Το πριν από το λουκέτο, το ξέρουμε. Το
μετά; Πώς είναι να ζεις στον δρόμο; Να περιφέρεσαι αξύριστος και συχνά
πεινασμένος; Ποια φιλοσοφία ζωής ξυπνά όταν βλέπεις το παγκάκι, τον μετανάστη,
το λερωμένο πάτωμα;
Καφές σκέτος:
Βασίλης Δανέλλης
“Λιβάδια από ασφοδίλι”
εκδόσεις Καστανιώτη
2014
|
Ο
νεαρός δημοσιογράφος που ζει μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη έχει μια ενδιαφέρουσα εμμονή: τον κόσμο των
αστέγων που κινείται έξω από την όρασή-μας, που ζει μακριά από την καθημερινότητά-μας
και ταυτόχρονα είναι τόσο χαρακτηριστικός. Τον είδαμε στο πρώτο-του έργο “Μαύρη
μπίρα”, τον βλέπουμε
με άλλο τρόπο και σ’ αυτό. Σε φαντασιακό επίπεδο μπορεί να αντανακλά την ίδια
την κρίση, που οδήγησε άλλους στην αυτοκτονία κι άλλους στο περιθώριο, αφού οι
τελευταίοι έχασαν σπίτια, περιουσίες και οικογένειες.
Ο
Παντελής, με μια τελική σπρωξιά από την κρίση, χάνει το μαγαζί-του, χάνει το
σπίτι-του και εγκαταλείπεται από τη γυναίκα-του Γεωργία, την οποία σκέφτεται
συχνά και στη συνέχεια της ζωής-του. Έτσι,
μετά τις πρώτες σπασμωδικές κινήσεις, βρίσκεται να κοιμάται σε ένα
εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό, όπου γνωρίζει και συσχετίζεται με τον Αλέξη,
τον Θοδωρή και τον μυστηριώδη Καθηγητή, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ο τελευταίος
είναι καλόβολος, φιλικός με όλους, προσηνής, συγκαταβατικός, πρόθυμος να
βοηθήσει, πρόθυμος πάνω απ’ όλα να ακούσει τα βάσανά-τους. Αυτό που
προβληματίζει όλους τους άλλους είναι η κρυψίνοιά-του και η απροθυμία-του να
αποκαλύψει το παρελθόν-του. Ο Παντελής αποπειράται να αυτοκτονήσει δυο-τρεις
φορές και τελικά συνδέεται στενότερα με έναν μικρό μετανάστη, τον Μπασάρ, ο
οποίος τον βλέπει με απόλυτη αφοσίωση και σχεδόν υιική αγάπη.
Η ζωή στον δρόμο είναι διδακτική (όχι
διδακτικιστική). Η πείνα, η μοναξιά, η αλληλεγγύη, η λήθη της άλλης ζωής και η
αυτάρκεια της τωρινής, η νέα φιλοσοφία για το παρόν και το μέλλον, η αστυνομία,
οι μικρές τραγικότητες των άλλων, η ευτυχία και το νέο-της περιεχόμενο, το
χαμόγελο ενός παιδιού. Όποιος μπορεί να
μπει στα τρύπια παπούτσια ενός άστεγου, ενός περιθωριοποιημένου, θα συγκινηθεί
με τον Δανέλλη, θα ευαισθητοποιηθεί μακριά από τη ζεστασιά του καναπέ-του,
θα ξαναδεί τι έχουμε και τι δεν εκτιμούμε, τι μας κάνει ευτυχείς και πόσα
μάταια είναι πολλά από όσα έχουμε.
Ωστόσο,
παρά τη θέαση του κόσμου από τα κάτω πατώματα, το μυθιστόρημα δεν ολοκληρώνει
επιτυχώς τη σύνθεσή-του. Ο ρυθμός είναι
άνισος: το κείμενο ξεκινά με πολλά στοιχεία, υπερβολικά φορτωμένο στις
πρώτες σελίδες, μέχρι να δώσει στο πιάτο του αναγνώστη όσα θέλει να πει·
συνεχίζει με πολύ γρήγορο τέμπο, όταν αφηγείται τη μετάβαση από τη ζωή με τη
Γεωργία στη ζωή του άστεγου: εκεί σαν να περνά βιαστικά όσα θα έπρεπε να δοθούν
με υπομονή. Κι έπειτα βρίσκει το κανονικό-του βήμα όσο διαρκεί η πολύμηνη
πορεία από το παγκάκι στο νεοκλασικό κι από εκεί στο υπόγειο του Σύρου μικρού
φίλου-του.
Κι
από την άλλη, στη “Μαύρη μπίρα” η ζωή στο περιθώριο είχε την ανάλαφρη νότα του
κλοσάρ, που δεν τον νοιάζει το αύριο, που ζει καλά με το τίποτα, που περνάει
λίγο χίπικα, λίγο μποέμικα. Εδώ όμως το εγκαταλελειμμένο σπίτι και η αργόσχολη
διάθεση δεν είναι παρά η σοβαρή πλευρά μιας αόρατης για μας ζωής. Κι εκεί το
βάρος μιας τέτοιας ατμόσφαιρας δεν είναι όσο θα έπρεπε. Λίγο χαλαρώνει σε πολλά
μικρά επεισόδια, καθένα από τα οποία δεν κλιμακώνει τα υπόλοιπα. Λίγο χάνεται
μέσα στην τοιχογραφία του ηθικού περιθωρίου, όπου σκηνές, άνθρωποι και
περιστατικά συστήνουν ένα κολλάζ χωρίς το συναίσθημα ή την τραγικότητα που θα
χρειαζόταν.
[Βρήκα φωτογραφικό υλικό που να ταιριάζει στο περιεχόμενο της βιβλιοπαρουσίασης στους εξής ιστότοπους: astegos-gr.blogspot.com, www.larissanet.gr, www.agelioforos.gr, www.exitnews.gr και www.thermopilai.org]
Πατριάρχης Φώτιος
2 comments:
"...Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται, διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδέλι, πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται..."
Από τη Λήθη του Λορέντζου Μαβίλη, από τα ωραιότερα ποιήματα, υποθέτω από κει και ο τίτλος;
Κι αναρωτιόμουν,
Κατερίνα,
πόθεν αυτός ο απρόσμενος τίτλος.
Σ' ευχαριστώ για την επεξήγηση.
Πώς διαβάζεται τώρα, άραγε,
το βιβλίο με τη "λήθη"
ως πρίσμα των "παλιών πόνων";
Κάτι μου λέει...
Π.Φ.
Post a Comment