρίσκο. Μπορεί να καταλήξει να γίνει η εξαίρεση του Κανόνα!

Την καλημέρα μου, Φώτιε.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Μαραμπού, καλημέρα.
Φυσικά με τα κριτήρια που χρησιμοποιείς
ρισκάρεις. Εν μέρει.

Εγώ εννοώ το ρίσκο ως εξής:
μπαίνω στο βιβλιοπωλείο
κι αντί να αγοράσω το βιβλίο λ.χ. του Κουμανταρέα
που ξέρω ίσως τι να περιμένω,
παίρνω τον Αφανόπουλο,
για τον οποίο άκουσα καλά λόγια,
ή επειδή το ίδιο το βιβλίο που το έπιασα στα χέρια-μου μου μιλάει,
ή επειδή με ενδιαφέρει το θέμα-του ή το ύφος-του.
Ρίσκο είναι να διαλέξω ένα βιβλίο που δεν ανήκει στα ασφαλή ονόματα.
Π.Φ.

Μαραμπού said...

Έτσι όπως το θέτεις, τότε και εγώ ρισκάρω στις αναγνώσεις μου. Αν μου αρέσει το θέμα και κυρίως το ύφος, τότε θα το αγοράσω. Προσωπικά, ελέγχω συχνά τα κάτω σκονισμένα ράφια ενός βιβλιοπωλείου. Έχω περιέργεια να μάθω ποιος είναι ο λόγος που γέμισε τα βιβλία αυτά με σκόνη. Και πολλές φορές αγοράζω κάποια από αυτά.

Σχετικά με τον Κουμανταρέα που ανέφερες, όπως και με τον Χωμενίδη (και άλλους!), παρόλο που χαίρουν ευνοϊκής κριτικής, δεν με τραβούν με τον λόγο τους και μάλλον δε θα το καταφέρουν ποτέ. Στον αντίποδα, κάποιοι συγγραφείς για τους οποίους πιστεύω ότι το μόνο κριτήριο για να τους επιλέξω είναι η γλώσσα και το ύφος τους, ίσως στην πραγματικότητα να μου επιβάλλονται μέσω μιας καλοστημένης επιχείρησης προβολής.

Ωστόσο, επιμένω να τρέφω την ψευδαίσθηση ότι η δύναμη της γλώσσας (και μόνο!) είναι εκείνη που με κάνει να διαβάζω ένα βιβλίο και με αυτήν την ψευδαίσθηση συνεχίζω τις αναγνώσεις μου.

Σε χαιρετώ!

Κατερίνα Τοράκη said...

Αναρωτιέμαι αν το ζήτημα είναι το ρίσκο. Θα το έλεγα ρίσκο αν ήμουν ένας μελετητής ή έστω ένας αναγνώστης που θέλω να έχω μια συνολική εικόνα της λογοτεχνίας ή καλύτερα της εκδοτικής παραγωγής στο χώρο της λογοτεχνίας (και βέβαια, αν το επάγγελμά μου ήταν η κριτική/παρουσίαση βιβλίων). Από κει και πέρα, βεβαίως υπάρχει το οικονομικό πρόβλημα (εγώ πάντως δεν αγοράζω όλα τα βιβλία που διαβάζω, υπάρχουν και οι βιβλιοθήκες), όμως σκέφτομαι και κάτι άλλο. Επειδή διαβάζω πολύ, καμιά φορά με απασχολεί μήπως υπάρχει κι ένα είδος καταναλωτισμού στην ανάγνωση; Γιατί θα πρέπει όλους να τους διαβάσω επειδή έχουν γράψει κάτι ή πολλά κάτι;

Nota Chryssina said...

Η Κατερίνα Τοράκη έθεσε ένα ζήτημα που με απασχολεί. Μήπως καταναλώνουμε αντί να διαβάζουμε;
Πατριάρχη Φώτιε ο Κανόνας είναι κάτι που αλλάζει αλλά όσα βιβλία περιέχονται σε αυτόν συνήθως δεν μας απογοητεύουν.
Σήμερα γράφουμε όλοι/ες. Γιατί να μας διαβάσει κάποιος;
Ευτυχώς υπάρχει και το google όπου βρίσκεις ιστολόγια όπως αυτό που κάνουν την προσπάθεια να παρουσιάσουν νέα βιβλία.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Παρόλο που εγώ ενίοτε ρισκάρω,
με ψυχικό κόστος και με αγανάκτηση,
πιστεύω ακράδαντα
(και συγγνώμη αν έδωσα διαφορετική εντύπωση)
ότι ο αναγνώστης δεν πρέπει να πολυρισκάρει,
για να μπορέσει να διαλέξει
και να προλάβει να διαβάσει ό,τι καλό κυκλοφορεί.

Μαραμπού, όντως ρισκάρεις,
Κατερίνα, όντως καταναλώνουμε συχνά ό,τι μας σερβίρουν,
Νότα, "όσα βιβλία περιέχονται στον Κανόνα συνήθως δεν μας απογοητεύουν",
αλλά αυτό το "συνήθως" είναι μικρότερο απ' ό,τι νομίζεται.
Καλημέρα, Ελλάδα.
Π.Φ.

Rosa Mund said...

Τόσο η τοποθέτηση του Οικοδεσπότη, όσο και και οι σχολιασμοί, εξελίχθησαν σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, άσχετα αν δεν μπόρεσα να πάρω μέρος. Φωτίζουν διάφορες πλευρές του θέματος που τέθηκε.

Συμφωνώ σχεδόν με όλους, όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό. Στο παρελθόν υπήρξα αναγνώστρια -από ανάγκη- ΚΑΙ εντελώς άγνωστων βιβλίων, που οι συγγραφείς τους απέδειξαν την αξία τους μέσα στο χρόνο. Τώρα πια δεν έχω ούτε χρόνο ούτε χρήματα. Οπότε, θα ήθελα να διαβάσω εγγυημένα εξαιρετικά πράγματα, όσο γίνεται, χωρίς να ρισκάρω. Συνειδητοποιώ βέβαια, πόσο άδικη είμαι εκ των προτέρων, με τους μέλλοντες αξιόλογους λογοτέχνες, αφού σ υ ν ή θ ω ς δεν τους δίνω καμιά ευκαιρία.

Κάθε φορά δε, σας θαυμάζω που αντέχετε να διαβάζετε βιβλία, που μοιάζουν αδιάφορα για μένα, παρά την ευγενική παρουσίασή σας.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Καλημέρα, Rosa.
Στην περίπτωσή-μου μάλλον
κυριαρχεί η περιέργεια.
Μια μικρή ίσως λεπτομέρεια, κάτι στο οπισθόφυλλο, μια μικρή αναφορά σε κάποιο έντυπο

είναι ίσως ικανή να με ωθήσει
να διαλέξω ένα βιβλίο
που δεν γεμίζει το μάτι.
Π.Φ.

Ρόζα said...

Πάρε μια αποκλειστική δήλωση:
Ποσώς με ενδιαφέρουν οι αναγνώστες και μη σώσουν και με διαβάσουν. Για πάρτη μου γράφω και όποιος θα με διαβάζει, χάρη θα του κάνω και τιμή του μεγάλη θα 'ναι. Τώρα, ότι θα γίνω φίρμα είναι άλλο θέμα. Άσε που αισθάνομαι μετά βεβαιότητας ότι είμαι η μπεστ των μπεστ! Κι αυτό έχει σημασία. Οπότε... όλα λυμένα.
Και μη νομίζεις πως είμαι καμιά εγωίστρια...

Ρόζα said...

Ιβανόη, εσένα θα σε κατατάξω εγώ!