Ένα κείμενο ξυπνάει μετά 50
χρόνια και βγαίνει από το συρτάρι του δημιουργού. Η ατμόσφαιρα του ’49
διυλίζεται μέσω της μνήμης και της αυτοβιογραφικής συνείδησης από τον συγγραφέα
του ’59 και προσφέρεται στον αναγνώστη του 2011. Η λογοτεχνία κάνει ταξίδια στο
μυαλό και στον χρόνο.
Στιγμιαίος καφές:
Μένης
Κουμανταρέας
“Οι
αλεπούδες του Γκόσπορτ”
εκδόσεις
Κέδρος
2011
Το παράξενο με αυτό το κείμενο, που
θέτει ζητούμενα στο πώς θα διαβαστεί και στο πώς θα αξιολογηθεί, είναι ότι
πρόκειται στην ουσία για ένα πρωτόλειο, γραμμένο το 1959, όταν ο συγγραφέας
ήταν 28 χρονών. Τώρα εκδίδεται για πρώτη φορά, χωρίς αλλαγές στο ύφος και χωρίς
διόρθωση των όποιων ατελειών, αλλά με επιδίωξη της συνοχής και με περιορισμό
των φουσκωμάτων που του αλλοίωναν την ενότητα. Φυσικά, κανείς δεν ξέρει πόσο θα
ήταν φλύαρο και πόσο θα άλλαζε ο ρυθμός-του αν έμενε όπως πρωτογράφτηκε.
Επομένως, το κρίνουμε ως έργο ενός πρωτόπειρου δημιουργού και κείμενο της
δεκαετίας του ’50 ή έργο που κυκλοφορεί στη νεοελληνική σκηνή το 2011 και
συνεπώς ανταποκρίνεται στα σημερινά αναγνωστικά-μας κριτήρια; Τυπικά, ισχύει το
πρώτο·
ωστόσο, τι έκανε τον Κουμανταρέα να το εκδώσει, ενώ το είχε αφήσει στα αζήτητα
για πενήντα χρόνια; Η αίσθηση ότι αξίζει και σήμερα να διαβαστεί ή η
απολογιστική θέαση της συγγραφικής-του πορείας, στην οποία θα ήθελε να
βρίσκονται και οι «Αλεπούδες»-του;
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Στα
1949 ένας νεαρός δεκαεφτάχρονος Έλληνας, ο Μένης, μεταβαίνει στο Γκόσπορτ για
να μάθει αγγλικά δίπλα σε έναν στρυφνό ταγματάρχη. Εκεί γνωρίζει έναν Ιταλό και
έναν Γάλλο, και φυσικά τις αλεπούδες του Γκόσπορτ, δηλαδή τις τρυφερές υπάρξεις
που μπαίνουν στη ζωή των φίλων, είτε ως φίλες είτε ως ερωμένες.
Το έργο θα μπορούσε να είναι ένα
μυθιστόρημα μαθητείας και στ’ αλήθεια φλερτάρει με το είδος, έστω κι αν μιλάμε
μόνο για ένα καλοκαίρι, ενώ οι δοκιμασίες που πέρασε ο έφηβος πρωταγωνιστής
ήταν λιγότερο η απειλή δύο δίδυμων Βέλγων και περισσότερο η ερωτική αφύπνιση,
που δεν πήρε ολοκληρωμένες διαστάσεις. Έτσι, ο Κουμανταρέας εστιάζει στις
δυσκολίες προσαρμογής σε ένα ξένο μέρος, τη φιλία και την ανέμελη παρέα, τον
έρωτα και τις διαπροσωπικές σχέσεις, την ομοφυλοφιλία ως δοκιμή και ως ταμπού,
τα όνειρα, τις εξερευνήσεις όχι τόσο στον απόμερο φάρο όσο στα μύχια της
νεανικής-τους, σταδιακά διαμορφούμενης, ταυτότητας.
Για πρωτόλειο έχει καλοδουλεμένη
γλώσσα, με ήπιους αλλά μελετημένους υφολογικούς τρόπους. Από την άλλη, η
ατμόσφαιρα από τα μάτια ενός συγκρατημένου έφηβου που βρέθηκε ξαφνικά στην
νοτερή Αγγλία έχει κάτι από φιλμ εποχής και αργά πλάνα μέσα στην καταχνιά.
Φυσικά, η υπόθεση δεν συγκλονίζει, τόσο για το θέμα όσο και για την ευθύγραμμη
εξέλιξή-της που πάει να κάνει την κορύφωση αλλά δειλιάζει και μένει επίπεδη.
Γι’ αυτό ξεχωρίζει, όπως πιστεύω, η πρωτολειακή-του μορφή και η αδυναμία-του να
αντέξει ως διαχρονικό ανάγνωσμα.
Ένα ακόμα στοιχείο που πρόσεξα είναι
το κατά πόσον το έργο πηγαίνει κόντρα στη λογοτεχνία του ’50; Κι αυτό το λέω
γιατί στο μυθιστόρημα του Κουμανταρέα η κοινωνική ζωή αναπλάθεται έμμεσα, ενώ η
πολιτική και ιστορική πραγματικότητα μόλις που αχνοφαίνεται. Μην ξεχνάτε ότι
είμαστε το 1949, λίγα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που δεν μπορεί να
μην άφησε ουλές στον βρετανικό λαό, ενώ στην Ελλάδα ο Εμφύλιος πόλεμος δύει με
τρομερές κοινωνικές και υπαρξιακές επιπτώσεις. Ο συγγραφέας, σαν να ζει στα
νησιά των μακάρων, νοιάζεται για το εφηβικό-του ξύπνημα, αποκομμένο από το
πολιτικό πλαίσιο, δείγμα μιας νοοτροπίας γυάλινου πύργου. Στα 28-του χρόνια ο
Κουμανταρέας περνά στο χαρτί αυτοβιογραφικώ τω τρόπω την ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου
που ζει στο κέντρο της Ευρώπης, χωρίς όμως να εντάσσει τον πρωταγωνιστή-του και
στο κέντρο ή έστω στην περιφέρεια των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Υπάρχουν έργα της μεταπολεμικής περιόδους που επικεντρώνονται στο άτομο
και προσπερνάνε το σύνολο; Πρόχειρα μου έρχονται στον νου τα «Ψάθινα καπέλα»
της Λυμπεράκη, το οποίο εκεί στα 1946 αναφέρεται στις αντίστοιχες ανησυχίες
τριών κοριτσιών. Άλλο; Και πώς εξηγείται μια τέτοια προσέγγιση; Πρόκειται για
προσπάθειες αποστασιοποίησης ή για ομφαλοσκοπούμενη λογοτεχνία; Είναι απόπειρες
απόδοσης διαχρονικών στοιχείων στο εφηβικό ταξίδι ή μεγαλοαστική συνείδηση την
οποία δεν αγγίζουν οι συμφορές των εθνών και των λαών;
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον In2life την 1/6/2012]
Πατριάρχης
Φώτιος
6 comments:
Άλλοι συγγραφείς, άλλες αποφάσεις.
Ο μεγάλος Τρούμαν Καπότε αποφάσισε ότι δεν ήθελε να εκδοθεί το νεανικό μυθιστόρημά του "Καλοκαιρινό Ταξίδι" (Summer Crossing) -πρόδρομο του "Πρόγευμα στο Τίφαννυς"- διότι το εύρισκε "αδύναμο, έξυπνο, χωρίς συναίσθημα" (thin, clever, unfelt).
Ήξερε ότι μπορούσε να γράψει κάτι πολύ καλύτερο, πάνω σε παρόμοιο θέμα. Το έκανε. Έγραψε το αριστουργηματικό "Πρόγευμα στο Τίφαννυς".
Το χειρόγραφο του Καλοκαιρινού Ταξιδιού -που ο Καπότε το είχε εξαφανίσει- βρέθηκε μετά το θάνατό του (υπό μυθιστορηματικές συνθήκες) και εκδόθηκε το 2007 από τον καταπιστευματοδόχο τού Καπότε Άλαν Σβαρτς, με τη σύμφωνη γνώμη ειδικών που έκριναν ότι το μυθιστόρημα έχει αυτοτελή αξία, ανεξάρτητη από την φήμη του συγγραφέα.
Πάντως, όταν το διάβασα, συμφώνησα απόλυτα με τη γνώμη του ίδιου του Καπότε.
NYTimes,
υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που αποφάσισαν να εκδώσουν ή να μην εκδώσουν ό,τι έχει το συρτάρι-τους. Η περίπτωση του Καπότε που αναφέρεις είναι πολύ χαρακτηριστική
και μας διαφώτισες (παραθέτοντάς-την) σε πολλά.
Νομίζω ότι υπάρχει μια τάση "αρχαιολογίας" που θεωρεί σημαντικό ό,τι βρεθεί στα κατάλοιπα του συγγραφέα. Ο Κουμανταρέας έκρινε ο ίδιος ότι οι Αλεπούδες άξιζαν (για ιστορικούς λόγους; για λόγους αναπόλησης; για άλλους λόγους;) και τις εξέδωσε. Σε άλλους συγγραφείς επιλαμβάνονται οι απόγονοί-τους και εκδίδουν από τα ημιτελή έργα-τους μέχρι τις σημειώσεις στα κουτιά των τσιγάρων-τους ή τα τεφτέρια όπου κατέγραφαν την καθημερινότητά-τους.
Νομίζω ότι αυτή η ΓΡΑΦΟΛΑΤΡΙΑ πρέπει να αποτελέσει επιτέλους παιδική ασθένεια και να ξεπεραστεί απο την ανθρωπότητα.
Πατριάρχης Φώτιος
δεν νομιζω οτι τη "μεγαλοαστική" συνειδηση δεν την αγγιζουν οι συμφορές εθνών και λαών.Κάθε άλλο,αν το δουμε ιστορικά.(Απλώς,το "αγγιγμα" αφορά τη δική τους ζωή,τα δικά τους συμφέροντα,αλλά και πάλι οχι μονο)Και δεν μου φαινεται οτι τα μεγάλα μυθιστορήματα που μιλάνε για συμφορές εθνών και λαών γραφτηκαν κυρίως από τη "λαϊκή" ταξη.Απλώς,γι αυτα που ρωτας,στον αστο αναπτυσσεται πιο εντονα η ατομικότητα,και θεωρει το θεμα "διαχρονική εφηβεια",όπως το λες, σημαντικό. Προσωπικά ουτε που μου περναει από το μυαλο να αναρωτηθω (α υ τ ο ειναι το θεμα του),ασχετα αν μου αρεσει ή οχι(το εντελώς ιδιωτικό,σαν να μην υπάρχει ο ιστορικός περιγυρος προσωπικάδεν μου αρεσει,αλλα ασχετο)Θα το πρόσεχα,μονο αν ΟΛΟΙ σε μια γενια πολέμου πχ εγραφαν σαν να μην υπήρξε αυτος ο πόλεμος.
Για τη γραφομανια:καθένας κανει ο,τι γουσταρει.Αν μπορει και θέλει να τα εκδωσει,γιατι όχι;Ετσι κι αλλιώς για εναν καλο συγγραφεα αρκουν δυο τρια εργα,τα κορυφαία του.Τα υπόλοιπα ειναι απλώς μια προσωπική συλλογή.ετσι "να υπάρχει"(η αντικειμενο "αρχαιολόγων" που λες (μετους απογονους ειναι αλλο μεγαλο πρόβλημα)
Ζητώ από κάθε λογοτέχνη μια ματιά που να μην περιορίζεται στα ατομικά-του σουσούμια. Επομένως, ο νεαρός Κουμανταρέας αποκόπτεται από το ιστορικοκοινωνικό σκηνικό και γράφει μια ατομοκεντρική εμπειρία. Αυτό σε μια εποχή έντονων ανακατατάξεων (Κατοχή, Εμφύλιος, αλλαγές στην Ευρώπη κ.ο.κ.) φαίνεται σόλοικο.
Αυτό εννοώ, Pellegrina.
Αυτόν τον κλειστό κόσμο που αναμασάται και μάλιστα επιλέγεται μετά από τόσα χρόνια να κυκλοφορήσει σαν να είναι μια παλιά ματιά, που αξίζει να απασχολήσει τον άνθρωπο σήμερα.
Φυσικά, θα πει κανείς ότι το θέμα της εφηβικής ενηλικίωσης δεν είναι ιστορικό αλλά διαχρονικό. Θα το δεχόμουν υπό όρους.
Πατριάρχης Φώτιος
Αυτο με την "παλιά ματιά" δεν ισχυει στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα ολες οι ματιές ειναι παλιές και αντιστορφως οι παλιές ειναι οι μόνες που "αξιζουν"..
Post a Comment