Friday, May 25, 2012

“Όλοι μαζί, τώρα!” του Γιώργου Κοτανίδη

Πώς το θέατρο γίνεται επαναστατική πράξη και πώς η τέχνη μπορεί να συνδυαστεί με την πολιτική σε εποχές ταραγμένες και αντιδημοκρατικές; Ο απόηχος της επτάχρονης δικτατορίας και του Ελεύθερου Θεάτρου έρχεται σε μας με τέμπο και απομνημονευματικό τρόπο. 


Αραβικός καφές με μπαχάρι:
Γιώργος Κοτανίδης
“Όλοι μαζί, τώρα!”
εκδόσεις Καστανιώτη
2011 

            Γιατί τώρα τελευταία ηθοποιοί αποφασίζουν να γράψουν προσωπικές μαρτυρίες από τη ζωή-τους στο θέατρο, όχι με την ψευδο-καλλιτεχνική επίφαση αλλά με τη βαθιά γνώση ότι το θέατρο ήταν και είναι δημιουργία, επαφή με το κοινό, πολιτιστικό γεγονός, ψυχαγωγία, επαφή με την ευρωπαϊκή κουλτούρα, συμβολή στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα κ.ο.κ.; Παλιότερα, οι Δ. Μυράτ, Κ. Μουσούρης, Θ. Κωτσόπουλος, Λ. Καλλέργης, η Μ. Μερκούρη, ο Ν. Ξανθόπουλος, ο Ν. Ηλιόπουλος και πρόσφατα ο Νίκος Βασταρδής “Θυμάμαι... Ιστορίες μέσα και έξω από την αυλαία” (2006) και η Άννα Βαγενά, “Το Θεσσαλικό μου θέατρο” την ίδια χρονιά. Λίγο αργότερα η Δάφνη Σκούρα με το “Βαθειές είναι οι ρίζες...” (2008) και ο Κωνσταντίνος Τζούμας με την τριλογία-του που ξεκίνησε την ίδια χρονιά: “Ως εκ θαύματος” (2008), “Complete Unknown” (2009) και “Πανωλεθρίαμβος” (2010). Και τώρα ο Γιώργος Κοτανίδης, ίδιας γενιάς και κουλτούρας, καταθέτει τη δική-του ματιά για τα χρόνια 1967 και εξής. Μπορεί κανείς να δει μια ολόκληρη λίστα τίτλων στο:


             Πιο πολύ θα έπρεπε να μιλάμε για «θεατρικά απομνημονεύματα», αφού δεν καταγράφουν όλη-τους τη ζωή, αλλά τον αναβρασμό που προκαλούσε στη ζωή-τους το θέατρο και μάλιστα συνυφασμένο με την ευρύτερη πολιτισμική πραγματικότητα. Ο Κοτανίδης μάλιστα, ακόμα περισσότερο, εστιάζει στα χρόνια από την Αποστασία ως τα Απριλιανά και την πορεία του Ελεύθερου Θεάτρου μέσα στην επτάχρονη Δικτατορία.
            Αναρωτιέμαι καταρχάς τι ακριβώς θέλει να πετύχει κανείς καταγράφοντας τις θεατρικές-του αναμνήσεις και γι’ αυτό προσπάθησα να θέσω το ερώτημα στον εαυτό-μου και να καταθέσω πληροφορίες και σκέψεις.
Καταρχάς, ίδιον των “επωνύμων” ανθρώπων είναι προφανώς η τάση να κοινοποιήσουν τη ζωή-τους, να αφήσουν τις αναμνήσεις-τους, να καταθέσουν τη μαρτυρία-τους από τον χώρο του θεάτρου τον οποίον υπηρέτησαν, να πλάσουν τον δικό-τους μύθο και να αφήσουν σε γραπτό λόγο “έπεα πτερόεντα” και μνήμες που σταδιακά σβήνουν. Η αυτοβιογραφία πάντα ήθελε να αποδώσει στον εαυτό-της ρόλο βιωμένης ιστορίας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ο Τζούμας τώρα και ο Κοτανίδης επιχειρούν, απ’ όσο έχω διαβάσει, μια λογοτεχνική γραφή, όχι μόνο με το θάρρος του βιωμένου παρελθόντος αλλά και με το “θράσος” της μέθεξης του αναγνώστη σε ένα λογοτεχνικό γίγνεσθαι που εμπεριέχει το θεατρικό γενέσθαι. Γιατί;
Αφενός, συνειδητοποιώ ότι οι εν λόγω συγγραφείς διαφοροποιούνται από μερικούς άλλους γιατί έχουν μια ευρύτερη παιδεία, που δεν περιορίζεται μόνο στα θεατρικά και κινηματογραφικά σουσούμια αλλά και στα ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Διάβαζαν πολύ όχι μόνο θέατρο αλλά και ποίηση ή πεζογραφία, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην Εσπερία, ταξίδευαν και προβληματίζονταν για τη μοίρα του τόπου, την πορεία της τέχνης, το βαθύτερο νόημα της κουλτούρας. Πολλοί τέτοιοι βρέθηκαν και ο χώρος του θεάτρου πέρα από θέαμα έχει να δείξει και στοχαστικές μορφές αλλά ανθρώπους και βαθιάς καλλιέργειας. Μένω στους δύο τελευταίους: ο Τζούμας πιο απολιτίκ, πιο ενδοστρεφής και τεχνοκεντρικός, ο Κοτανίδης πιο εξωστρεφής και κοινωνιοκεντρικός.
Από την άλλη, διαβλέπω μέσα στο έργο-τους την ανάγκη να εκμυστηρευτούν πώς άνθρωποι με πάθος και όρεξη δούλεψαν πίσω από τη σκηνή, με πρόβες και κόπο, με διάθεση να μάθουν και να υπηρετήσουν το θέατρο, με όρεξη να μετακενώσουν το ευρωπαϊκό και το αμερικάνικο πρώτα στον εαυτό-τους, που ήθελε να γευτεί όλες τις δόσεις του θεάτρου, και έπειτα στην επαρχιώτικη Ελλάδα, στην οποία όμως συμβαίνουν πολλά καλά τόσο σε επίπεδο καλλιτεχνικό όσο και σε επίπεδο κοινωνικής ανατροπής.
Ειδικά ο Κοτανίδης στήνει τα απομνημονεύματά-του στην περίοδο της χούντας (κατά βάση) όχι για να προβάλλει το Ελεύθερο Θέατρο και την καινοτόμο καλλιτεχνική-του δράση όσο για να αναγάγει το θέατρο σε πολιτικό βήμα και σε έμμεσο φορέα πολιτικής σκέψης που υπονομεύει με τον τρόπο-του την προσπάθεια της εξουσίας για λογοκρισία και χειραγώγηση. Κι ενώ ξεκινά από την πρώτη παράσταση της «Όπερας του φτωχού» το 1970, εύλογα γυρνάει πιο πίσω για να αφηγηθεί τη δική-του πολιτική στάση, αλλά και τα χρόνια στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ώστε να παρακολουθήσουμε παράλληλα την θεατρική περιρρέουσα ατμόσφαιρα και την κοινωνικοπολιτική ιστορία.
Αυτό που κάνει τον αναγνώστη να βυθιστεί (με προσήλωση) στο έργο δεν είναι μόνο η αύξουσα περιέργεια. Φυσικά είναι και αυτή, καθώς, σαν να διαβάζει κανείς τα δοκίμια του Ελύτη για τη δεκαετία του ’30 και του ’40, έτσι κι εδώ μαθαίνει για τη δεκαετία του ’60 και του ’70, όπως διαμορφώθηκαν οι παλιότερες τάσεις της δραματουργίας και ανανεώθηκαν με νέα μυαλά και ευρωπαϊκές καινοτομίες. Βλέπει κανείς όλο το πλαίσιο και τα πρόσωπα που δούλεψαν για να προχωρήσει η αισθητική παιδεία του Έλληνα, από τον σκηνοθέτη Μιχαηλίδη ως τη χορογράφο Ζουζού Νικολούδη κι από τον δάσκαλο του θεάτρου Βόκοβιτς μέχρι τον Άγγελο Τερζάκη και την ευρυμάθειά-του.
Πέρα όμως απ’ αυτά, ο αναγνώστης μαγεύεται από τον παλμό της εποχής, από τον αναβρασμό ιδεών, απόψεων, τάσεων, θεατρικών πρωτοποριών και κοινωνικών νεωτερισμών, τη ζύμωση των πολιτικών ρευμάτων και της αριστερής διανόησης, την πάλη των πεποιθήσεων αλλά και τη διαρκή αυτογνωσία με την οποία μεστώνει ο νεαρός αλλά παθιασμένος ηθοποιός. Ζηλεύει ο αναγνώστης τον ποταμό των καλλιτεχνικών και πολιτικών εξελίξεων που αφήνουν το στίγμα-τους στην παιδεία όσων τα έζησαν. Ο Κοτανίδης πείθει με το ταμπεραμέντο-του ότι η Ελλάδα ήταν μια κυψέλη όπου παραστάσεις, βιβλία, διασκεδάσεις, συζητήσεις, τάσεις και αναθεωρήσεις έπεφταν στην κονίστρα του πολιτισμικού ζυμώματος και αυτές οι ωσμώσεις παρήγαν ήθη, αισθητικές, νοοτροπίες.
Αντίστοιχα, εφαρμόζει το δόγμα της τέχνης που δεν μένει κλεισμένη στον γυάλινο πύργο-της αλλά πολιτικοποιείται. Στο πλαίσιο αυτό ο ίδιος ο Κοτανίδης δεν συμμετείχε απλώς σε ένα πολιτικοποιημένο θεατρικό σχήμα, αλλά οργανώθηκε και στο ΕΚΚΕ. Η αφήγηση λοιπόν συναιρεί τέχνη και πολιτική, θέατρο και αντιδικτατορικό αγώνα, ατομικό και συλλογικό… Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν πρόκειται απλώς για απομνημόνευμα, αλλά ίσως ένα χρονικό της εποχής, ιδωμένο βέβαια από την οπτική γωνία του συγγραφέα και με άξονα τη δική-του πράξη. Εν μέρει ίσως υπερτονίζει τη δράση-του και φαίνεται να προεξέχει σε πολλά, αλλά απ’ την άλλη δεν έχω αντικειμενικό κριτήριο για να κρίνω την αλήθεια των λόγων-του. Μένω στην εξιστόρηση μιας εποχής με καλλιτεχνικές ανησυχίες και ανάγκες γα πολιτική δράση, στοιχείο πολύ διεγερτικό σε ένα σήμερα που θα μπορούσε να μιμηθεί πολλά.
Τι μένει απ’ αυτήν την ανασκόπηση μιας δεκαετίας (1965-1975); Αφενός η πίστη του Κοτανίδη στο εμείς που πρέπει να καλύπτει το εγώ και να δίνει στην ομάδα το στίγμα και την προοπτική που συζευγνύει διαφορές και αντιθέσεις. Αφετέρου, η καλλιτεχνική και πολιτική επανάσταση συχνά αποβαίνει ουτοπία αλλά πάντα αφήνει την ελπίδα ότι θα επιτευχθεί, έστω και αν πολλοί την καπηλεύτηκαν για προσωπική ανέλιξη.
Εγώ ως αναγνώστης κράτησα τη θέρμη και τον ζήλο που διακρίνουν τον αφηγητή για πρωτοπορία, επανάσταση, αντίδραση, παιδεία, εμπειρίες, νιότη κ.ο.κ. Πολλά και καλά.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 25/4/2012]
Πατριάρχης Φώτιος

No comments: