Ξεκινήσαμε ως
μια εργατική Ελλάδα και γίναμε με εύκολο χρήμα η κούφια Ευρωπαία που προσπαθεί
να κρύψει τις ασχήμιες-της. Και αυτό δεν συνέβη στα σαλόνια των πολιτικών, αλλά
στη μετάλλαξη του καθημερινού ανθρώπου σε αριβίστα περιωπής.
Φραπέ κολονάτος:
Χρήστος Χαρτοματσίδης
“Είναι κάπου αλλού η γιορτή”
εκδόσεις Τόπος
2011
Θα μπορούσε να είναι ένα αδιάφορο
βιβλίο. Άλλωστε τα δείγματα που έχω από τον τρόπο γραφής του Χαρτοματσίδη είναι
μέτρια (βλ. το “Μια εταίρα θυμάται”).
Θα μπορούσε να είναι ένα άνοστο μυθιστόρημα για τον πόνο των νέων ανθρώπων που
βλέπουν τους άλλους να είναι οι ευνοημένοι της ζωής κι αυτοί, αδικημένοι και
περιθωριοποιημένοι, να μην μπορούν να ζήσουν όπως θέλουν. Τελικά, κάτι παραπάνω
καταφέρνει ο βορειοελλαδίτης συγγραφέας.
Πρώτα απ’ όλα μια σπινθηροβολούσα
γλώσσα, στακάτη, ενίοτε μάγκικη, λαϊκή κατά βάση που προσεγγίζει και την αργκό,
προφορική, ελεύθερη, ευθύβολη, προϊόν του πεζοδρομίου και των λαϊκών γειτονιών,
αθυρόστομη, που εκπλήσσει με το τσαγανό που ‘δείχνει’ μέσα στο ασβεστωμένο
περιβάλλον του γραπτού λόγου. Η αφήγηση τρέχει άνετα με γοργούς διαλόγους και
γρήγορες σκηνές, με μετακίνηση από το ένα σκηνικό στο άλλο, χωρίς το χάος μιας
λαβυρινθώδους εξέλιξης. Κι έτσι ο αναγνώστης, ακολουθώντας το γλωσσικό και
αφηγηματικό στυλ του συγγραφέα, δεν σκοντάφτει αλλά αιφνιδιάζεται κιόλας με το
ταμπεραμέντο στον ρυθμό της γραφής.
Η γλώσσα σε δελεάζει να δεις αυτό το
λαϊκό να εκφράζεται και στο περιεχόμενο. Και μάλιστα στη δεκαετία του ’80, η
οποία όλο και περισσότερο προσέχεται από τη λογοτεχνία. Είχα ξαναγράψει ότι
πλείστα έργα ψάχνουν εκεί να βρουν τη μεταβατική φάση που πέρασε η κοινωνία-μας
από το επαρχιακό και μικροαστικό στο εύπορο και μεσοαστικό κλίμα μιας
“ευημερούσας” Ελλάδας (δες όσα γράφω με αφορμή το βιβλίο του Χωμενίδη).
Ο
Χαρτοματσίδης βάζει τους ήρωές-του μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία να ξεκινάνε από τις
εργατικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, και πιο συγκεκριμένα τους Αμπελόκηπους,
και να προσπαθούν να αποτινάξουν τη μιζέρια που τους φόρτωσε η ταπεινή-τους
καταγωγή. Ο Μπίλης κάνει μια ληστεία χωρίς καλά καλά να ξέρει πού θα
χρησιμοποιούσε την μπάζα που έκανε, η Βάσια αξιοποιεί την ομορφιά και το νάζι
αλλά και τον τσαμπουκά-της για να γίνει τραγουδίστρια και να τη σπιτώσει ο
αστυνόμος και ο «ταξιτζής» προστάτης-της, ο αστυνομός Βελέγκας ξεκίνησε από
πρόβατο και έγινε λύκος, ο Ανζέλ μεταπήδησε σε πλούσιο σπίτι, αφού οι δικοί-του
είναι πλέον πλούσιοι, η Ανθούλα επιχειρεί να αποτινάξει τον μανδύα της καλής
κοπέλας του κατηχητικού και να κάνει τη σεξουαλική-της επανάσταση κ.ο.κ.
Η
αλήθεια είναι ότι η υπόθεση δεν έχει ένα προδιαγεγραμμένο στόχο που να
κανοναρχεί τον αναγνώστη, αλλά ο τελευταίος απλώς παρακολουθεί παράλληλες
πορείες που έντεχνα βέβαια αλληλοδιασταυρώνονται. Πιο πολύ στέκεται στις
μεμονωμένες στάσεις ζωής, παρά στη συνολική συγγραφική οικονομία που θα τον
κρατήσει εγρήγορο για να δει το τέλος. Πιο πολύ μετράει το μωσαϊκό που
απλώνεται και με σωστές φωτογραφικές λήψεις ξεδιπλώνει το εύρος της ελληνικής
αναρρίχησης η οποία συντελείται με ψευτομαγκιές και αήθικους τρόπους
εκμετάλλευσης του συστήματος, μαζί με ένα φιλότιμο που διοχετεύεται στρεβλά σε
προσωπικές μορφές ευθιξίας και φτηνούς εγωισμούς.
Δεν
ξέρω τι ακριβώς με κάνει να θεωρήσω το έργο μετριότερο του αναμενόμενου. Δεν
είναι κακό, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι αυτή η γροθιά που θα κάνει τον αναγνώστη
να εγερθεί αναγνωρίζοντας όλο το μισοκακόμοιρο παρελθόν που έγινε φαινομενικά
πλούσιο παρόν, αλλά στην ουσία κατάντησε ευδαιμονιστικό και σαθρό σε όλο-του το
κούφιο μεγαλείο.
[Η φωτογραφία κορυφής είναι της Αγγελικής Μιχαηλίδου, δημοσιευμένη στον ιστότοπο www.protagon.gr]
Πατριάρχης
Φώτιος
No comments:
Post a Comment