Ο έλληνας συγγραφέας πλέον όχι μόνο βλέπει τη Δύση από εδώ, αλλά ζει σ’ αυτήν, ταξιδεύει, διαμένει και εργάζεται εκεί, γίνεται κομμάτι μιας ξένης κουλτούρας, την οποία κοιτάζει μέσα από το ελληνικό πρίσμα αλλά και με την οποία μπολιάζει την ελληνική νοοτροπία-του.
Νες πικρός:
Αμάντα Μιχαλοπούλου
“Πώς να κρυφτείς”
εκδόσεις Καστανιώτη
2010
Το μυθιστόρημα της Μιχαλοπούλου μού προκάλεσε αμφίθυμα αισθήματα, γιατί αφενός χάρηκα το βάθος και την υπαρξιακή αγωνία-του, αφετέρου μου φάνηκε λιγότερο έντονο απ’ όσο θα ήθελα σε αιχμηρότητα.
Ο Στέφανος επανέρχεται στην πρότερη ζωή-του μετά την οδυνηρή απαγωγή-του από ένα ζευγάρι Γερμανών, που θέλησαν έτσι να αναπληρώσουν το χαμένο παιδί-τους. Η ομοιότητά-του με αυτό τους έκανε να τον κρατήσουν και να τον αναθρέψουν σαν δικό-τους μέχρι τα έντεκα χρόνια-του, οπότε και τους ανακάλυψαν. Ο Στέφανος γυρίζει στη Γερμανία ως Έλληνας και ως Γερμανός μαζί. Ξαναζεί μια χώρα που ήταν μαζί άντρο απαγωγής και φιλοξενούσα κουλτούρα, τροφός και δεσμώτης. Μήπως εδώ υπάρχει ένας υπαινιγμός για τη σχέση Ελλάδας και Δύσης; Μήπως η Δύση είναι η δεύτερη πολιτισμική (και συχνά όχι μόνο) πατρίδα, η οποία μας εγκολπώθηκε, επειδή είμαστε κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμικού γίγνεσθαί-της, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και την κηδεμόνα που πατερναλιστικά θέλει να ορίσει το μέλλον-μας; Δεν ξέρω αν η συγγραφέας είχε τέτοιες προθέσεις, που φαντάζουν επίκαιρες, αλλά ο Στέφανος μισεί αλλά και έλκεται από τη Γερμανία και μάλιστα σκέφτεται σοβαρά να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί, πράγμα που εντέλει κάνει.
Double Self Portrait by George Saavedra |
Είναι σύνηθες φαινόμενο η λογοτεχνία(-μας) να ασχολείται με ανθρώπους που διχασμένοι ζουν μια διπλή ζωή, μια ζωή συνισταμένη από δυο ετερόκλητους εαυτούς, οι οποίοι διχάζουν αλλά και λειτουργούν υβριδικά. Όλη η πορεία του πρωταγωνιστή, από την Ελλάδα στη Γερμανία, ξανά στην Ελλάδα και μετά στο Μαρόκο, όπου αναζητεί (σε ένα είδος ψυχαναλυτικής επανόδου) τους απαγωγείς γονείς-του συνιστά την προσπάθειά-του να συμφιλιώσει τις δύο πλευρές-του και συνάμα να τις διαχωρίσει. Η γερμανική πλευρά άφησε καθοριστικά σημάδια στην παιδική-του φάση, ενώ η «πραγματική» ελληνική ήταν εκ γενετής αλλά και εξ εφηβείας ο άλλος πόλος που τον καθόρισε.
Τελικά είμαστε αυτό που γεννιόμαστε ή αυτό που μας ανατρέφει (τον ίδιο προβληματισμό από την πλευρά της υιοθεσίας θέτει ο Τατσόπουλος στο «Η καλοσύνη των ξένων»); Είμαστε ο εαυτός-μας που υποσυνείδητα διαμορφώθηκε παιδιόθεν ή μπορούμε να απεξαρτηθούμε από αυτόν και να πορευτούμε ερήμην-του; Ο Χατζηβασιλείου συνοψίζει εύστοχα: «Μοιρασμένος ανάμεσα σε δυο γλώσσες και δυο κουλτούρες και όντας ανίκανος να αφομοιώσει είτε τη μία είτε την άλλη οργανικά, εγκαταλελειμμένος σε μια διττή μοίρα, που δεν θα αποκτήσει ούτε μία φορά το ποθητό ενοποιητικό της στοιχείο, όπως και καταδικασμένος σε μια διπλή εξορία (Έλληνας στη Γερμανία και Γερμανός στην Ελλάδα), ο Στέφανος θα παραμείνει ως το τέλος εκκρεμής και διχασμένος. Θα αγωνιστεί, ωστόσο, με νύχια και με δόντια για να κερδίσει την αυτογνωσία του και θα μάθει να συνυπάρχει με τις αντιφάσεις του, αντλώντας δύναμη από την πικρή αίσθηση του ανέστιου και του απόβλητου» ("Το Βήμα", 23.1.2011).
Επιφυλάσσομαι για τη σχέση όλων των επιμέρους στοιχείων με τον κεντρικό άξονα, αλλά κρατώ έναν προβληματισμό που όλο και περισσότερο σήμερα είναι επίκαιρος.
Πατριάρχης Φώτιος
No comments:
Post a Comment